Αντιμέτωπη με την απειλή μιας νέας ενεργειακής κρίσης έρχεται ξανά η Ευρώπη, με τις τιμές του φυσικού αερίου να έχουν διπλασιαστεί σε σχέση με πέρυσι τέτοια εποχή και να περνούν το κατώφλι των 58 ευρώ η μεγαβατώρα, επίπεδα που τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχαμε δει.
Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί: ο κρύος χειμώνας φέτος που αυξάνει την κατανάλωση, η μείωση των αποθεμάτων στις ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου, ο τερματισμός της διέλευσης του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, ενδεχομένως κι ο φόβος του επαπειλούμενου εμπορικού πόλεμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, καθώς η Ευρώπη εξαρτάται από το αμερικανικό LNG.
Κύρια αιτία όμως είναι το πάρτι της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας επί των βασικών ενεργειακών αγαθών που αποτελεί θεσμό για την Ευρωπαϊκή Ενωση – άλλωστε, όπως λένε οι ειδικοί, το αμερικανικό LNG φτάνει στην Ευρώπη στα 20 ευρώ η μεγαβατώρα και τιμολογείται, λόγω παρεμβολής των traders, στα 58 ευρώ.
Το χειρότερο είναι μάλιστα ότι, με βάση όσα υποδεικνύουν τα τρέχοντα προθεσμιακά συμβόλαια, οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν ψηλά και τους επόμενους μήνες. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα γίνεται ξανά οξύ και υπό την πίεση της ευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας, που διαμαρτύρεται εδώ και μήνες για τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητάς της λόγω του τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερου ενεργειακού κόστους των ευρωπαϊκών εργοστασίων σε σχέση με αυτά των Αμερικανών ανταγωνιστών τους, αλλά και της έκθεσης Ντράγκι, η Κομισιόν υποχρεώνεται να το δει.
Μέτρα σε αργούς ρυθμούς
Οι Βρυξέλλες φέρονται, με βάση ξένα δημοσιεύματα, να ετοιμάζουν μέτρα για τη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, τα οποία συμπεριλαμβάνουν την επαναφορά του πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου που είχε υιοθετηθεί το 2022. Παρ’ όλα αυτά, προσθέτουν τα ίδια δημοσιεύματα, δεν πρέπει να αναμένεται κάτι άμεσα, καθώς η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει μόλις αρχίσει και οι όποιες ανακοινώσεις προγραμματίζονται για τον Μάρτιο, αν βεβαίως η Κομισιόν αγνοήσει τις διαμαρτυρίες των χρηματιστηριακών λόμπι που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε.
Το μείζον πρόβλημα ωστόσο είναι ότι, όταν ξεφεύγουν προς τα πάνω οι τιμές στο φυσικό αέριο με τα εκτρωματικά ευρωπαϊκά μοντέλα, ανεβαίνουν και οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
Αυτό συμβαίνει σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά η Ελλάδα έχει μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς, σε αντιδιαστολή με άλλες χώρες, όλο το ρεύμα που καταναλώνουν τα νοικοκυριά περνά μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Επειδή μάλιστα το μερίδιο του φυσικού αερίου στο μείγμα της εθνικής μας ηλεκτροπαραγωγής ξεπερνά το 50%, η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου –με τη μεσολάβηση της γνωστής κερδοσκοπίας– περνάει τάχιστα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Γι’ αυτό είδαμε τη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος να παίρνει από τις 8 Φεβρουαρίου την ανιούσα και με καθημερινές αυξήσεις της τάξης του 15% να ξεκινά από τα 113 ευρώ (8/2) η μεγαβατώρα και να φτάνει στα 200 ευρώ στις 13 Φεβρουαρίου (αύξηση 80% σε πέντε μέρες). Είμαστε ακόμη στα μέσα του μήνα, ωστόσο θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς θα κλείσει τον Φεβρουάριο πολύ ψηλότερα σε σχέση με τον Ιανουάριο, επηρεάζοντας ανάλογα τα τιμολόγια των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, από τον επόμενο μήνα αναμένεται να προκύψει πια μείζον πρόβλημα με τα πράσινα τιμολόγια, τα οποία –ως κυμαινόμενα– καθορίζονται βάσει ενός μαθηματικού τύπου που τα συνδέει με τη χονδρεμπορική τιμή. Τα τιμολόγια αυτά τον Φεβρουάριο ξεκινούν από τα 15,5 λεπτά η κιλοβατώρα (ΔΕΗ) και φτάνουν έως τα 22 λεπτά (ιδιώτες πάροχοι), συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων των εταιρειών, μειώνονται δε περαιτέρω στα 14 έως 20,5 λεπτά, μέσω των κρατικών επιδοτήσεων 1,5 λεπτού η κιλοβατώρα που ισχύουν.
Αν όμως η χονδρεμπορική τιμή κλείσει με μεγάλη άνοδο τον Μάρτιο, ούτε οι εταιρείες θα μπορούν να δώσουν τόσο υψηλές εκπτώσεις όσο χρειάζεται για να συγκρατηθούν οι τιμές στα θεωρούμενα από την κυβέρνηση ως ανεκτά επίπεδα των 15 λεπτών η κιλοβατώρα (η ΔΕΗ έχει δώσει έκπτωση 40% για τον Φεβρουάριο) αλλά ούτε και η κυβέρνηση θα μπορέσει να δώσει τόσο γενναίες επιδοτήσεις όσο απαιτείται για να μειωθούν επαρκώς οι τιμές λιανικής, διότι οι παρούσες επιδοτήσεις δεν προέρχονται από κάποιο ενεργειακό ταμείο αλλά από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Διπλάσιο πάγιο
Λόγω αυτού του αδιέξοδου, λοιπόν, η ιδέα που κυριαρχεί στο υπουργείο Ενέργειας είναι να βρουν έναν τρόπο να απομακρύνουν τον κόσμο από τα πράσινα τιμολόγια και να τον στρέψουν στα μπλε, δηλαδή τα σταθερά τιμολόγια. Πέρυσι τέτοια εποχή ο Θεόδ. Σκυλακάκης είχε επηρεάσει τον κόσμο υπέρ των πράσινων, όταν τα διαφήμιζε ως εργαλείο υπέρ της διαφάνειας και της ενίσχυσης του ανταγωνισμού και άρα ικανό να ρίξει τις τιμές. Πλέον διαπιστώνει ότι έκανε λάθος και πως είναι πολύ ακριβά. Ζητούμενο μάλιστα του υπουργείου φέρεται ότι είναι να υπάρξει μια μαζική ένταξη των δικαιούχων κοινωνικού τιμολογίου –που έχουν υψηλότερο κόστος επιδοτήσεων για το κράτος– στα μπλε τιμολόγια.
Η στροφή από τα πράσινα στα μπλε τιμολόγια –όπου οι ιδιώτες πάροχοι δίνουν μάχη για να αυξήσουν την πελατειακή βάση τους και προσφέρουν πράγματι ανταγωνιστικές τιμές της τάξης των 10-12 λ. η κιλοβατώρα, βεβαίως με διπλάσιο πάγιο– λαμβάνει ήδη χώρα με αργό ρυθμό τους τελευταίους μήνες. Σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις, τουλάχιστον 700.000 νοικοκυριά έχουν συνάψει συμβόλαια με σταθερά τιμολόγια. Ο μεγάλος όγκος των νοικοκυριών όμως –γύρω στα 4 με 5 εκατομμύρια μετρητές– παραμένει στα πράσινα τιμολόγια, κατά κύριο λόγο στη ΔΕΗ.
Διαβάστε επίσης: