Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα στην Κρήτη και συνάντησα τον τραγουδιστή Μανώλη Λιδάκη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια κατοικεί εκεί μόνιμα. Μιλήσαμε για την προετοιμασία μιας σειράς συναυλιών του στην Κρήτη, αλλά άκουσα και το ολοκαίνουργιο τραγούδι του με τον συνθέτη Παναγιώτη Δάρα. Επειτα πήραμε το αυτοκίνητο και με οδήγησε στο σπίτι της ηθοποιού Ρίκας Διαλυνά, η οποία επίσης μένει μόνιμα στην Κρήτη. Εκείνη ζήτησε να ανέβουμε στο σπίτι της και οι δυο για να γνωριστούν με τον Μανώλη Λιδάκη. Δεν υπήρχε καμιά σκέψη για κοινή συνέντευξη αλλά να που τελικά προέκυψε μια εντελώς αυθόρμητη, απρόβλεπτη και σίγουρα πρωτότυπη συνομιλία. Μια απ’ τις τελευταίες Ελληνίδες σταρ του κινηματογράφου να συνομιλεί με έναν απ’ τους σημαντικότερους ερμηνευτές της γενιάς του. Η κουβέντα μας μου έφερνε στο μυαλό από τη μια τη μεγάλη οθόνη και από την άλλη στούντιο ηχογράφησης. Κι όμως, οι καλλιτέχνες από όποιον χώρο της τέχνης κι αν προέρχονται πάντα βρίσκουν κοινά σημεία αναφοράς.
Πόσο καιρό μένετε μόνιμα στην Κρήτη;
Ρ.Δ.: Ούτε τρεις μήνες. Είχα έρθει για λίγο με σκοπό να γυρίσω στην Αθήνα, αλλά έπιασε κακοκαιρία και δεν έφευγε ούτε πλοίο ούτε αεροπλάνο. Πλάκωσε ο κορονοϊός, πήγα Αθήνα, ξανάρθα εδώ και το θεώρησα Θεού θέλημα να μείνω στο Ηράκλειο. Επιθυμούσα να πουλήσω το σπίτι μου στην Αθήνα γιατί δεν άντεχα τις αναμνήσεις. Μ.Λ.: Εγώ πάλι προτού γίνω νοσταλγικός μετανάστης έδωσα όλα μου τα πράγματα σε παλιατζήδες και φτωχούς ανθρώπους για να μου έφευγε αυτός ο βραχνάς. Πήρα τον σκύλο μου και ήρθα εδώ.
Μου είπατε, κ. Λιδάκη, πως θέλετε «ο Μανώλης να σκοτώσει τον Λιδάκη». Τι ακριβώς εννοούσατε;
Μ.Λ.: Ενιωσα απλώς ότι πρέπει να κάνω μια παύση εξ ολοκλήρου, υπό την έννοια του «ολόκληρου», που είναι η μεγαλύτερη αξία του μουσικού φθόγγου. Ηρθε ο κορονοϊός και είπα: «Τι κάνω τώρα εγώ στην Αθήνα έχοντας ζήσει το μικρότερο μέρος της ζωής μου στην Κρήτη;» Στα 17 μου έφυγα στις Σέρρες να βρω τον αδερφό μου, άρχισα να τραγουδάω στη Ρόδο και αλλού, ώσπου πήγα φαντάρος και μετά ερχόμουν εδώ ως τουρίστας.
Θέλετε να μου πείτε, κ. Διαλυνά, την ιστορία της γνωριμίας σας με τον Ελία Καζάν;
Ρ.Δ.: Στην Αμερική μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνό μου και ακούω να μου λένε πως ο ίδιος ζητά ραντεβού μαζί μου. Θυμάμαι και τη διεύθυνση, Broadway 1954! Δεν το πήρα στα σοβαρά, λέω πλάκα θα μου κάνουν. Την επόμενη πήγα. Σκέφτηκα ότι δεν είχα να χάσω κάτι. Χτυπάω το κουδούνι και μου ανοίγει ένα ανθρωπάκι. «Του κ. Καζάν;» ρωτάω και μου λέει: «Ναι, περάστε». Με βάζει σ’ ένα γραφείο περίπου ελληνικό, που είχε όμως τις φωτογραφίες όλων των μεγάλων σταρ. Κάθομαι, δεν μιλούσα, είχα βάλει το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και κάθεται κι αυτός στο γραφείο του χωρίς να μιλάει. Σε κάποια φάση ρωτάω: «Δεν θα έρθει ο κ. Καζάν;» και μου απαντάει: «Εγώ είμαι» (γέλια). Μου εξήγησε πως με είχε δει με τον άντρα μου σε μια πρεμιέρα στο Κάρνεγκι Χολ και ρώτησε ποια είμαι. Ετσι ζήτησε το τηλέφωνό μου και με κάλεσε να βρεθούμε.
Αποζητάτε την επιστροφή στην ξεγνοιασιά;
Ρ.Δ.: Εγώ συνήθως έλεγα ότι θα χρειαστώ άλλα 300-400 χρόνια για να δω πού θα φτάσουν τα ενδιαφέροντά μου. Τώρα, όμως, με το που πέφτω στο κρεβάτι με επισκέπτεται το παρελθόν και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κατάλαβα πια ότι δεν θα τα ζήσω αυτά τα 300-400 χρόνια. Μ.Λ.: Μου θυμίζει τον Καζαντζάκη αυτό. Ενας σοφός είχε πει πως για να πηγαίνεις μπροστά πρέπει να ρίχνεις κλεφτές ματιές πίσω. Με το να μη θυμόμαστε δυσάρεστα πράγματα γυρνάμε στην ξεγνοιασιά. Εγώ μπαίνω συχνά στο τριπάκι να ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια για να φεύγω απ’ τη σκληρή πραγματικότητα.
Ποια είναι μια χαρούμενη στιγμή σας; Ενα βραβείο ερμηνείας, ένας χρυσός δίσκος;
Μ.Λ.: Οταν έκανα χρυσούς δίσκους μου ζητούσαν να πάω απ’ την εταιρεία για να φωτογραφηθούν δίπλα μου οι διευθυντές και οι δορυφόροι τους. Δεν πήγαινα. Τους είπα να ετοιμάσουν μια γιορτή και να πάω να πάρω μαζεμένους όλους τους χρυσούς δίσκους. Και πάλι όμως δεν πήγα. Εστειλα κάποιον άλλο και τους πήρε.
Ρ.Δ.: Με γυρνάτε στην «Ιουλιέτα των πνευμάτων» που κάναμε με τον Φεντερίκο Φελίνι. Ολόκληρη η αφίσα έξω από το σινεμά είχε εμένα απάνω. Οταν έφευγα και πέρασα να χαιρετήσω τον Φελίνι και την Τζουλιέτα Μασίνα μου είπε το εξής: «Κράτησα τα δικά σου κομμάτια κι έκοψα πολλές σκηνές με Γάλλους ηθοποιούς. Γιατί φεύγεις; Σ’ αγαπάμε κι εγώ και η Τζουλιέτα». Αλήθεια έλεγε, αφού μες την ταινία είχε βάλει τη γυναίκα του να με φωνάζει «Ρίκα». Εφυγα όμως, όπως έκανα πάντα όταν βρισκόμουν σε άνοδο.
Περίμενα, κ. Λιδάκη, να μου μιλήσετε για τη γνωριμία σας με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Μ.Λ.: Εδώ στο Ηράκλειο με είχε δει μικρό παιδάκι ο Μάνος και με ρώτησε: «Τόσο μικρός και διαβάζεις νότες;». Από αμηχανία του απάντησα: «Θέλετε να έρθετε σπίτι μας για φαγητό;». Ηρθε και του μαγείρεψε η μάνα μου, θυμάμαι. Θέλω να πω, όμως, για έναν Στάθη που υπήρχε που ήταν πολύ ερωτευμένος με την κ. Διαλυνά. Οποτε είχε ταινία της στην τηλεόραση έλεγε στη μάνα του: «Μαμά, δες πώς με κοιτάζει η Ρίκα!» (γέλια).
Ρ.Δ.: Ξέρετε, όταν γύρισα στην Ελλάδα όλες οι «ύποπτες» γκαρσονιέρες είχαν φωτογραφίες μου μέσα. Κι εγώ δεν είχα άνθρωπο να με καλέσει να βγω έξω.
Οι άνθρωποι είμαστε μόνοι μας;
Ρ.Δ.: Εγώ νομίζω ναι. Εάν δεν πλουτίσεις τη ζωή σου με τη φαντασία σου, είσαι πολύ δυστυχής. Στα 50 μου είχα μια φίλη που την αγαπούσα πάρα πολύ. Πίναμε καφέ και μου λέει: «Τώρα, Ρίκα μου, εμείς τελειώσαμε». Της απάντησα: «Ακου να σου πω, εγώ ήρθα να πιούμε καφέ και να σε δω. Τώρα όμως ήρθα μάλλον για να σ’ αποχαιρετήσω».
Μ.Λ.: Η Ρίκα έχει πολύ μεγάλη σοφία και γι’ αυτό είπα ότι μου θύμισε τον Καζαντζάκη. Τον ρώτησαν κάποτε γιατί δεν έχει ένα σπίτι και απάντησε: «Τι να το κάνω; Αφού μόνο 700 χρόνια θα ζήσω». Εκείνη, λοιπόν, έκανε σκόντο στα 300400 χρόνια. Αν εγκαταλείψουμε τη ζωή μας, μας εγκαταλείπει κι αυτή.
Σας λείπουν τα φώτα της δημοσιότητας;
Ρ.Δ.: Ξέρετε τι μου λείπει; Τα χρόνια στο εξωτερικό. Σκόνταφτα στον δρόμο; Ο Πίτερ Ο’ Τουλ θα με σήκωνε. Τέτοια φοβερά απίστευτα πράγματα. Βρέθηκα με τον Μάρλον Μπράντο, για τον οποίο τρελαινόμουν, αλλά δεν του έκανα τη χάρη… «Θέλεις να πάμε να φάμε το βράδυ;» και του είπα όχι. Επέμενε: «Θα είναι κι ένα άλλο ζευγάρι, ο Λόρενς Ολίβιε με τη Βίβιαν Λι» – ούτε ήξερα ποιοι ήταν αυτοί. Ηταν τότε που πρωτοπήγα στην Αμερική έχοντας βγει Σταρ Ελλάς.
Μ.Λ.: Ρίκα, τραγουδάς καθόλου; Ρ.Δ.: Οχι, είναι ο μεγάλος καημός μου. Μια φορά με άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης, ρώτησε «τι τραγούδι είν’ αυτό;» και του είπα: «Δικό σου είναι»! Τον Χατζιδάκι τον είχα δει να παίζει πιάνο όταν μας είχαν πάει σε συναυλία με το γυμνάσιο. Κρατάω για πάντα κάτι που μου είπε πολύ μετά: «Μόνο όταν είσαι δυνατή να κάνεις εχθρούς, ποτέ άλλοτε». Μ.Λ.: Εμένα ο Θεοδωράκης δεν με πολυσυμπαθούσε. Οταν είχα ανέβει στη σκηνή μαζί του γύρισε και μου είπε: «Εσύ είσαι χατζιδακικός». Του απάντησα: «Είμαι και χατζιδακικός και θεοδωρακικός. Αφού κι εσείς θαυμάζετε τον Χατζιδάκι». Πολύ αργότερα, όταν έπαιξα με την ορχήστρα του και ξανασυναντηθήκαμε, δεν μιλήσαμε καθόλου για μουσική, παρά μόνο για τις γυναίκες της ζωής του.
Πως ήταν, κ. Διαλυνά, όταν ήρθατε και αφού είχατε ζήσει τη λάμψη του Χόλιγουντ να παίζετε σε ταινίες του Κώστα Καραγιάννη;
Ρ.Δ.: Δεν ήθελα να δώσω την εντύπωση της ξιπασμένης, διότι ήξερα ότι ούτε καν θα φαντάζονταν με ποιους είχα συγχρωτιστεί. Ετσι έκανα αυτές τις ταινίες. Η Ειρήνη Παπά, ας πούμε, είχε έναν Κακογιάννη πίσω της. Κάναμε στενή παρέα με την Ειρήνη και το είχε καημό που δεν την είχαν καλέσει καν στο θέατρο εδώ. Κάποτε που ήμασταν στην Ιταλία ήρθε και με βρήκε και δεν ήταν καλά. Την πήρα και την πήγα στη μοδίστρα μου, περνούσε μια περίοδο κατάθλιψης. Στη Νέα Υόρκη, θυμάμαι, τηλεφωνιόμασταν και διάβαζε η μία τα ποιήματα της άλλης από το τηλέφωνο.
Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο;
Ρ.Δ.: Εγώ πάντα ήθελα να εκμεταλλεύομαι τον χρόνο και τώρα λέω πως δεν έχω κάνει τίποτε το ενδιαφέρον. Ολα τα αφήνω στο μέλλον για να μη σκέφτομαι ότι η ζωή τελειώνει σε μια ορισμένη ηλικία. Ενα πρωί που σηκώθηκα άνοιξα το Facebook και είδα νεκρόσημο «Κηδεία Ρίκας Διαλυνά». Κάνω: «Αχ, τι ωραία, πέθανα και δεν το κατάλαβα»! Κάποιος με είχε τρολάρει – τον οποίο μάλιστα είχα ευεργετήσει κιόλας.
Μ.Λ.:. Δεν τραβάω κάνα ζόρι με τον χρόνο. Η ζωή είναι περίπου 30.000 μέρες, εκτός κι αν περάσεις τα 100. Δεν φοβάμαι τον χρόνο, όπως δεν φοβάμαι τον θάνατο. Η ζωή και ο θάνατος είναι το ίδιο. Ρ.Δ.: Εγώ τον φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι το άγνωστο. Χάθηκαν και πολλοί συνάδελφοί μου μες στο ’22, αλλά ποτέ δεν ήμουν πεσιμίστρια. Μ’ αρέσει ακόμη να ωραιοποιώ τα πράγματα. Αλλοι στα 40 είναι γέροι και άλλοι στα 100 είναι νέοι, αυτό ξέρω εγώ.
Το τελευταίο ερώτημα στη συζήτηση το έβαλε ο Μανώλης Λιδάκης προς τη Ρίκα Διαλυνά: «Εξακολουθεί να σ’ ενδιαφέρει η γυναίκα Ρίκα; Μας υποδέχτηκες βαμμένη». Η ίδια απάντησε: «Εξακολουθεί να μ’ ενδιαφέρει για μένα, όχι για τους άλλους. Μια σοφή γριά γυναίκα μου είπε κάποτε: “Κάθε πρωί θα βάζεις ένα κραγιόν και τα σκουλαρίκια σου σαν δείγμα αισιοδοξίας”. Εκτοτε όποτε βάζω κραγιόν λέω “άντε να βάλω λίγη αισιοδοξία πάνω μου”».