Οδοιπορικό του Documento στον καταυλισμό Τσιγγάνων της Αγίας Τριάδας Καλαμάτας
Παλιές παράγκες που γκρεμίστηκαν απ’ τον ανεμοστρόβιλο που σάρωσε τέλη Σεπτεμβρίου την περιοχή και ξαναχτίστηκαν στο ίδιο μοτίβο τις επόμενες ημέρες. Περιοχές γεμάτες σκουπίδια. Εστίες μόλυνσης και μεγάλου κινδύνου για τη δημόσια υγεία. Νερό με το… λάστιχο και λάσπες παντού. Ρεύμα αν και όταν δουλέψει κάποια γεννήτρια ή αν καμιά οικογένεια καταφύγει στη ρευματοκλοπή. Δύσκολες εικόνες να αντικρίζεις. Απάνθρωπες συνθήκες για να μένεις μόνιμα εκεί. Περίπου 300 Ελληνες Ρομά της φυλής Χαλκιδέων ζουν στον καταυλισμό Αγία Τριάδα, λίγο έξω από την πόλη της Καλαμάτας. Εφτασαν στην περιοχή μετά τον φονικό σεισμό που συγκλόνισε την πόλη το 1986. Οι αρχές είχαν στήσει εκεί προσωρινές κατοικίες για τους πληγέντες κατοίκους και όταν αυτοί αποχώρησαν ήρθαν οι Τσιγγάνοι.
Εδώ και 33 χρόνια λίγα έχουν αλλάξει. Όπως εξηγούν στο Documento κάτοικοι που μένουν κοντά στον καταυλισμό αλλά και ο πρόεδρος των Τσιγγάνων του καταυλισμού Αγίας Τριάδας Βασίλης Δημητρίου, οι σχέσεις μεταξύ τους έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια. Τα τσιγγανόπαιδα πάνε στο σχολείο και δεν υπάρχουν περιστατικά βίας ή παραβατικότητας. Και οι δύο πλευρές επιθυμούν την πλήρη ένταξη των Ρομά του καταυλισμού στην τοπική κοινωνία.
Βέβαια, οι αντίθετες φωνές δεν λείπουν καθώς στην περιοχή έχουν καταπατηθεί και ιδιωτικές εκτάσεις. Το πρόβλημα είναι χρόνιο και ταλανίζει ακόμη την καλαματιανή κοινωνία. Αχτίδα φωτός, εκτός από τα χαμόγελα των μικρών τσιγγανόπαιδων, τα μικρά αλλά σταθερά βήματα τόσο των Ρομά της Αγίας Τριάδας όσο και ντόπιων ακτιβιστών σε συνεργασία με τοπικούς φορείς. Αραγε θα δοθεί οριστική λύση χωρίς να υπάρξει νέα γκετοποίηση;
Σκουπίδια και γκετοποίηση
Κυριακή πρωί. Ανηφορίζουμε μαζί με τη δημοσιογράφο Γεωργία Φάσσου από την Καλαμάτα στον καταυλισμό. Είναι ο συνδετικός μας κρίκος με τον συνοικισμό. Άλλωστε χάρη στις δικές της ενέργειες και της καθηγήτριας Χαράς Κιουρή διοργανώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου ημερίδα από την περιφέρεια Πελοποννήσου και τον σύλλογο Ελλήνων Τσιγγάνων του Συνοικισμού Αγίας Τριάδος Φυλή Χαλκιδέων. Προτού φτάσουμε συναντάμε μια παλιοπαράγκα στην άκρη του δρόμου και βλέπουμε τέσσερα παιδάκια να τρέχουν στο πεζοδρόμιο. Σταματάμε και πιάνουμε την κουβέντα με μια νέα γυναίκα, τη Γεωργία. Μάνα επτά παιδιών και μόλις 30 ετών. Δουλεύει στην καθαριότητα του δήμου και σε λίγο καιρό η σύμβασή της λήγει. «Το μέρος εδώ είναι της εκκλησίας. Φτιάξαμε την παράγκα μας πριν από λίγα χρόνια. Αν μας διώξουν απ’ εδώ, δεν έχουμε πού να πάμε».
Οι εικόνες μέσα από την παράγκα είναι το ίδιο αποκαρδιωτικές με τις έξω. Δεν υπάρχουν στρώματα, κοιμούνται στρωματσάδα. Κινδυνεύουν να τους πέσει στα κεφάλια η οροφή. «Τον χειμώνα “αρρωστάει” μέσα. Ψάχνεις μεριά να κοιμηθείς. Φοβόμαστε μην πέσει το ταβάνι και μας πλακώσει». Τα παιδιά μάς παρακολουθούν που μιλάμε και έρχονται μαζί μας. Αγκαλιασμένα γελούν. Η μάνα της Γεωργίας είχε 14 παιδιά και έτσι δεν την έστειλε σχολείο. Εκείνη με τον άντρα της προσπαθούν να κρατήσουν τα δικά της στην εκπαίδευση. «Ο,τι μπορώ θα τους προσφέρω. Για εμάς τους Τσιγγάνους δεν υπάρχουν εδώ μόνιμες δουλειές να βρούμε και να σπουδάσουμε τα παιδιά μας. Ο Παναγιώτης θέλει να γίνει μηχανικός. Οι δυο μου κόρες θέλουν να γίνουν κομμώτριες. Ο,τι μπορέσω θα τους κάνω» μας λέει με εμφανή στενοχώρια στο πρόσωπό της.
Αφήνοντας πίσω την εικόνα αυτή, ανηφορίζουμε για τον καταυλισμό. Στην είσοδό του, στην οδό Μπούτου, ένας μικρός σκουπιδότοπος μας αναγκάζει να κάνουμε μανού βρες για να περάσουμε. Φτάνουμε στο κέντρο του καταυλισμού και παρκάρουμε. Παιδιά μας υποδέχονται με χαμόγελα και φωνές. Δεν υπάρχουν πολλοί Τσιγγάνοι. Ο Βασίλης μας υποδέχεται και μας εξηγεί γιατί ο καταυλισμός φαίνεται άδειος. «Πάρα πολλές οικογένειες έφυγαν για δουλειά στα γύρω χωριά πριν από μέρες. Λίγοι μείναμε πίσω. Θα γυρίσουν τέλη Σεπτέμβρη πάλι. Τότε να δεις τι γίνεται εδώ από κόσμο. Είμαστε περίπου 300».
Όλα γύρω μας φαίνονται διαφορετικά, αν και κατά βάθος όλα είναι ίδια. Αυτοσχέδιοι οικίσκοι με λαμαρίνες, πρόχειρα ασβεστωμένοι τσιμεντόλιθοι, παλιά ξύλινα παράθυρα, νάιλον πανιά με χαρτόνια για τοίχοι, σάπιες πόρτες. Αυτά είναι τα σπίτια τους. Για τα μικρά παιδιά που τρέχουν πάνω κάτω με τις πιπίλες τους στο στόμα. Πιο κάτω η Μαρία, που παντρεύτηκε στα 14, μαζί με τη μικρή της κόρη που έκανε τότε, πλένουν τα ρούχα. Ολα στο χέρι. Σε μια σκάφη. Ρούχα απλωμένα σε παλιόσχοινα που κρέμονται από ετοιμόρροπα ξύλινα δοκάρια. Σκόρπια υπάρχουν και κάποια πλυντήρια. Τα παιδιά ακολουθούν τους μπαλαμούς, όπως μας λένε, και γελάνε.
Κάπου κάπου μέσα στα σπίτια βλέπεις και κάποια ξυλόσομπα για τη θέρμανση τον χειμώνα. Μερικές οικογένειες δεν έχουν τίποτε για να ζεσταθούν. Η τουαλέτα είναι προνόμιο για λίγους. «Μερικοί έχουν επειδή υπήρχαν από πριν κάποιες εγκαταστάσεις αποχέτευσης. Οι περισσότεροι όμως πάμε εδώ γύρω» μας λέει ο Βασίλης κατεβάζοντας το πρόσωπό του. Για ανθρώπινο μπάνιο ούτε λόγος. «Πότε έχουμε νερό, πότε δεν έχουμε. Το καλοκαίρι κάνουμε ντους με το λάστιχο. Τον χειμώνα ζεσταίνουμε κατσαρόλα και ας είναι καλά η σκαφίδα». Περπατάμε λίγο πιο μέσα στον καταυλισμό. «Εδώ είναι το καφενείο του χωριού μας». Η κυρα-Σωτηρία έχοντας στην αγκαλιά της το μικρό της εγγόνι μας λέει ότι εκεί κάθονται όλοι και συζητάνε. Τραγουδάνε και γλεντάνε. Η ίδια ψήνει τους καφέδες εδώ και χρόνια. «Το λέμε και καφενείο της χαράς» μας ενημερώνει μια γυναίκα που κάθεται έξω.
Με αλληλεγγύη
Είναι πλέον μεσημέρι. Σταματάμε και καθόμαστε να τα πούμε με τον Βασίλη και άλλους Τσιγγάνους κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, από τα λίγα δροσερά σημεία του καταυλισμού. «Με τι δουλειές ασχολείστε;» τους ρωτάμε. «Με το εμπόριο. Είμαστε πλανόδιοι μικροπωλητές. Πουλάμε ρούχα, παπούτσια κ.ά. Θέλουμε νόμιμες άδειες. Δεν θέλουμε να είμαστε παράνομοι» μας απαντούν.
Ο Διαμαντής, πατέρας ενός μικρού παιδιού που πάει στο δημοτικό, προσθέτει: «Είναι δύσκολο το μεροκάματο. Κάποιες μέρες δεν έχουμε τίποτε». Όταν τους ρωτάμε αν κάποιες φορές δεν έχουν να φάνε, ο πατέρας του Διαμαντή, ο 51χρονος Δημήτρης, μας λέει: «Υπάρχουν τέτοιες μέρες για μερικές οικογένειες. Βοηθάμε όσοι έχουμε τότε. Είναι ανθρώπινο αυτό. Εννοείται». «Υπάρχει αλληλεγγύη στην κοινότητά τους» επισημαίνει η Γ. Φάσσου. Σύμφωνα με τον Βασίλη, όλα σχεδόν τα παιδιά πάνε στο δημοτικό. «Στο γυμνάσιο όμως, στις πιο μεγάλες ηλικίες, σταματούν». Εκείνος παντρεύτηκε στα 13 του ενώ στα 14 είχε το πρώτο του παιδί. «Την πρώτη μου κόρη δεν τη μεγάλωσα εγώ αλλά οι γονείς μου. Με έβλεπαν και έλεγαν το παιδί αυτό έχει παιδί. Δεν με ενδιέφερε που είχα παιδί. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Ένιωθα πως δεν είχα ευθύνες». Ρωτάμε αν και σήμερα στην κοινότητά τους παντρεύονται ανήλικα παιδιά.
«Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αποτραπεί» μας λέει ο κ. Δημήτρης, ενώ συμπληρώνει: «Δεν είναι σωστό να παντρεύονται σε τέτοια ηλικία. Καλά καλά δεν ξέρουν τον ίδιο τους τον εαυτό».
Εκτός του νεοϊδρυθέντος συλλόγου που αποτελεί το κύριο εργαλείο στην προσπάθεια κοινωνικοποίησης των Τσιγγάνων του καταυλισμού, υπάρχει και το… ποδόσφαιρο. «Ένα βήμα για να έρθουμε στον έξω κόσμο είναι το ποδόσφαιρο. Αποτελεί γέφυρα μεταξύ Ρομά και μπαλαμών. Μας έδειξαν οι συμπαίκτες μας την ευαισθησία, την ευγένεια και την ισότητα». Ο γιος του Βασίλη, ο Κωνσταντής, χαμογελάει. Μας λέει ότι παίζει και αυτός μπάλα και λατρεύει τον Νεϊμάρ. «Θέλουμε να αλλάξουμε τις συνθήκες στον καταυλισμό. Δεν θέλουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν στις ίδιες συνθήκες. Θέλουμε ένα καλύτερο μέλλον».
Εμπρός… πίσω
Στο πίσω μέρος του καταυλισμού αυτό που ξεχωρίζει είναι τα συρματοπλέγματα στα κάγκελα. Εδώ βρίσκεται το άλλοτε πολυκλαδικό σχολείο της περιοχής. Ακριβώς πίσω του, δεκάδες σπίτια Καλαματιανών. Μια γειτονιά απλώνεται. Σπίτια, αυλές γεμάτες πράσινο. Οι συγκρούσεις μεταξύ Ρομά και των κατοίκων εκεί δεν είναι σπάνιες. Τα τελευταία χρόνια όμως τείνουν να εκλείψουν.
Οπως μας εξηγεί η κυρία Βούλα, που εδώ και 40 χρόνια κατοικεί στην περιοχή, πριν από δυο τρία χρόνια ήταν πιο δύσκολη η συνύπαρξη. «Μερικοί έκαναν ζημιές. Κάποια πιτσιρίκια μας πέταγαν πέτρες στα τζάμια. Ηταν δύσκολα. Τώρα όμως έχουν αλλάξει τα πράγματα. Είναι καλοί άνθρωποι εκεί. Εχουν ηρεμήσει. Δεν έχουμε παράπονο». Το ίδιο μας λέει και η κυρία Τασία, μητέρα της Γεωργίας, που όταν άλλοι φοβόντουσαν ή δίσταζαν άφηνε τους Τσιγγάνους σπίτι της να βάζουν κρέατα και άλλα τρόφιμα που ήθελαν ψυγείο και φάρμακα, αφού εκείνοι δεν είχαν ρεύμα. «Αν βοηθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, θα μας βοηθήσουν κι αυτοί. Ετσι είναι. Δεν είναι δηλαδή άνθρωποι του θεού αυτοί; Σε άλλον κόσμο γεννήθηκαν;» αναρωτιέται.
Φυσικά δεν είναι όλα ρόδινα στη συνύπαρξη των Ρομά με την υπόλοιπη κοινωνία. Υπάρχουν εγκληματικότητα, παρανομία, παραβατικότητα. Απόρροια σε μεγάλο βαθμό της μακρόχρονης γκετοποίησης. Η ένταξη των Τσιγγάνων δεν είναι κάτι απλό.
Σύμφωνα με τα όσα ανέπτυξαν εκπαιδευτικοί, ειδικοί φορείς και τοπικοί παράγοντες στην ημερίδα, χρειάζεται ολιστική αντιμετώπιση του ζητήματος. Ενταξιακό σχολείο, διασφάλιση της στέγασης και των υποδομών, απασχόληση και σύνδεση με την τοπική κοινωνία, ενδυνάμωση των Ρομά είναι ενέργειες που συντελούν στη δημιουργία ευημερών κοινωνιών. Άλλωστε σε πέντε βασικούς άξονες (στέγαση, εκπαίδευση, υγεία, απασχόληση, κοινωνική ένταξη) βασίστηκε και αναπτύχθηκε η εθνική στρατηγική της προηγούμενης κυβέρνησης για την ένταξη των Ρομά. Η Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής Ενταξης των Ρομά ήταν το συντονιστικό και πλέον απαραίτητο όργανο για την υλοποίηση της πολιτικής αυτής. Για πρώτη φορά λειτούργησε τέτοια γραμματεία. Παρά τις αντιξοότητες παρείχε έργο και εξασφάλισε χρηματοδοτήσεις. Η ειδική γραμματεία ιδρύθηκε με νόμο το 2016 και καταργήθηκε λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία.