Το όνομα του Ρος Ντέιλι, προστέθηκε στη λίστα των υποψήφιων ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει των ευρωεκλογών και ο ίδιος μιλώντας για πρώτη φορά μετά την ανακοίνωση του ονόματός του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αναφέρθηκε στους λόγους που ενίσχυσαν την απόφασή του να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική, λέγοντας πάντως ότι η τέχνη ίσως να είναι μια από τις πράξεις με το πλέον πολιτικό περιεχόμενο.
Ο Ρος Ντέιλι γεννήθηκε στο Νόρφολκ της Αγγλίας από Ιρλανδούς γονείς και η αγάπη του για τη μουσική, στάθηκε η αφορμή, να γυρίσει όλον τον κόσμο. Ταξιδεύοντας από τα 18 του σε χώρες της ανατολικής Μεσογείου μέχρι και χώρες της ‘Απω Ανατολής, βρήκε τη δεκαετία του ’70 το «λιμάνι» του, όταν πάτησε τα πόδια του στην Κρήτη.
Το 1982 ίδρυσε το Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος, που στεγάζεται στο Χουδέτσι Ηρακλείου και είδε το στόχο του, που ήταν η συλλογή, διάσωση και προβολή παραδοσιακών μουσικών οργάνων από όλο τον κόσμο, να γίνεται πραγματικότητα. Το 2014, ήταν ένας από τους διανοούμενους που υπέγραψαν την ”Ώρα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς”, στηρίζοντας τον Αλέξη Τσίπρα, οπότε η επιλογή του να συμμετέχει στο ευρωψηφοδέλτιο ως υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτόν, μπορεί να ήταν μια σοβαρή και δύσκολη, δεν ήταν όμως έκπληξη, αλλά επιλογή.
«Στην παρούσα πραγματικότητα στην Ελλάδα, αν έπρεπε να αποφασίσω και να κρίνω ποιοι θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν τη σημερινή πραγματικότητα και να ανταποκριθούν σε αυτή , με δεδομένα τα προβλήματα που υπάρχουν, η επιλογή μου θα ήταν αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή. Πολιτική θέση ανέκαθεν είχα, δεν είχα ποτέ κομματική ταυτότητα. Παραμένω ένας ελεύθερος πολίτης που κάνω τις δικές μου επιλογές σύμφωνα με τη δίκη μου τη συνείδηση. Κλήθηκα να συστρατευτώ με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια ανοίγματος στην κοινωνία γενικότερα, πέρα από τα κομματικά όρια», τόνισε.
Και πρόσθεσε: «Δεν ήταν πολύ εύκολη απόφαση για μένα, καθώς σε όλη μου τη ζωή εργάζομαι στο χώρο κυρίως της τέχνης και του πολιτισμού. Μου έγινε όμως η πρόταση, το σκέφτηκα πολύ σοβαρά και κατέληξα στο ότι η Ευρώπη πρέπει να στηριχθεί σε πολιτιστικές και πολιτισμικές αξίες που δεν έχουν ακόμη, κατά την άποψη μου, τη θέση που τους αρμόζει στην Ευρωπαϊκή πραγματικότητα του σήμερα».