Ρουτίνα η καθημερινή εκατόμβη νεκρών της πανδημίας

Ρουτίνα η καθημερινή εκατόμβη νεκρών της πανδημίας

Ενώ ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι δεν έχουμε τελειώσει με την πανδημία, ενώ ο κορονοϊός θερίζει ακόμα και ο αριθμός των νεκρών βρίσκεται καθημερινά σε πολύ υψηλά επίπεδα, η κυβέρνηση επέλεξε να δώσει στη δημοσιότητα βίντεο για τα «καλώς πεπραγμένα» της στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις τόσο της αντιπολίτευσης όσο και των υγειονομικών που μιλούν για πρόκληση. Ο μεγάλος αριθμός αυτών που καθημερινά χάνουν τη ζωή τους (γύρω στους 100 ανθρώπους) απαιτεί, σύμφωνα με τους γιατρούς, άμεσα επιστημονική προσέγγιση, καθώς δεν μπορεί να κουκουλώνεται μόνο κάτω από το κυβερνητικό αφήγημα της ελλιπούς εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού.

Ενώ οι «σκληροί δείκτες» στην Ελλάδα παραμένουν σταθερά υψηλοί και τα περιοριστικά μέτρα σταδιακά αίρονται, η κυβέρνηση προσπαθεί συνεχώς να περάσει το μήνυμα ότι μεταξύ άλλων το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας οφείλεται κυρίως στους ανεμβολίαστους, κάτι βέβαια που δεν βρίσκει σύμφωνους πολλούς επιστήμονες. «Δεν μπορεί να φταίει για τις εκατόμβες νεκρών μόνο το ποσοστό εμβολιασμού» υποστηρίζουν. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο καθηγητής και διευθυντής στο Εργαστήριο Προγραμματισμού και Επεξεργασίας Πληροφοριών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Βασίλης Τσαουσίδης σε ανάρτησή του: «Αρχικά, φαίνεται να είχε σημαντικό μερίδιο ευθύνης η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στις κρίσιμες ηλικίες. Η χώρα μας υστέρησε στον εμβολιασμό των ηλικιωμένων συγκριτικά με άλλες χώρες και αυτό αποτυπώθηκε στον αριθμό των καθημερινών θανάτων σε αυτή την ηλικιακή ομάδα από όπου προέρχεται το 80% των θανάτων. Ωστόσο ο εμβολιασμός δεν αρκεί πάντα από μόνος του, δεδομένου ότι όλα τα εμβόλια δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε όλες τις μεταλλάξεις του ιού».

Οπως εξηγεί, «το τελευταίο τρίμηνο, το ποσοστό θανάτων εντός ΜΕΘ αυξήθηκε, παρά το γεγονός ότι η αναλογία των ηλικιωμένων νοσούντων στο σύνολο των νοσούντων μειώθηκε και η εμβολιαστική τους κάλυψη διευρύνθηκε. Παρ’ όλα αυτά, η θνητότητα στη χώρα μας δεν είναι συγκρίσιμη με χώρες που έχουν παρόμοια ποσοστά εμβολιασμού. Για παράδειγμα, το ποσοστό εμβολιασμού στην Ελλάδα στις ηλικίες άνω των 60 είναι 87%, ενώ στη Γαλλία είναι 91%, στην Αυστρία 92% και στην Ιταλία 90,8%. Μια τέτοια διαφορά στην εμβολιαστική κάλυψη δύσκολα μπορεί να δικαιολογήσει την τεράστια αναλογική διαφορά στους καθημερινούς θανάτους» καταλήγει.

«Το θέμα της θνητότητας κατά τη γνώμη μου έπρεπε εδώ και ένα μήνα να τύχει μιας επιστημονικής προσέγγισης. Επρεπε να συσταθεί μια επιτροπή επιστημόνων που να εξετάσει όλες τις πτυχές αυτού του θέματος επειδή δεν μπορεί να έχουμε εμείς αυτά τα νούμερα και χώρες με την ίδια εμβολιαστική κάλυψη λιγότερο από το 1/5 νεκρών σε σχέση με εμάς. Αρα κάτι άλλο συμβαίνει το οποίο οφείλουν να δουν με μια επιστημονική προσέγγιση και όχι μέσω καναλιών» εξηγεί στο Documento o Αλέξανδρος Γαρύφαλλος, καθηγητής Παθολογίας – Ρευματολογίας στο ΑΠΘ και διευθυντής της Δ΄ Παθολογικής Κλινικής στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.

«Kάτι δεν γίνεται σωστά στην αντιμετώπιση»

Τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υγεία των ασθενών είτε μια υποστελεχωμένη μονάδα εντατικής θεραπείας είτε μια ΜΕΘ με μη εξειδικευμένο προσωπικό –όπως έχει καταγγελθεί συχνά– εξηγεί με ένα θεωρητικό παράδειγμα ο εντατικολόγος του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας Δημοσθένης Μακρής: «Ας πάρουμε δέκα ασθενείς ανεμβολίαστους –βαριά πάσχοντες– με Covid στην Ελλάδα και δέκα ασθενείς αντίστοιχης κατάστασης στη Γαλλία. Αν υποθέσουμε ότι στην Ελλάδα για τον κάθε ασθενή ασχολούνται ένας γιατρός και ένας νοσηλευτής και στη Γαλλία ασχολούνται δύο γιατροί και δύο νοσηλευτές, τότε είναι βέβαιο ότι στη Γαλλία οι ασθενείς είναι σε καλύτερες συνθήκες και έχουν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης».

Ο γιατρός εξηγεί αναφορικά με τον αυξημένο αριθμό θανάτων ημερησίως πως «δεν θεωρώ ότι στην Ελλάδα η Covid είναι πιο βαριά απ’ ό,τι στη Γαλλία ούτε θεωρώ ότι οι Ελληνες έχουν χειρότερους οργανισμούς απ’ ό,τι έχουν οι Γάλλοι και μάλιστα πιστεύω πως και οι γιατροί και οι νοσηλευτές προσπαθούν με την ίδια σοβαρότητα και στις δύο χώρες, άρα καταλήγω ότι πιθανόν κάτι δεν γίνεται σωστά σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση. Αυτό νομίζω απαιτεί ήρεμη και ενδελεχή ανάλυση».

«Να γίνει άμεσα μια κοινοβουλευτική διακομματική επιτροπή που να καλέσει επιστήμονες για να καταλάβουν τι δεν πάει καλά και τι χρειάζεται να διορθωθεί ώστε να σταματήσει το θανατικό. Αυτό είναι η προτεραιότητα και όχι τα πανηγύρια και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα» αναφέρει ο καθηγητής Αιματολογίας στη Σορβόνη Γρηγόρης Γεροτζιάφας σε ανάρτησή του και συνεχίζει: «Διαβάζω ξανά τη μελέτη Τσιόδρα: 62,5% θνητότητα στις ΜΕΘ όταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση όπως και στη διεθνή βιβλιογραφία η θνητότητα από Covid-19 στους ασθενείς της ΜΕΘ είναι (ήδη από τον Αύγουστο 2020) 25-35%. Και σκέφτομαι ότι η Ελλάδα είναι σε ταχύτατη επιστροφή στο 1950».

Κόπωση και υποστελέχωση-φονιάς

Την ίδια ώρα, όλο και περισσότερα μέλη της επιστημονικής κοινότητας αποδίδουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την υψηλή θνησιμότητα στο –παγκοίνως γνωστό– αποδεκατισμένο και εγκαταλειμμένο ΕΣΥ, κάτι άλλωστε που ανέφερε μεταξύ άλλων και η μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα. «Σαφέστατα μέσα στους λόγους είναι η υποστελέχωση του ΕΣΥ και η κόπωση των υγειονομικών, όπως είναι και η κακή οργάνωση των ΜΕΘ οι οποίες αναπτύχθηκαν πάρα πολύ γρήγορα, χωρίς να υπάρχει το κατάλληλο προσωπικό, συν την κόπωση του υπάρχοντος προσωπικού» τονίζει ο καθηγητής Αλ. Γαρύφαλλος.

«Προκειμένου να διερευνήσει κανείς τους ακριβείς λόγους για την υψηλή θνητότητα λόγω Covid-19 στη χώρα μας, θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα γιατί είναι τόσο υψηλό το ποσοστό θνητότητας μέσα στις ΜΕΘ και γιατί τόσο πολλοί πέθαναν χωρίς να έχουν πρόσβαση σε ΜΕΘ. Η έρευνα αυτή απαιτεί ειδική μελέτη των περιπτώσεων θανάτων – τότε μόνο τα συμπεράσματα θα είναι ασφαλή και επαρκώς τεκμηριωμένα. Προς το παρόν, υπάρχουν κάποιες σαφείς ενδείξεις ότι ο κυρίαρχος λόγος για την υψηλή θνητότητα είναι η ανεπάρκεια του συστήματος υγείας» αναφέρει ο καθηγητής Β. Τσαουσίδης.

Μούδιασμα της κοινωνίας ή ανθρωπιά σε έκπτωση

Την ανησυχία τους εκφράζουν ειδικοί για τα αντανακλαστικά μερίδας της κοινωνίας απέναντι στον αυξημένο αριθμό των νεκρών, καθώς μοιάζει να αρνείται να ασχοληθεί ή συνηθίζει σε κάτι τόσο θλιβερό. Οπως εξηγεί ο ψυχολόγος Γιώργος Στυλιαράς: «Είναι μια κατάσταση η οποία δεν είναι ευχάριστη, όμως ο κόσμος ή το συνηθίζει ή το υποτιμά». Εξηγεί ότι κάτι ανάλογο είχε γίνει στην περίοδο της γερμανικής κατοχής. «Χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη κατάσταση για να το συγκρίνουμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία από τη γερμανική κατοχή. Τότε είχαμε πολλούς θανάτους στην Ελλάδα, ειδικά στην Αθήνα, από πείνα. Ηταν ένα φαινόμενο καθημερινό και ο κόσμος δυστυχώς είχε εξοικειωθεί. Εβλεπε πεθαμένους στους δρόμους και τους προσπερνούσε αδιάφορα. Οταν έχουμε ένα μαζικό φαινόμενο και έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, ενώ είναι και έντονο, μπορεί ο κόσμος να το συνηθίσει. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρωπιά του είναι σε έκπτωση».

Ακόμη ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι σε ένα τόσο έντονο και συχνό φαινόμενο είναι η άρνηση. «Μπορεί ένα φαινόμενο όταν είναι πολύ σκληρό να δυσκολεύομαι να το αποδεχτώ, να δυσκολεύομαι ακόμη και να το δω, είναι δηλαδή αυτό που λέμε άρνηση. Υπάρχει μια μερίδα κόσμου η οποία αρνείται. Γιατί ο θάνατος δεν είναι κάτι που μπορούμε να το συζητήσουμε ή να παίξουμε με αυτό. Είναι ένα πολύ σκληρό και τετελεσμένο γεγονός και όταν βλέπουμε συνέχεια να πεθαίνουν άνθρωποι, κάποια στιγμή μερικοί δεν το αντέχουν και το αρνούνται» εξηγεί ο ίδιος.

Υπάρχει ωστόσο και η κατηγορία ανθρώπων που η τραγωδία αυτή τους προκαλεί υπαρξιακή ανακούφιση. «Οταν παρακολουθούν τους θανάτους από την τηλεόραση, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, μπορεί σε κάποιους να προκαλεί μια υπαρξιακή ανακούφιση, δηλαδή, “οι άλλοι πεθαίνουν, αλλά εγώ είμαι ακόμα ζωντανός, άρα είμαι καλά και όσο ακούω για θανάτους και εγώ είμαι ζωντανός, αυτό με ανακουφίζει”. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα κατηγορήσουμε τους ανθρώπους που συνηθίζουν, αρνούνται ή έχουν υπαρξιακή ανακούφιση από αυτό» καταλήγει ο Γ. Στυλιαράς.

Θεόδωρος Λύτρας: «Κάποια πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν»

Στους τρεις παράγοντες που παίζουν ρόλο στον αριθμό των νεκρών αναφέρεται ο επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Κύπρου Θεόδωρος Λύτρας μιλώντας στο Documento.

«Ο αριθμός των νεκρών είναι ένα γινόμενο τριών παραγόντων. Δηλαδή πόσες λοιμώξεις έχουμε από Covid-19 στην κοινότητα στη μονάδα του χρόνου. Δεύτερον, πόσο πιθανόν είναι αυτά τα κρούσματα να οδηγήσουν σε βαριά νόσο. Τρίτον, πόσο πιθανό είναι η βαριά νόσος να οδηγήσει στον θάνατο. Αρα είναι ένα γινόμενο με τρεις παράγοντες . Το ποσοστό ανεμβολίαστων που έχουμε εξηγεί μόνο τον έναν από αυτούς τους τρεις παράγοντες. Αρα έχουμε άλλους δύο παράγοντες που μπορεί να παίζουν και να διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι θα μπορούσαμε να είμαστε καλύτερα και στους τρεις αυτούς παράγοντες.

Σε ό,τι αφορά τις λοιμώξεις στην κοινότητα είναι ξεκάθαρο πως είμαστε μέσα στον χειμώνα που ευνοούν οι περιβαλλοντικές συνθήκες τη μετάδοση και δεν έχουμε κάποια ουσιώδη μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης.

Αυτά που έχουμε ουσιαστικά αφορούν μόνο την εστίαση και περιορισμένο αριθμό άλλων παραγόντων. Δεν έχουμε ουσιαστικό περιορισμό της κινητικότητας των πολιτών, δεν έχουμε ιδιαίτερη απομόνωση όσων μπορεί να είναι θετικοί και να μεταφέρουν τον ιό. Δεν έχουμε πιθανότατα εκτεταμένη ιχνηλάτηση. Εδώ μπορούμε να βάλουμε παράγοντες όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς και όσους χώρους μπορεί να προκαλούν συνωστισμό στην κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών. Οπότε έχουμε λόγους για να έχουμε πολλές λοιμώξεις στην κοινότητα στη μονάδα του χρόνου.

Το δεύτερο είναι πόσο τα κρούσματα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε βαριά νόσο και αυτό είναι επίσης συνάρτηση πολλών πραγμάτων. Το ένα είναι ο εμβολιασμός, όπου έχουμε μια κρίσιμη μάζα ακόμη ανεμβολίαστων. Επίσης, ένα θέμα είναι ποιες ηλικίες προσβάλλονται, δηλαδή αν τα κρούσματά μας ήταν αποκλειστικά σε μικρές ηλικίες δεν θα είχαμε και πολλές βαριές νόσους, αλλά όσο πιο υψηλός είναι ο μέσος όρος ηλικίας των κρουσμάτων τόσο περισσότερες βαριές νοσήσεις περιμένουμε και επειδή η επίδραση της ηλικίας είναι πάρα πολύ σημαντική –όπως έδειξε και η μελέτη μας για τον εμβολιασμό– ένας λίγο αυξημένος μέσος όρος ηλικίας στις μολύνσεις μεταφράζεται σε περισσότερες νοσηλείες, περισσότερα βαριά κρούσματα. Επίσης σε αυτό μπορούμε να βάλουμε και πώς πήγαμε στα προηγούμενα κύματα. Για παράδειγμα, η δυτική Ευρώπη ξέρουμε όλοι ότι είχε πολύ περισσότερους θανάτους από εμάς στις αρχικές φάσεις λόγω του ότι εκεί κυκλοφόρησε πολύ περισσότερο ο ιός επειδή είναι πιο δικτυωμένοι, πιο δραστήριες οι οικονομίες τους, ενώ εδώ κυκλοφόρησε λιγότερο. Αρα εμείς εδώ τώρα είναι λογικό να έχουμε περισσότερους επίνοσους, περισσότερα άτομα που ούτε εμβολιάστηκαν ούτε ήρθαν σε επαφή με τον ιό.

Ως προς τον τρίτο παράγοντα, δηλαδή την πιθανότητα η βαριά νόσος να οδηγήσει στον θάνατο, εκεί μετά μιλάμε για το σύστημα υγείας και τα προβλήματά του. Ολα παίζουν ρόλο, σε όλα μπορούμε να βρούμε πράγματα που θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Δεν είναι μόνο ο εμβολιασμός ή μόνο το σύστημα υγείας, είναι όλα μαζί».

Documento Newsletter