Ίσως σήμερα το έργο του Τζον Φάντε να είχε πέσει στη λήθη αν το 1978 ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν είχε συναντήσει τον φίλο και εκδότη του, Τζον Μάρτιν, για να του μιλήσει για το «Ρώτα τη σκόνη» και να του ζητήσει να το επανεκδώσει.
Όταν το έργο κυκλοφόρησε ξανά στις ΗΠΑ το 1980 από τον καλιφορνέζικο οίκο Black Sparrow, ο Φάντε είχε ήδη υποστεί ακρωτηριασμό των κάτω άκρων και ήταν τυφλός λόγω διαβήτη. Η ζωή του τότε δεν είχε καμία σχέση με εκείνη που κατέγραψε στο «Ρώτα τη σκόνη» (Ask the Dust) το 1939, ωστόσο βλέποντας την απήχηση που είχε η επανέκδοση του βιβλίου του θέλησε λίγο προτού πεθάνει να κλείσει την Τετραλογία Μπαντίνι (γράφτηκε μεταξύ των ετών 1938-1985) υπαγορεύοντας στη γυναίκα του το «Dreams from Bunker Hill» (1982).
Το «Ρώτα τη σκόνη» θεωρείται από μερίδα κριτικών ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ» της δυτικής ακτής και το σπουδαιότερο μυθιστόρημα με θέμα την πόλη του Λος Άντζελες. Για ποιο λόγο όμως το έργο που επηρέασε την μπιτ γενιά χάθηκε από τον χάρτη για τόσες δεκαετίες;
Ο Φάντε το 1934 είχε ήδη εγκαταλείψει το Ντένβερ και τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο για να γίνει συγγραφέας στη νότια Καλιφόρνια. To 1938, ενώ εργαζόταν ήδη ως σεναριογράφος στη Warner Bros., εξέδωσε το μυθιστόρημα «Wait until spring, Bandini» ενώ ένα χρόνο μετά θέλησε να εκδώσει το «Ρώτα τη σκόνη».
Εκείνη τη χρονιά ο εκδότης του, Ουίλιαμ Σόσκιν, βασισμένος στον αμερικανικό νόμο του 1909 περί πνευματικών δικαιωμάτων έκρινε ότι θα μπορούσε να εκδώσει το «Ο αγών μου» του Χίτλερ χωρίς να προβεί στις απαραίτητες διαδικασίες, με αποτέλεσμα μια μακρά περιπέτεια στα δικαστήρια που οδήγησε τον εκδοτικό οίκο Stackpole Sons στην καταστροφή. Αυτό είχε αντίκτυπο και στο έργο του Φάντε, καθώς ο εκδοτικός οίκος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να διανείμει και να προωθήσει το βιβλίο, με αποτέλεσμα να φτάσει σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό.
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ξανά το 1954 σε άλλον εκδοτικό οίκο (Bantam Books) χωρίς επιτυχία, ενώ ο Φάντε και ο Σόσκιν για χρόνια προσπαθούσαν να πείσουν τους παραγωγούς του Χόλιγουντ να το μεταφέρουν στο σινεμά. Ωστόσο μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπήρχε ενδιαφέρον για τη μεταφορά ενός βιβλίου που περιέγραφε την Αμερική του κραχ, ενώ η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου πυροδότησε το ενδιαφέρον του κοινού για ταινίες στις οποίες περιγραφόταν ο φόβος για την εισβολή του κομμουνισμού μέσα από εξωγήινους και τέρατα που ξεπρόβαλλαν από σκοτεινές λίμνες.
Κεντρικός ήρωας του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος είναι ο Αρτούρο Μπαντίνι, Αμερικανός ιταλικής καταγωγής, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1930, σε ηλικία είκοσι ετών, εγκαταλείπει τη μικρή πόλη του Κολοράντο που μεγάλωσε για να βρει την τύχη του στο Λος Άντζελες. Εγκαθίσταται σε ένα άθλιο ξενοδοχείο, το οποίο αδυνατεί να πληρώσει και περνά τις μέρες του νηστικός, με το όνειρο να γράψει μια μέρα το βιβλίο που θα τον βγάλει από την αφάνεια και θα του χαρίσει μια θέση στην αιωνιότητα, δίπλα στον Τζέιμς Τζόις και στον Θίοντορ Ντράιζερ.
Η έμπνευση όμως δεν τον συναντά μέσα στο θλιβερό δωμάτιό του, το οποίο έχει εγκαταλείψει ακόμα και ο ποντικός που τάιζε και έτσι βγαίνει στους δρόμους της πόλης των αγγέλων για να την αναζητήσει. Εκεί, κάπου μεταξύ των γυναικών που τον τρομάζουν, ερωτεύεται μια Μεξικάνα και μέσα από τη σχέση τους αναδεικνύονται οι εντάσεις μιας ολόκληρης εποχής που ακολουθεί τη Μεγάλη Ύφεση.
Η συνάντησή του με τις ζωές των άλλων θα χαράξει τον δρόμο για την προσωπική του ωρίμανση. Μέσα από τις συγκρούσεις, την απόρριψη, την αναζήτηση του εαυτού αντιλαμβάνεται ότι όσο γνωρίζει τον κόσμο τόσο περισσότερο τον εγκαταλείπει η σιγουριά του για τον τρόπο που λειτουργεί. Τελικά, ίσως για την πραγματική ζωή των ανθρώπων να γνωρίζει μόνο η σκόνη του δρόμου, που εισβάλλει στην καθημερινότητά τους, καθώς χορεύει στο ρυθμό του ανέμου που έρχεται από την έρημο Μοχάβε.
Το μυθιστόρημα «Ρώτα τη σκόνη» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση και επίμετρο του Γιάννη Λειβαδά.