Η εμπειρία του «Respublika» είναι κάτι πέρα από θέαμα, πέρα από θέατρο, πέρα από κινηματογράφο, πέρα από πάρτι.
Σοκ και δέος, θα μπορούσα να ανακράξω. Ναι, ιερά και ξέφρενα ανακραυγάσματα, χορός που σε κάνει από τη μια να λησμονείς τα πάντα κι από την άλλη να διαλογίζεσαι σχετικά με ολέθρους και, έστω μέσα σε προσωρινές αυτόνομες ζώνες, με υπερβάσεις των ολέθρων, μονόλογοι και διάλογοι που θίγουν πράγματα της καθημερινότητας (πλύσιμο πιάτων στον νεροχύτη, αίφνης) ανάμεικτα με φιλοσοφικές νύξεις και κριτικές αναπολήσεις κάποιων λησμονημένων ουτοπικών εγχειρημάτων, ηθοποιοί που περιφέρονται ανάμεσα στους θεατές, μια κουζίνα όπου προσφέρεται παντζαρόσουπα, η σάουνα, η ξέφρενη τέκνο μουσική, στιγμές ειδυλλιακές αλλά και στιγμές κατάρρευσης και εντάσεων, μνήμες από σχεδόν όλες τις αβανγκάρντ του 20ού αιώνα, αναφορές στο ντανταϊστικό πειραματικό φιλμ «Entr’acte» που δημιούργησε ακριβώς εκατό χρόνια πριν ο Ρενέ Κλερ (René Clair, 1898-1981), μνείες στον ονειρικό κινηματογράφο του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, έξι ώρες μεθυστικού πανζουρλισμού και συνάμα υψηλού στοχασμού ακριβείας.
Αυτή είναι η εμπειρία του «Respublika» που έφερε στη Μαλακάσα η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση: κάτι πέρα από θέαμα, πέρα από θέατρο, πέρα από κινηματογράφο, πέρα από πάρτι. Ολα μαζί στο υβριδικό, οργανωμένο στην εντέλεια εγχείρημα, το συγκροτημένο έτσι ώστε να ευνοεί φυγές αυτοσχεδιασμού και αλληλοπεριχώρησης με το κοινό, ένας συγκερασμός του απολλώνιου με το διονυσιακό.
Ο Λούκας Τβαρκόβσκι (Lukasz Twarkowski, Βρότσλαβ, 1983) είναι επινοητής πειραμάτων, ενορχηστρωτής θαυμάτων, αποδομητής και αναδομητής θεαμάτων. Κατά γενική ομολογία, ο πιο ταλαντούχος μαθητής και συνεργάτης του μέγιστου Κριστιάν Λούπα (Krystian Lupa, Γιαρτσάμπιε-Στρούι,1943), συνεπικουρούμενος κάθε φορά από ένα επιτελείο εκλεκτών συνεργατών, ξέρει να μας φιλοξενεί σε μεταψυχεδελικά σύμπαντα μέθεξης και περίσκεψης. Το νιώσαμε πέρυσι και φέτος στη Στέγη με τον τετράωρο επιβλητικό «Rohtko»· το αισθανθήκαμε τώρα στη Μαλακάσα – και δεν έχουμε συνέλθει ακόμη!
Το αρχικό υλικό για το «Respublika» συγκεντρώθηκε το 2018 με τη συγκρότηση μιας ομάδας 20 καλλιτεχνών που έζησαν και πειραματίστηκαν με τον κοινοβιακό τρόπο ζωής, με την ηλεκτρονική μουσική, με την υποκριτική σε έναν οικισμό μέσα σ’ ένα δάσος της Λιθουανίας για δύο μήνες το 2019. Ο Λούκας απεκδύεται τον ρόλο του σκηνοθέτη, τα πάντα γίνονται αυτοσχεδιαστικά, βιντεοσκοπούνται περί τις 50 ώρες προσωπικών εξομολογήσεων, συνομιλιών, συγκρούσεων, σκηνών από την καθημερινότητα της κολεκτίβας. Κατόπιν καλείται η δραματουργός Γιοάνα Μπέντναρτσικ (Joanna Bednarczyk) να συνθέσει ένα κείμενο από το αρχειακό υλικό, δημιουργώντας ένα φουτουριστικό σύμπαν, παραπέμποντας σε κείμενα του Γιουβάλ Νόα Χαράρι και του Χακίμ Μπέη, των Ζιλ Ντελέζ & Φελίξ Γκαταρί, του Γκι Ντεμπόρ και των καταστασιακών, προειδοποιώντας για επικείμενες καταστροφές και καταγράφοντας προτάσεις υπέρβασης των καταστροφών.
Φτάνουμε στο Terra Vibe –η ηθοποιός Λένα Μπαμπασάκη, η ποιήτρια Ζαφειρία Μολ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής των εκδόσεων Κάπα Ιωάννης Τσίγκας και ο γράφων– και ήδη μπαίνουμε σε κατάσταση μέθεξης. Πέφτουμε πάνω στον Λούκας, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε, συζητάμε. Αρχίζει η μουσική, σκοτεινιάζει, στις δύο πελώριες οθόνες βλέπουμε τους ηθοποιούς, πολλοί θεατές περιπλανιούνται στον οικισμό που έχει στηθεί (κουζίνα, σάουνα, αναπαυτήριο, κουβούκλια, γραφεία, αίθουσα για πριβέ χορό), άλλοι αράζουν στο γρασίδι, στα διαλείμματα (πάντα έπειτα από κλιμάκωση και κρεσέντο της εκάστοτε πράξης) οι ηθοποιοί εναλλάξ αναλαμβάνουν ρόλο DJ και πιάνουμε τον φρενήρη χορό ενώ ακούμε και βλέπουμε κείμενα σχετικά με παρελθόντα ουτοπικά πειράματα. Οι θεατές γίνονται μια κοινότητα, οι ηθοποιοί του Λούκας και ο ίδιος ο Λούκας αναμειγνύονται μαζί μας, μας μιλάνε, μας σερβίρουν παντζαρόσουπα, μας παρασύρουν στο κλίμα έκστασης. Οι αναρχοκαταστασιακές θεωρίες μιλάνε τη γλώσσα της τέκνο και του ρέιβ. Η ιστορία των αβανγκάρντ συνδέεται δημιουργικά με τον τεχνολογικό παροξυσμό. Ο Νικολά Μπουριό, εισηγητής ιδεών σχετικά με τη μεταπαραγωγή και με τον εικαστικό καλλιτέχνη ως DJ και συναρμολογητή επιλεγμένων θραυσμάτων, θα πανηγύριζε.
Μετά τα δύο πρώτα μέρη-πράξεις του έργου, την έκθεση/παρουσίαση των χώρων και το αφηγηματικό σκέλος αρχίζουν να ξηλώνονται τα παραπήγματα του οικισμού και τα σκηνικά ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μια ρέιβ φρενίτιδα, όπου οι ηθοποιοί ανεβαίνουν εκ περιτροπής στους μείκτες ήχου και μαίνεται ένας λυτρωτικός πανζουρλισμός μέσα σε ηχητική και οπτική φαντασμαγορία. Ο Λούκας είναι αεικίνητος, πανταχού παρών, χορεύει, βιντεοσκοπεί, γελάει, φωτογραφίζει, μιλάει με τον κόσμο. Ολοι γινόμαστε ένα, παραγκωνίζοντας την εγώτητά μας. Ο χρόνος κυλάει αλλά χάνεται. Περνάμε σε άλλες διαστάσεις. Φτάνουμε στο απόγειο του «Respublika», θαρρείς αναβαπτισμένοι.
Επιστρέφουμε η παρέα στην Κυψέλη και παραληρούμε έλλογα και συντεταγμένα μέχρι το ξημέρωμα. Μες στον ενθουσιασμό μου γράφω ότι ο Λούκας είναι θεός και προσωπικός μου Ιησούς. Με γοητεύει το γεγονός ότι ο πατέρας του, όπως ακριβώς και ο αείμνηστος πατέρας μου, διατέλεσε αεροπόρος. Με θέλγει η ανάμνηση δύο εκρηκτικών συναισθηματικά ολονυκτιών που περάσαμε μαζί πέρυσι μετά τις παραστάσεις του «Rohtko», χορεύοντας και συνομιλώντας για τη ζωή, την τέχνη, το θέατρο, τις πρωτοπορίες, τη μουσική, τον έρωτα. Είναι ωραία η διαλεκτική συγκλονισμού, τρυφερότητας, και στοχασμού.
Face Control