Ο γνωστός δημοσιογράφος Ριχάρδος Σωμερίτης ξετυλίγει την ιστορία της ζωής του που ξεκίνησε το μακρινό 1931, στην Αφροδίτη Ερμίδη.
Η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, ο Άρης Βελουχιώτης, η Γαλλία, η Ελένη Βλάχου, ο Αντώνης Σαμαράς αλλά και η σημερινή ζοφερή πραγματικότητα.
Η συζήτησή μας με τον δημοσιογράφο ξεκίνησε από τις πρόσφατες καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση. «Διορθώνεται αυτό. Έχετε γιο, έτσι; Ε να μην του λέτε ότι είναι το ωραιότερο παιδί στον κόσμο, μη σας βγει και κανένας Σαμαράς! Η δική του μαμά του έλεγε ότι θα κυβερνήσει την Κόκκινη Μηλιά και να τι έπαθε». Ο πνευματώδης Ριχάρδος Σωμερίτης!
Του οποίου η ζωή είναι σαν ρεπορτάζ που ξεκινάει στην Αθήνα το 1931. Ενηλικιώνεται πρώιμα και βάναυσα όταν οι Γερμανοί τον κρατούσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό, πέρασε ενεργά στην Αντίσταση, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ, γνώρισε τον Αρη Βελουχιώτη και το 1950 έκοψε τους δεσμούς του με την Ελλάδα. Στο Παρίσι χτίζει μια νέα ζωή, μια καριέρα που θα ζήλευε κάθε δημοσιογράφος, ενώ συνδικαλίζεται αδιαλείπτως. Στην Ελλάδα έκανε πέρασμα από την ΕΡΤ, αγάπησε την «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου, ολοκλήρωσε τον κύκλο της δημοσιογραφικής του πορείας στο «Βήμα» και συναναστράφηκε με πολιτικά πρόσωπα που καθόρισαν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
«Η πείνα κάνει τον άνθρωπο αγρίμι»
Αφορμή γι’ αυτήν τη συζήτηση στάθηκε το ενδιαφέρον που μου δημιουργήθηκε παρακολουθώντας έναν άνθρωπο στα 90 του χρόνια να χρησιμοποιεί με άνεση τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διατυπώσει καίρια σχόλια αναφορικά με την πραγματικότητα που βιώνουμε. «Το αίμα νερό δεν γίνεται» μου λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά. «Είναι και ζήτημα αυτοσυντήρησης. Μου επιτρέπει να μη γίνω ραμολί! Ειδικά τώρα που δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα. Με πονάει πιο πολύ ότι δεν μπορώ να δω τα δισέγγονά μου».
Τον πηγαίνω πίσω στον χρόνο. Μου περιγράφει την αστική οικογένεια από την οποία προέρχεται. «Πιο αστοί δεν γίνεται. Οχι από λεφτά αλλά από καταγωγές, από επάγγελμα, από συνήθειες». Η μητέρα του καθηγήτρια και σολίστ πιάνου με μετεκπαίδευση στο εξωτερικό και ο πατέρας του ο Στράτης Σωμερίτης νομικός, από τους ιδρυτές της Ενωσης Λαϊκής Δημοκρατίας το 1941 και εκδότης της αριστερής και παράνομης εφημερίδας «Μάχη». Μια απαραίτητη παρέκβαση: o ίδιος δηλώνει «αριστερός και προοδευτικός, ποτέ κομμουνιστής. Ημουν πάντα αλληλέγγυος με τους κομμουνιστές όσο ήταν διωκόμενοι – πλέον όμως διαφωνώ μαζί τους. Οι αριστεροί έχουν υποστεί τα πάνδεινα αλλά έγιναν λάθη από την ηγεσία. Πάρτε για παράδειγμα τα Δεκεμβριανά, πώς ενταφιάστηκε ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα της ελληνικής ιστορίας, το ΕΑΜικό».
Η γερμανική κατοχή τον έκανε να ωριμάσει γρήγορα. Στα δέκα του χρόνια, το 1941, ο πατέρας του έφυγε από το σπίτι για να αποφύγει τη σύλληψη λόγω της εφημερίδας. Η μητέρα του και η αδερφή του φυλακίστηκαν για να εκβιάσουν τον πατέρα του να παραδοθεί. Ο ίδιος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι τους στην οδό Σίνα. «Το φοβερό είναι ότι είχα μείνει μόνος με τη γιαγιά κατάκοιτη για δέκα μέρες έγκλειστος να τη φροντίζω μέχρι και στην καθαριότητά της. Ευτυχώς μια γειτόνισσα μας πέρναγε φαγητό από το παράθυρο. Εξω από την πόρτα μας ήταν γκεσταπίτες και όποιος ερχόταν στο σπίτι τον συλλάμβαναν. Είχα βρει ένα κόλπο: έβγαινα στο μπαλκόνι και τραγουδούσα τα σουξέ της εποχής με άλλα λόγια και ειδοποιούσα να μην πλησιάσουν. Είχα γλιτώσει έτσι μερικούς».
Μου μεταφέρει μια σκηνή που του έχει μείνει σαν «λαβωματιά στην ψυχή». «Είχα πάει στον φούρνο να πάρω την μπομπότα με δελτίο. Πέσανε τότε επάνω μου παιδιά πεινασμένα να μου την αρπάξουν. Δεν θα το ξεχάσω, έδωσα μάχη επιβίωσης. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Η πείνα κάνει τον άνθρωπο αγρίμι».
Δεν άργησε και ο ίδιος να βγει στην Αντίσταση. Με μικρά βήματα στην αρχή που έφτασαν μέχρι τη μεταφορά όπλων. Δεν γλίτωσε τις συλλήψεις, τη φυλακή, το ξύλο. Μια από τις πιο έντονες στιγμές της ζωής του μου εξομολογείται ότι την έζησε το 1945 στα Τρίκαλα, όταν βρέθηκαν εκεί οικογενειακώς με την υποχώρηση. «Ο Σιάντος με έστειλε σε ένα σπίτι να μου ράψουν ρούχα γιατί ήταν σκισμένα τα δικά μου. Κατά λάθος μπήκα αλλού και τι να δω; Τον Μπουκουβάλα, τον Σαράφη και τον Αρη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια του Βελουχιώτη. Τέτοια μάτια δεν έχω ματαδεί. Βγάζανε απίστευτη δύναμη και αίγλη. Καταλάβαινες ποιος είναι αρχηγός. Κι ας λένε ό,τι θέλουν για τον Βελουχιώτη. Κι ας ήταν βλαμμένος από τα βασανιστήρια. Όταν θύμωνε μπορούσε να σκοτώσει μια περιοχή ολόκληρη. Οχι πάντοτε αδίκως, αλλά η Αριστερά το πλήρωσε ακριβά αυτό».
Παρεμβάσεις στη δημοσιογραφία
Στη Νομική μπήκε το 1949 και ενώ ήδη είχε αρχίσει να δημοσιογραφεί στην εφημερίδα «Mάχη». Ωστόσο οι πολιτικές του πεποιθήσεις στάθηκαν εμπόδιο στο να πάρει το πτυχίο του κι έτσι αποφασίστηκε η μετάβασή του στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Τελικά από το 1952 έως το 1967 εργάστηκε ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Ελευθερία», ενώ την περίοδο 1956-67 συνεργάστηκε με τη γαλλική ραδιοφωνία. Με τη Γαλλίδα γυναίκα του Ζανίν παντρεύτηκε το 1953. Η γνωριμία τους «είναι από αυτά τα τυχαία που αστράφτουν» μου λέει. «Κλείνουμε 70 χρόνια μαζί. Το δέσιμό μας είναι πια αίματος. Με ξέρει καλύτερα απ’ ό,τι με ξέρω. Καταφέραμε δυο παιδιά, μια εγγονή και δυο δισέγγονα που δεν ξέρετε πόσο μας λείπουν».
Στη μεταπολίτευση έγινε ανταποκριτής της «Καθημερινής» στο Παρίσι έως και το 1991. Το 1989 προσθέτει ένα σύντομο αλλά σημαντικό κεφάλαιο στην καριέρα του αναλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή ειδήσεων και ενημέρωσης στην ΕΡΤ. «Δέχτηκα με τους όρους ότι το εισιτήριο να είναι allez-retour και δεν θα με ενοχλήσει κανένας υπουργός. Κατάφερα και άλλαξα το δελτίο ειδήσεων και παραμένω υπερήφανος για το ότι έβαλα τους πάντες να συνεργαστούν, πέραν πολιτικών πεποιθήσεων. Ήθελα να αποδείξω ότι η ΕΡΤ αποκτούσε επαγγελματισμό. Αυτό βέβαια έχει κόστος και αντιμετώπισα εμπόδια γραφειοκρατικά και πολιτικά».
Τον ρωτώ εάν στη Γαλλία υφίστανται αυτού του είδους οι παρεμβάσεις. «Βεβαίως, αλλά με πιο πολιτισμένο τρόπο. Εδώ είναι βάρβαρες. Θυμάμαι μια φορά ένας παπάς μας έστειλε ένα έγγραφο λέγοντας “εντέλλεσθαι να καλύψετε ραδιοτηλεοπτικά την πανήγυρη του ιερού ναού τάδε”. Του το έστειλα πίσω απαντώντας το «εντέλλεσθαι» στα παπαδοπαίδια του και το ρεπορτάζ δεν έγινε. Μια άλλη φορά που είχε πιάσει φωτιά στην Ελευσίνα είχα στείλει συνεργείο και ο συντάκτης γύρισε με το θέμα γεμάτο δηλώσεις του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Κράτησα μόνο την αναφορά ότι παρευρέθηκε. Με πήρε ενοχλημένος γιατί τον “έκοψα” και του απάντησα “ναι, γιατί δεν είστε πυροσβέστης”. Αγάπησα το μαγαζί, τους ανθρώπους του –όχι όλους– και διαπίστωσα ορισμένα από τα δομικά ελαττώματα της χώρας, όπως και τον δήθεν συνδικαλισμό που είναι ο χειρότερος».
«Να πάρει ο διάολος, σε μια πραγματική πολιτική καριέρα ξεκινάς από το δημοτικό συμβούλιο του χωριού σου, αλλιώς δεν έχεις επαφή με τον κόσμο, με τους καημούς του»
Η συζήτηση φτάνει αναπόφευκτα στη σημερινή κατάσταση των Μέσων και στο κατά πόσο μπορεί ο δημοσιογράφος να ασκήσει ανεξάρτητα το επάγγελμά του. «Οι αρθογράφοι πρέπει να μπορούν να εκφέρουν ελεύθερη γνώμη. Πήρα την εφημερίδα “Τα Νέα” τις προάλλες και διάβασα πέντε λίβελους εναντίον του Τσίπρα για την αγωγή που έκανε στους δημοσιογράφους. Aυτό ήταν απαράδεκτο. Είμαι ευτυχής που έχω περάσει τα όρια ηλικίας και δεν χρειάζεται να δουλέψω, γιατί δεν θα ήξερα πού».
Ο κ. Σωμερίτης πάντα στα «μαγαζιά» όπου δούλευε έθετε ως όρο να μη δέχεται παρεμβάσεις στην αρθρογραφία του. «Στην “Καθημερινή” της Βλάχου είχαμε συμφωνία όχι πολιτική, δημοσιογραφική. Έγραφα ό,τι ήθελα, έχοντας βέβαια συνείδηση πού γράφω. Με τον Αλαφούζο δεν άντεξα τις πολιτικές μιζέριες· τη μια μέρα με τον ένα, την άλλη με τον άλλο κι έτσι έφυγα». Θυμάται μια χαρακτηριστική παρέμβαση όταν εργαζόταν στο «Βήμα». «Ηταν τότε υπουργός Εξωτερικών ο Αντώνης Σαμαράς και έγραφα μια άποψη εναντίον του. Με φωνάζει ο Σταύρος (σ.σ.: Ψυχάρης) και μου λέει εάν γίνεται να δημοσιευτεί την επόμενη εβδομάδα γιατί περνούσε ο γιος του εξετάσεις στο υπουργείο Εξωτερικών και μπορεί να δημιουργούνταν πρόβλημα».
Τον ρωτώ για τα ρεπορτάζ που θεωρεί τα πιο δυνατά της καριέρας του. Με εκπλήσσει μιλώντας μου για τον ανώδυνο τοκετό. «Ηταν η γαλλική μέθοδος, εμπνευσμένη από την τότε σοβιετική, στηριγμένη σε ψυχοσωματική προετοιμασία. Είχα παρακολουθήσει όλη την προετοιμασία για τρεις μήνες με τη γυναίκα μου και είχα βιώσει δύο άλλους τοκετούς, κατάφερα όμως να χάσω τη γέννηση του γιου μας!». Μνημονεύει επίσης το ρεπορτάζ του στο χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία, «γιατί απαντούσε σε έναν μύθο που καλλιεργούσαν οι ακροδεξιοί περί 8.000 ένοπλων κομμουνιστών που σκόπευαν να εισβάλουν στην Ελλάδα. Φουκαράδες ήταν που είχαν φύγει από τα καπνοχώρια της Μακεδονίας πιστεύοντας σε μια καλύτερη ζωή και ζούσαν με απίστευτη νοσταλγία για την Ελλάδα».
Αλλά αυτό που θεωρεί ο ίδιος «στιγμή Πούλιτζερ» της πορείας του είναι οι «δέκα αράδες που αφιέρωσε η εφημερίδα “Le Monde” στο τελευταίο τεύχος του ενημερωτικού φυλλαδίου “Athènes – Presses Libre”» που έβγαζε ο κ. Σωμερίτης στο Παρίσι καθ’ όλη τη διάρκεια της χούντας. «Στα τέλη του Ιουνίου 1974 στο φυλλάδιο είχα κάνει μια δική μου ανάλυση για το ότι η χούντα θα πέσει – είχα και κάποια ενημέρωση από μια πηγή από το εξωτερικό που δεν έχω αποκαλύψει ποτέ».
Συζητάμε για το άλλοθι της Covid-19 και πώς «έχει γίνει η μεγάλη ευκαιρία για να περάσουν τα πάντα μεσάνυχτα. Καταθέτουν νομοσχέδια που είναι ανορθόγραφα αισθητικά, εάν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση. Με θίγει ως πολίτη αυτή η κατάσταση. Πλήττεται μέχρι και το εργατικό δίκαιο. Περνάνε κανονισμούς για τα συνδικάτα, για τις διαδηλώσεις… είναι ανατριχιαστικό». Όπως μου λέει, καθώς γνωρίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη «από γεννησιμιού του, με τις πάνες», τον περίμενε «πιο πολιτισμένο και πιο ανεξάρτητο. Το επιτελείο του και ο ίδιος είναι άνθρωποι που δεν ξέρουν τον τόπο, δεν τον έχουν ζήσει. Βγήκε από το κολέγιο και από εκεί στην Εθνική Τράπεζα. Να πάρει ο διάολος, σε μια πραγματική πολιτική καριέρα ξεκινάς από το δημοτικό συμβούλιο του χωριού σου, αλλιώς δεν έχεις επαφή με τον κόσμο, με τους καημούς του».
Ενενήντα χρόνια ζωής και 70 καριέρας πώς να χωρέσουν σε τρεις ώρες κουβέντα; Ειδικά όταν αυτή η ζωή είναι τόσο γεμάτη. «Είμαι βέβαιος ότι έχω ζήσει καλά. Όχι ότι είχα ποτέ μεγάλα αυτοκίνητα ή έκανα εξωφρενικά ταξίδια σε εξωτικές χώρες, όχι από μυκονιάτικη άποψη (γέλια). Ποτέ δεν φοβόμουν τον θάνατο, τον θεωρώ λογική κατάληξη της ζωής. Τώρα φοβήθηκα με τις εικόνες των νοσοκομείων. Εκεί παύω να κάνω τον μάγκα». Η δική μου ευχή,να ξεπεράσει τον αιώνα!
INFO Η διαδρομή του Ριχάρδου Σωμερίτη στον ελληνικό και διεθνή Τύπο καταγράφεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οι λέξεις και οι μάχες» (Εκδόσεις Πατάκη)
-Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Documento στις 7/2/2021-