Στην πορεία της τρέχουσας κρίσης του ουκρανικού ζητήματος η διπλωματία διαπλέχτηκε με τις πολεμικές κραυγές. Οι Ρώσοι απαίτησαν από τις ΗΠΑ μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην ανατολική Ευρώπη, με συρρίκνωση του ΝΑΤΟ στα σύνορα του 1997 και εγγύηση πως η Ατλαντική Συμμαχία δεν θα ενσωματώσει την Ουκρανία και τη Γεωργία. Οι Αμερικανοί απάντησαν γραπτώς στους Ρώσους και αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Οι διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν με κάθε πιθανό διπλωματικό τρόπο με τους Ρώσους προϊδέαζαν για το παρόν αδιέξοδο. Το ερώτημα, όμως, είναι εάν το παρόν αδιέξοδο θα μετατραπεί σε ένοπλη επίλυση των προβλημάτων.
Τα ρήγματα στο ΝΑΤΟ
Το ΝΑΤΟ, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι έχουν ξεκαθαρίσει πως δεν θα εμπλακούν στρατιωτικά σε έναν πόλεμο για την ακεραιότητα της Ουκρανίας. Αντιθέτως, θα απαντήσουν με οικονομικές κυρώσεις με ή χωρίς «δόντια». Οι οποίες κυρώσεις δεν έχουν καθοριστεί, αφού το ΝΑΤΟ και η ΕΕ δεν έχουν ενιαία στάση και οι κυρώσεις ήδη έχουν αρχίσει να περιορίζονται ακόμη και ρητορικά. Στο όνομα της συναίνεσης και της αποτελεσματικότητας, η στρατηγική που ακολουθείται κινείται αναγκαστικά από τις μαζικές κυρώσεις στις στοχευμένες, που θα έχουν το μέγιστο αποτέλεσμα.
Αλλωστε τα ρήγματα εντός του ΝΑΤΟ μεγαλώνουν και ο Πούτιν σπεύδει να τα εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Ηδη η Γερμανία θέτει σοβαρά κωλύματα για θέματα όπως τι συνιστά ρωσική εισβολή, ενώ αρνείται πεισματικά να δεσμευτεί για πλήρη ρήξη με τη Ρωσία, παρόλο που ο αγωγός Nord Stream 2 θα τεθεί οριστικά εκτός λειτουργίας εάν ξεσπάσει ο πόλεμος. Στο πλάι της Γερμανίας βρίσκεται η Γαλλία, που επιμένει να επενδύει στη διπλωματία.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν χώρες όπως η Δανία, η Ισπανία και τα κράτη της Βαλτικής που στέλνουν οπλικά συστήματα, ναυτικές μονάδες και αεροπορία στην Ουκρανία και τη Μαύρη Θάλασσα. Αν και οι ενισχύσεις μόνο ως συμβολικές μπορούν να χαρακτηριστούν, αφού τα μεγέθη τους είναι ασήμαντα. Ταυτόχρονα, η ύψους 200 εκατ. δολαρίων αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία αργά και σταθερά φτάνει στον προορισμό της, ενισχύοντας το αξιόμαχο του ουκρανικού στρατού.
Οι ρωσικές κινήσεις
Καθώς εξελίσσονται τα παραπάνω ο ρωσικός στρατός πραγματοποίησε στρατιωτικές ασκήσεις στη Λευκορωσία και θα ακολουθήσουν ναυτικές ασκήσεις που θα φτάσουν έως και τις ακτές της Ιρλανδίας. Τα ρωσικά στρατεύματα, σύμφωνα με τα δυτικά ΜΜΕ, αγγίζουν τις 120.000 και έχουν περικυκλώσει την Ουκρανία, η οποία θεωρείται απίθανο να προβάλει κάποια σημαίνουσα αντίσταση χωρίς αεροπορία ή ναυτικό.
Ωστόσο το πρόβλημα για τον Βλαντίμιρ Πούτιν είναι πως εάν αποφασίσει να εισβάλει στην Ουκρανία, τότε θα πρέπει να νικήσει γρήγορα και συντριπτικά. Αν δεν το καταφέρει αυτό, θα βρεθεί σε μια ξένη χώρα ως εισβολέας με όλο τον πλανήτη να τον παρακολουθεί. Πάντως υπάρχουν διάφορα σενάρια ρωσικής εμπλοκής, όπως μια περιορισμένη εισβολή στην ανατολική Ουκρανία που ελέγχεται από τους ρωσόφωνους αντάρτες ή μια υβριδική επίθεση βάζοντας στο στόχαστρο τις κρίσιμες υποδομές της χώρας και προκαλώντας πραξικόπημα. Σε κάθε περίπτωση ο Πούτιν δεν είναι μόνος του σε αυτή την κρίση, αντίθετα βγαίνει ενισχυμένος. Πέρα από προφανείς συμμάχους όπως η Κίνα και το Ιράν, δίπλα του στέκονται κράτη όπως η Κροατία και σε ένα βαθμό η Ευρωπαϊκή Ενωση, που δεν ακολουθεί κατά γράμμα την αμερικανική γραμμή, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον είναι τόσο αδύναμος πολιτικά που με το ζόρι αποτελεί παράγοντα σε αυτό το μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι.
Και τώρα τι;
Η κατάσταση μόνο ως αδιέξοδη μπορεί να χαρακτηριστεί μετά την απόρριψη των ρωσικών απαιτήσεων από τις ΗΠΑ, όμως το Κρεμλίνο αφήνει την πόρτα ανοιχτή για περαιτέρω διάλογο, αποδεικνύοντας ότι έπαιζε και παίζει το παιχνίδι στη βάση της μπλόφας. Ακόμη θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι κανείς από τους παίκτες δεν έχει τη βούληση να προκαλέσει πυρηνικό ολοκαύτωμα για χάρη της Ουκρανίας, αλλά ακόμη και ένας συμβατικός πόλεμος φοβίζει τους πάντες. Ισως όμως περισσότερο τους Ρώσους, διότι εάν δεν νικήσουν αμέσως, τότε θα βρεθούν προ μιας πραγματικής καταστροφής, μιας και θα «αιμορραγούν» στρατιωτικά σε ξένο έδαφος με τα δυτικά ΜΜΕ να το αναμεταδίδουν σε ζωντανή μετάδοση. Πάντως οι εκατέρωθεν απειλές και τα παιχνίδια πολέμου θα συνεχιστούν, αν δεν κλιμακωθούν, συντηρώντας τις διάχυτες ανησυχίες για τις προοπτικές της ειρήνης στην Ευρώπη.