Ο βιογράφος του Αλέξανδρου Ιόλα Νίκος Σταθούλης μάς ξεναγεί στη βίλα του εκκεντρικού συλλέκτη και ξετυλίγει το νήμα μιας ζωής που έκρυβε όλες τις ανθρώπινες αντιφάσεις
Οδός Δημοκρατίας αριθμός 6 στην Αγία Παρασκευή. Μέσα στο κτήμα με την πυκνή βλάστηση δύσκολα ξεχωρίζει κανείς το μαρμάρινο ανάκτορο των 1.600 τ.μ. Τον χώρο που τη δεκαετία του ’60 έσφυζε από ζωή, φιλοξενώντας τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας καλλιτεχνικής σκηνής –από τον Πάμπλο Πικάσο και τον Αντι Γουόρχολ μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Ρενέ Μαγκρίτ– με τις πολυτελείς αίθουσες γεμάτες από χιλιάδες έργα τέχνης και αρχαιότητες ανεκτίμητης αξίας.
Μόνο αν σταθεί ο περαστικός και παρατηρήσει καλά θα δει ότι στην κορυφή της βαριάς καγκελόπορτας της κεντρικής εισόδου της έκτασης των επτά στρεμμάτων βρίσκεται μια λυγισμένη από τον χρόνο σιδερένια καρδιά που μέσα της σχηματίζει το όνομα του πρώην ιδιοκτήτη της περιουσίας: του Αλέξανδρου Ιόλα.
Περπατάμε στο λιθόστρωτο –που πέτρα πέτρα επιμελήθηκε ο Δημήτρης Πικιώνης– δίπλα σε υστεροβυζαντινούς κίονες που πεισματικά παραμένουν όρθιοι παρά τις δολιοφθορές. Πίσω από τις πικροδάφνες και τα κυπαρίσσια, φυτά της ελληνικής γης που με εντολή του Ιόλα φύτεψε ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας, διακρίνουμε τις πόρτες και τα παράθυρα της πληγωμένης από τον χρόνο και τις λεηλασίες βίλας. Αν και αρχικά ο Αλέξανδρος Ιόλας ανέθεσε τη δημιουργία της στον Πικιώνη, τελικά περισσότεροι από σαράντα πέντε αρχιτέκτονες και διακοσμητές –ανάμεσά τους ο Παύλος Καλαντζόπουλος και ο Γιάννης Τσαρούχης– εργάστηκαν για να την ολοκληρώσουν. Οσο μεγάλωνε η συλλογή Ιόλα, επεκτεινόταν και το κτίριο ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητοι χώροι έκθεσης των ανεκτίμητων θησαυρών.
Ο Δήμος Αγίας Παρασκευής δραστηριοποιείται
Πριν από λίγο καιρό το Δημοτικό Συμβούλιο Αγίας Παρασκευής αποφάσισε να διαθέσει το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ για την αγορά της από τους σημερινούς ιδιοκτήτες της. «Στόχος είναι να φτιάξουμε έναν χώρο πολιτισμού, στον οποίο θα γίνονται εκδηλώσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις και θα είναι ανοιχτός στο κοινό. Αλλά και ένα ίδρυμα-μουσείο που θα αφιερωθεί στον Αλέξανδρο Ιόλα, στο οποίο με τη βοήθεια του βιογράφου του θα εκθέσουμε σπάνιες φωτογραφίες του, λιθογραφικούς καταλόγους που είχε επιμεληθεί, σημαντική αλληλογραφία του με σπουδαίους ζωγράφους και συγγραφείς, ηχητικά ντοκουμέντα, ακόμη και έργα καλλιτεχνών τους οποίους ανέδειξε ο Ιόλας» λέει ο δήμαρχος Αγίας Παρασκευής Γιάννης Σταθόπουλος.
«Μας έχει κάνει εντύπωση ότι ήδη έχουμε προσφορές έργων από μεγάλα ονόματα της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής ή τα ιδρύματά τους που προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν αμέσως μόλις έμαθαν γι’ αυτήν τη νέα προσπάθεια. Είμαστε πολύ κοντά στο να κάνουμε τα συμβόλαια και ο Δήμος Αγίας Παρασκευής εντός του 2017 θα γίνει ιδιοκτήτης της βίλας. Από εκεί και πέρα πιστεύουμε ότι οι εργασίες αποκατάστασης του χώρου δεν θα έχουν υψηλό κόστος. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου είναι από πεντελικό μάρμαρο μας δίνει άρτια βάση, ενώ ο κήπος μπορεί εύκολα να διαμορφωθεί από υπαλλήλους του δήμου».
Η βίλα Ιόλα λεηλατήθηκε με πρωτοφανή τρόπο όταν ο πάμπλουτος συλλέκτης μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Αμερικής ασθενώντας από AIDS. Πίνακες του Πικάσο, του Γουόρχολ, του Ματίς, έργα του Μιρό, του Ντε Κίρικο, του Τάκι, σπάνιες εκδόσεις, λιθογραφημένοι κατάλογοι εκθέσεων, 2.500 αρχαία αντικείμενα τα οποία επαναπάτρισε ο Ιόλας και είχε νομίμως στη συλλογή του έκαναν φτερά. Ο,τι μπορεί να είχε αξία αφαιρέθηκε παράνομα. Από τα ακριβά ρούχα, τα διαμαντένια μανικετόκουμπα, τα πολύτιμα κοσμήματα, τα πολυτελή έπιπλα και αντικείμενα μέχρι τα κουφώματα, τα χρυσά πόμολα και τον γλυπτό διάκοσμο.
Ο Νίκος Σταθούλης, ο νεαρός –τότε– δημοσιογράφος τον οποίο επέλεξε ο ίδιος ο Ιόλας για να γράψει τη βιογραφία του, με την προϋπόθεση να εκδοθεί 25 χρόνια μετά τον θάνατό του, με εμφανή συγκίνηση που ξαναμπαίνει στη βίλα, μας δείχνει κάποια μικρά δείγματα της εκκεντρικής προσωπικότητας του συλλέκτη τα οποία είναι ακόμη εμφανή στο κτίριο: τα διακοσμητικά γλυπτά κεφάλια κριαριών ενσωματωμένα στην εξωτερική τοιχοποιία, αλλά και ένα κριάρι με έναν λέοντα –τα σύμβολα του Ιόλα που προέκυψαν από το ζώδιο και τον ωροσκόπο του– που στηρίζουν δύο κολόνες από κόκκινο μάρμαρο της Ραβένα στο πρόπυλο της βίλας. Με θλίψη στέκεται μπροστά από τη χτισμένη κεντρική πόρτα του κτιρίου που κάποτε, όπως μας λέει, ήταν από σφυρηλατημένο μπρούντζο, επενδυμένη με φύλλα χρυσού, απεικονίζοντας την ιστορία των Κενταύρων, φιλοτεχνημένη από τον Υδραίο Ζωγράφο Γιάννη Καλδαμάντη.
«Επιθυμία του Ιόλα ήταν να αφήσει την περιουσία του και τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο, να φτιάξει το μεγαλύτερο μουσείο σύγχρονης τέχνης, όπως είχε υποσχεθεί στον φίλο του Κωνσταντίνο Καραμανλή και χαρακτηριστικά είχε πει στον Φρανσουά Μιτεράν. Ηθελε ο κήπος να είναι ανοικτός στο κοινό, να παίζουν τα παιδιά ανάμεσα σε σπουδαία έργα και όχι μόνο μπροστά σε κούνιες και τραμπάλες. Ομως η δωρεά του δεν έγινε δεκτή» λέει ο κ. Σταθούλης. «Το 1987, τη χρονιά του θανάτου του Αλέξανδρου Ιόλα, η ελληνική κυβέρνηση όρισε τον Φώτη Κουβέλη, τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ως μεσεγγυητή της περιουσίας του. Δυστυχώς αυτή ήταν η εποχή που έγιναν οι περισσότερες κλοπές. Ερχονταν από κάθε γωνιά της Ελλάδας, έμπαιναν με φορτηγά στη βίλα και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν· δεν υπήρχε ούτε ένα περιπολικό ούτε ένας αστυνομικός να τη φυλάξει.
»Εσπαγαν τις υστεροβυζαντινές κολόνες στον κήπο για να πάρουν τα αγάλματα. Λίγο προτού πεθάνει ο Ιόλας, η αδερφή του Νίκη φον Στάιφελ κατάφερε με απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου να οριστεί διαχειρίστρια της περιουσίας του αδερφού της και ενώ ακόμη ήταν ζωντανός μπήκε με κοντέινερ στη βίλα και πήρε τα σπουδαιότερα έργα. Ηταν όμως τόσο πολλά που για μια δεκαετία ο κάθε επιτήδειος –μέχρι και οι γείτονες– έμπαινε μέσα και επιδιδόταν σε ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο. Μέχρι σήμερα εντοπίζουμε έργα της συλλογής που πωλούνται στη μαύρη αγορά. Πριν από δύο χρόνια ένας πίνακας πουλήθηκε έναντι ενός εκατομμυρίου ευρώ από κάποιον στο Γαλαξίδι. Αλλά τα αδικήματα έχουν παραγραφεί πλέον».
Η παραμυθένια ζωή και ο διασυρμός
Γεννημένος το 1907 στην Αλεξάνδρεια, ο Ιόλας, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Κωνσταντίνος Κουτσούδης, πήγε σε ηλικία 20 ετών στην Αθήνα και στη συνέχεια ταξίδεψε σε Βερολίνο, Ιταλία και Νέα Υόρκη με όνειρο να γίνει χορευτής. Ηταν ο κορυφαίος του Ballet Theater Company και είχε αναλάβει τη διεύθυνση των μπαλέτων του μαρκήσιου De Cuevas στην Αμερική. Παράλληλα ποζάριζε ως μοντέλο για τον Τζόρτζο ντε Κίρικο. «Γνώριζε ότι ως χορευτής είχε ημερομηνία λήξης, ενώ συχνά αστειευόταν λέγοντας ότι ένας Κουτσούδης δεν μπορεί να είναι πρώτος χορευτής» θυμάται ο κ. Σταθούλης.
«Το 1944 άνοιξε την πρώτη του γκαλερί με την οικονομική στήριξη της Ελίζαμπεθ Αρντεν και της δούκισσας Αννας Μαρίας Ουγκό ντε Γκραμόν, πραγματοποιώντας την πρώτη ατομική έκθεση ενός φερέλπιδος νεαρού καλλιτέχνη, τον οποίο ξεχώρισε αμέσως: του Αντι Γουόρχολ. Ανοιξε πετυχημένες γκαλερί στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά και σε όλες τις ηπείρους. Οι μεγαλύτεροι συλλέκτες τού ανέθεταν τη δημιουργία των συλλογών τους. Ο Ιόλας έφτιαξε τη συλλογή των Ροκφέλερ, των Ρότσιλντ, του Νιάρχου, ενώ η Ντομινίκ ντε Μενίλ του έδωσε ένα καρνέ με λευκές επιταγές για να της φτιάξει τη μεγαλύτερη συλλογή μέσα σε μια δεκαετία. Επίσης, δώριζε έργα σε μουσεία σε όλο τον κόσμο».
Θαυμαστής και προωθητής των σουρεαλιστών, συνέδεσε στη συνέχεια το όνομά του με το κίνημα της pop art, των nouveau realists, αλλά και της art povera. Με το που επέλεγε ένα έργο, αμέσως αποκτούσε προστιθέμενη αξία, ενώ έκανε γνωστούς τους Ελληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό. «Παρακολουθούσε τον Φασιανό γονατιστό να ζωγραφίζει για τους “Ορνιθες”» διηγείται ο κ. Σταθούλης «και τον ρώτησε: “Αλέκο μου, πόσο πουλάς;”. “500 φράγκα” απάντησε ο Φασιανός. “Α, εγώ θα σου βάλω ακόμη δύο μηδενικά” του είπε ο Ιόλας. Διαμόρφωσε τις τιμές στο πρώτο χρηματιστήριο της τέχνης και έκανε τους άλλους να ερωτεύονται όσα ερωτευόταν και ο ίδιος».
Ωστόσο η επιστροφή του στην Ελλάδα σημαδεύτηκε από μια σειρά δημοσιευμάτων, κυρίως της «Αυριανής», τα οποία τον κατηγορούσαν για έκλυτο βίο και από το 1984 έλαβε διαστάσεις σκανδάλου: «Ηταν μια ανήθικη επίθεση» λέει ο κ. Σταθούλης. «Τον κατηγορούσαν για αρχαιοκαπηλία, πορνεία, ναρκωτικά, παιδεραστία, είχαν γράψει μέχρι ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του έδινε τσολιάδες από την προεδρική φρουρά για να κάνει όργια στη βίλα και πήγαινε και ο ίδιος και παρακολουθούσε. Δεν μπορούσες να παρακολουθήσεις το μέγεθος της χυδαιότητας και της παράνοιας. Ο Ζαν Κοκτό, με τον οποίο είχαν υπάρξει και εραστές, του είχε πει: “Αν θες να γνωρίσεις τον πραγματικό ορισμό του σουρεαλισμού, γνώρισε έναν Ελληνα”.
Οποια εφημερίδα ήταν στα μανταλάκια με πρωτοσέλιδο τον Ιόλα ξεπουλούσε. Αυτός ο διασυρμός τον κατέστρεψε. Ο ίδιος δεν το παραδεχόταν, αλλά η επιστροφή του στην Ελλάδα τον κατέστρεψε. Υπήρξε ένα κίνημα υπεράσπισής του από το εξωτερικό με επικεφαλής τον Κώστα Γαβρά και την υποστήριξη του Μιτεράν, αλλά δυστυχώς το πλήγμα ήταν μεγάλο. Στα τελευταία του και ενώ στηριζόταν στο μπράτσο μου για να περπατήσει, κυκλοφορούσαμε και του φώναζαν: “Μωρή γριά τσατσά, γριά τσατσά”. Ενα πρωινό ύστερα από τέτοιου είδους δημοσιεύματα τηλεφώνησε στον Αντι Γουόρχολ και του παρήγγειλε να φτιάξει τον “Μυστικό δείπνο” αφήνοντας κενή τη θέση του Ιούδα και δίνοντας εντολή στη θέση του να βάλει τον Ελληνα. “Μα αυτό, Ιόλα μου, ο Λεονάρντο δεν θα το επέτρεπε ποτέ” του είπε ο Γουόρχολ διπλωματικά. “Καλά, φτιάξ’ το όπως θες” συμβιβάστηκε ο Ιόλας.
Οταν πήγαμε στο Factory για να δει το έργο ο Ιόλας, ακουγόταν ένα μελίσσι φωνών: “Γρήγορα, γρήγορα, έρχεται ο Ιόλας, έρχεται ο Ιόλας” και ξετύλιγαν τεράστια δεκάμετρα ρολά, με το καμουφλάζ, το φούξια, το κόκκινο. Και αφού ο Αλέξανδρος Ιόλας έκανε κάποιες υποδείξεις, κάθισαν οι δυο τους ευτυχισμένοι στον γνωστό μαύρο δερμάτινο καναπέ του Factory και είπε στον Γουόρχολ: “Αντι μου, τώρα που θα πάμε στο Μιλάνο και θα έχουμε τεράστια επιτυχία, να τα πουλήσουμε όλα και να γίνουμε μπάρμεν”. Και του απάντησε ο Γουόρχολ, χρησιμοποιώντας τη φράση που είχε πει ο Ιόλας σε ντοκιμαντέρ της Μαρίας Καραββία στην ΕΡΤ: “Οχι, Ιόλα μου, νταβατζήδες της τέχνης θα γίνουμε”».
Η σχέση του με τη Μελίνα
Αν και οι περισσότεροι τους θεωρούσαν δύο καλούς φίλους που συνήθιζαν να ποζάρουν αγκαλιά μπροστά στον φωτογραφικό φακό, στη σχέση της Μελίνας Μερκούρη και του Αλέξανδρου Ιόλα, όπως αποκαλύπτει ο Νίκος Σταθούλης, υπέβοσκε ανταγωνισμός. «Υπήρχε πάντα ένα πείσμα της Μελίνας με τον Ιόλα, ο οποίος, αν και δεν το γνωρίζουν πολλοί, το 1950 έδωσε στον Μιχάλη Κακογιάννη ένα μέρος της χρηματοδότησης της “Στέλλας”. Θεωρούσε τη Μελίνα καλή ηθοποιό, όμορφη κοπέλα, σταρ, αλλά όχι ικανή και αρκετά μορφωμένη για να γίνει υπουργός Πολιτισμού. Βέβαια, πάντα πίστευε ότι το ΠΑΣΟΚ πήρε πολλά από τη Μελίνα, ενώ η Μελίνα δεν κέρδισε τίποτε από το ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, πρότυπά του για έναν τόσο σημαντικό ρόλο ήταν ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας Αντρέ Μαλρό επί Ντε Γκολ ή ο Ζακ Λανγκ επί Μιτεράν.
Οταν η Μελίνα διορίστηκε υπουργός από τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ναζιάρικα: “Ιόλα, θα έρθεις να γίνεις σύμβουλός μου;”. Και εκείνος απάντησε: “Κορίτσι μου, να ρωτήσω πόσα θα ήθελε η Σούλα η οικονόμος μου για να μου δώσεις τα διπλά. Μα δεν ντρέπεσαι να μου ζητάς να γίνω υπάλληλος μιας κυβέρνησης που οδηγεί τη χώρα στην καταστροφή;”. Και τότε ξεκίνησε η μεγάλη ίντριγκα που κορυφώθηκε με την άρνησή της να κάνει αποδεκτή τη δωρεά της συλλογής του, ώστε να δημιουργηθεί το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Ελλάδας, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν το μεγάλο του όραμα. Τα όνειρα και τα οράματα είναι ακριβά, δεν είναι τζάμπα και έχουν μεγάλο τίμημα. Οταν ο Ιόλας ήταν πάρα πολύ άρρωστος και ο διασυρμός του από τον ελληνικό Τύπο δεν είχε τέλος, πήγα ο ίδιος προσωπικά στο γραφείο της. Διάβασε τη διαθήκη, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, την πέταξε μέσα και έκλεισε το συρτάρι με τη γόβα της λέγοντάς μου: “Δεν μπορώ να την κάνω αποδεκτή γιατί αύριο θα βγει ο Κουρής και θα γράψει ότι η πορνοϋπουργός πήρε τη συλλογή ενός πορνοσυλλέκτη”. Ηταν η επικρατούσα λογική της εποχής, που μας στέρησε έναν μοναδικό πολιτιστικό θησαυρό».
Από τα 11.000 έργα τέχνης της ανεκτίμητης συλλογής που ο Ιόλας ήθελε να δωρίσει στο ελληνικό κράτος μόνο 47 κατέληξαν τελικά στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ο Ντένης Ζαχαρόπουλος, σημερινός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου, ο οποίος ήταν παρών στις διαπραγματεύσεις επισημαίνει: «Νομίζω ότι εντίμως τότε οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν περί τίνος πρόκειται. Κάπως έτσι έχουμε χάσει μεγάλες συλλογές και δωρεές ανεκτίμητης αξίας, που κατόπιν εορτής τρέχουμε να αγοράσουμε με υπέρογκα ποσά ένα μικρό μέρος τους. Η συλλογή Ιόλα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σας το λέω μετά βεβαιότητος ότι τότε η πολύ σπουδαία και αξιόλογη Μελίνα Μερκούρη είχε πει ύστερα από πιέσεις: “Καλά, ας είναι, ας κρατήσουμε μόνο τους Φασιανούς και τους Τσαρούχηδες, τα άλλα δεν τα θέλω”».