Ο Βρετανός ηθοποιός ήρθε στην Ελλάδα για την πρεμιέρα της νέας ταινίας του «Good time» και μαζί με τους παραγωγούς του φιλμ Πάρη Κασιδόκωστα – Λάτση και Τέρι Ντάγκλας μίλησαν στο Documento.
Συναντήσαμε στο ξενοδοχείο InterContinental τον Ρόμπερτ Πάτινσον που ήρθε στην Αθήνα για την επίσημη πρεμιέρα της νέας του ταινίας «Good time» και μιλήσαμε μαζί του καθώς και με τους παραγωγούς του φιλμ Πάρη Κασιδόκωστα – Λάτση και Τέρι Ντάγκλας για τον δυναμισμό και την ένταση του φιλμ, τη στροφή που επιχειρεί στην καριέρα του ο Βρετανός σταρ μετά το «Twilight saga» καθώς και την πρόκληση να υποδύεται αντιηρωικούς, γήινους χαρακτήρες.
Υποδύεστε έναν Ελληνοαμερικανό που ζει στο περιθώριο της Νέας Υόρκης. Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο σας;
Αρχικά να σας πω ότι τέτοιοι ρόλοι είναι σκέτη πρόκληση για έναν ηθοποιό ειδικά όταν δεν έχει καμιά σχέση με τον χαρακτήρα που καλείται να υποδυθεί. Από τη στιγμή που διάβασα το σενάριο κόλλησα μαζί του. Θεωρώ ότι τόσο καλογραμμένοι ρόλοι δύσκολα βρίσκονται. Η βασική μου μέριμνα λοιπόν ήταν να μην προδώσω το χαρακτήρα του Κόνι. Προσπάθησα μαζί με τους σκηνοθέτες να φτιάξουμε έναν αυθεντικό Ελληνα μετανάστη δεύτερης γενιάς που ζει στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ολη αυτή η διαδικασία είχε τεράστιο ενδιαφέρον και με οδήγησε σε ερμηνευτικά πεδία που δεν είχα ξαναβρεθεί. Επίσης η ιστορία αυτού του ανθρώπου με συγκίνησε βαθιά.
Η ταινία θυμίζει τα μεγάλα αντιηρωικά φιλμ των 70ς που είχαν υπογραφές μεγάλων δημιουργών («Το σκιάχτρο» του Τζέρι Σάτζμπεργκ», η «Σκυλίσια μέρα» του Λουμέτ, οι «Κακόφημοι δρόμοι» του Σκορσέζε κ.ά.) αλλά και τη σκηνοθετική ματιά του Τζον Κασσαβέτη. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο με τη μοντέρνα υφή του «Good time»;
Ρ.Π.: Νομίζω ότι ο ρεαλισμός της ταινίας εκτός από τους συνειρμούς που προκαλεί και την κάνει να μοιάζει με το σινεμά εκείνης της εποχής, έχει και έναν σύγχρονο προβληματισμό που απλώνεται και σε άλλα επίπεδα. Κυρίως είναι μια ματιά πάνω στο σήμερα και τι σημαίνει να ζεις στην άλλη πλευρά της Νέας Υόρκης, μακριά από τη λάμψη των φώτων και τη βιτρίνα της γοητευτικής μεγαλούπολης.
Τ.Ν.: Είναι αλήθεια πάντως ότι η ταινία κουβαλά μέσα της τη ζωώδη ενέργεια που είχε ο Κασσαβέτης. Επιχειρήσαμε να είναι όσο πιο αυθεντική γίνεται η ταινία ποντάροντας και σε άλλα στοιχεία όμως. Οπως το χιούμορ του Σκορσέζε, το ντοκιμαντερίστικο στιλ…
Π.Κ.Λ.: Και φυσικά το σάουντρακ που είναι συναρπαστικό αλλά και αφηγηματικά λειτουργικό. Είναι τόσο αγχωτικό και καταφέρνει να συνεπάρει τον θεατή, δίνοντας ουσιαστικά τον ρυθμό στο φιλμ. Μην ξεχνάμε ότι η μουσική ήταν το σήμα κατατεθέν εκείνων των ταινιών και έδιναν το στίγμα της εποχής.
Αλήθεια γιατί επιλέξατε να κάνετε την παραγωγή στο φιλμ αυτό;
Π.Κ.Λ.: Ψάχναμε να βρούμε κάτι διαφορετικό. Μια ιστορία που πραγματικά πίσω από το πρώτο επίπεδο δράσης έχει πολλά ακόμη να πει και να θίξει. Κυρίως η αλήθεια του φιλμ όμως, το γεγονός ότι καταπιάνεται με τους μηχανισμούς ενός πολιτικού συστήματος, όπως των ΗΠΑ, που προκαλεί τους ανθρώπους να οδηγηθούν στην παρανομία, την κλοπή κ.λπ. ήταν ο βασικός παράγοντας μαζί με την παρουσία ενός τόσο τολμηρού ηθοποιού όπως ο Ρόμπι.
Τ.Ν.: Από την πρώτη στιγμή είχαμε την αίσθηση ότι με το φιλμ αυτό έχουμε κάτι πολύ σημαντικό στα χέρια μας. Στη συνέχεια όταν είδαμε και το πάθος του Ρόμπι για τον ρόλο του ήμαστε πλέον βέβαιοι ότι το έργο θα ήταν πολύ διαφορετικό από όσα γυρίζονται σήμερα.
Το θέμα της οικογενειακής αγάπης, της αγάπης του αδερφού για τον αδερφό κινεί επίσης το νήμα της ιστορίας.
Ρ.Π.: Είναι πραγματική, ειλικρινής και συγκινητική η αγάπη που έχει ο Κονσταντίν για τον αδελφό του. Ομως δεν παύει να είναι τοξική. Μια καταστροφική, ανεξέλεγκτη δύναμη που στο διάβα της τα σαρώνει όλα. Εχει τη δύναμη η αγάπη αυτή να ωθήσει την πραγματικότητα σε άλλο επίπεδο. Η σαρωτική αυτή δύναμη όμως μαζί με τα αρνητικά παίρνει και τα θετικά στοιχεία. Τα δημιουργικά. Είναι σαφώς ένα μπερδεμένο σχήμα όλο αυτό. Από τη μια δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κονσταντίν αγαπάει τον αδερφό του και θέλει μόνο το καλό για εκείνον. Ομως η πεποίθηση που έχει για το τι είναι καλό για εκείνον δεν αρκεί για να τον βοηθήσει πραγματικά.
Τ.Ν.: Αυτό που χρειαζόμαστε τελικά είναι η σωστή αγάπη (γέλια)!
Στην ερμηνεία σας διέκρινα το πάθος και την απλότητα να συνδυάζονται μοναδικά, ειδικά στα σημεία όπου φαίνεται η ευρηματικότητα, το ένστικτο για επιβίωση, αλλά και η τρυφερότητα που έχει ο Κόνι για τον αδερφό του. Η αίσθησή μου είναι ότι ο χαρακτήρας του Κόνι βρίσκεται πολύ κοντά στον αληθινό εαυτό σας…
Ρ.Π.: Στους ρόλους που υποδύομαι πάντα βάζω προσωπικά κομμάτια σε συνδυασμό με στοιχεία φαντασίας. Εδώ όντως έκανα κάτι που είχα δοκιμάσει και στο «Cosmopolis» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Προσπάθησα να βρω στοιχεία δικά μου που θα ταίριαζαν στην προσωπικότητα του Κόνι και να τα εντάξω όσο πιο ομαλά γινόταν στην πλοκή. Πάντως με συναρπάζει κάθε φορά που υποδύομαι έναν ρόλο να μη δώσω απλώς μια ερμηνεία αλλά να κάνω όσο το δυνατόν γίνεται ολοζώντανο τον χαρακτήρα αυτό.
Και το βλέμμα που έχετε σε κάποιες σκηνές μεγάλης έντασης ήταν δική σας απόφαση ή των σκηνοθετών;
Ρ.Π.: Συζητήσαμε αρκετά γύρω από όλο το πακέτο της εμφάνισης του Κόνι. Το σουλούπι, τα ανάκατα μαλλιά, το τρελαμένο βλέμμα, η τσαλακωμένη εικόνα του. Ηταν αποτέλεσμα μιας εξουθενωτικής διαδικασίας που πάντως δουλεύτηκε στην κάθε λεπτομέρειά της και δεν αφέθηκε τίποτε στην τύχη. Οσον αφορά συγκεκριμένα το τρομακτικό βλέμμα που έχει σε κάποιες σκηνές είναι επειδή εκείνη τη στιγμή βλέπει τον πραγματικό εαυτό του. Και η εικόνα αυτή τον τρομάζει.
Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας είχατε καθόλου το περιθώριο να αναπτύξετε κάποιον αυτοσχεδιασμό;
Ρ.Π.: Τα βασικά στοιχεία, δηλαδή όλοι οι διάλογοι ήταν γραμμένοι στο σενάριο από το οποίο δεν ξεφύγαμε στιγμή. Υπήρχαν φυσικά κάποιες σκηνές όπου ανάσαινε η δράση και μου δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξω κάπως την αρχική μου προσέγγιση.