Μια συζήτηση με την ηθοποιό για την ενοχή, τη ναζιστική θηριωδία, την επέλαση της ακροδεξιάς, την ακύρωση των ελπίδων.
Την έχουν χαρακτηρίσει σηµαντικότερη εν ζωή Ελληνίδα ηθοποιό. Η ίδια νιώθει µάλλον αµήχανη και δηλώνει την αποστροφή της για τις ταµπέλες. Πάντως είναι έως και χαριτωµένο που µια από τις σηµαντικότερες ηθοποιούς στη χώρα µας εκφράζει την αµηχανία της. Μπορεί από τη µια να ταυτίστηκε µε τη χρυσή εποχή του Θεάτρου Τέχνης επί Καρόλου Κουν, να χόρτασε βραβεία, διακρίσεις και αποδοχή, αλλά από την άλλη είναι εντυπωσιακό που ανέκαθεν ψαχνόταν ρεπερτοριακά και τολµούσε να ρισκάρει. Πρόσφατα την είχαµε δει στο θέατρο Ιλίσια ως Ανι Γουίλκς, την ψυχοπαθή νοσοκόµα από το «Misery» του Στίβεν Κινγκ. Σήµερα επιστρέφει στο ίδιο θέατρο ως Μπρουνχίλντε Πόµσελ, η γραµµατέας του Γκέµπελς που παραπαίει µεταξύ αβάσταχτου κυνισµού, µεταµέλειας και ελαφρότητας. Οπως και να έχει, το έργο «Μια Γερµανίδα γραµµατέας» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου είναι η πλέον πολιτική παράσταση της σεζόν.
Πόσο σοβαρό είναι το ζήτηµα της ενοχής που θίγει ο µονόλογος «Μια Γερµανίδα γραµµατέας» του Κρίστοφερ Χάµπτον;
Σίγουρα δεν θίγει την ενοχή της ηρωίδας, αφού όχι µόνο η ίδια δεν τη δηλώνει, αλλά στο τέλος αναρωτιέται φωναχτά: «Γιατί να αισθάνοµαι ένοχη; ∆εν µπορείτε να µε κάνετε να αισθάνοµαι ένοχη».
Τι θα λέγατε στην Μπρουνχίλντε Πόµσελ αν γινόταν να τη συναντήσετε;
∆εν θα µε ενδιέφερε καθόλου να τη συναντήσω. Αν τη συναντούσα πάντως, το πολύ πολύ να της έλεγα: «Αποφάσισε. Τη µια µας λες “δεν ξέραµε”, την άλλη “δεν θέλαµε να ξέρουµε” και την άλλη “δεν έχω καµία ενοχή για τίποτε”. Μέσα όµως από την ανάπτυξη του µονολόγου σου, κυρά µου, εγώ βλέπω τα χάσµατα και τους γκρεµούς που ανοίγονται µέσα σου από τις ενοχές σου. Πώς καλύπτεις, µπαλώνεις και ξεπερνάς όλα όσα έβλεπες µπροστά στα µάτια σου; Και όλα αυτά µε µια συντριπτική ελαφρότητα.
Στην ουσία είναι ένα λαϊκό έργο που κάνει λόγο για ένα σοβαρότατο θέµα.
Μιλάει βασικά για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας και για µας τους ίδιους απέναντι στον καθρέφτη µας. Ακουγα διάφορους που µου είπαν ότι δεν είναι και κάνα σπουδαίο έργο. Οταν το διάβασα το βρήκα τροµερά ενδιαφέρον, παρόλο που τα τελευταία χρόνια δεν µε ευχαριστεί η µοναξιά των µονολόγων επί σκηνής. Κάθεσαι εκεί µόνος επί µία ώρα και είκοσι λεπτά και το παλεύεις. Πριν από χρόνια µου είχαν δώσει έναν µονόλογο και δεν ήθελα, ενώ µε αυτό τώρα θεώρησα ότι πρέπει να πούµε κάποια πράγµατα και µακάρι να µπορούσαν να το δουν οι τελευταίες τάξεις του λυκείου.
Θεωρώ πως η παράστασή σας είναι αυθεντικά πολιτική.
Αυτό είχα ανάγκη, να µιλήσω για την άνοδο του νεοναζισµού. Είπα πως δεν είναι δυνατόν να ξεκινάς µετά τον Εµφύλιο και να βλέπεις το τέρας του φασισµού να αναβιώνει παντού. Είναι τρελό, δεν µπορούσα να το διανοηθώ. Πέρυσι κάναµε µόνο τρεις παραστάσεις γιατί ξεκίνησε η πανδηµία και το κλείσιµό µας συνέπεσε µε την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Φέτος το φθινόπωρο συµπέσαµε µε τα θλιβερά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και µε άλλα που ενδεχοµένως έρχονται.
Κάποτε µια φίλη µου που επισκέφτηκε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης µου είπε ότι αυτό βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση από ένα χωριό. ∆εν γινόταν οι κάτοικοι να µην ήξεραν από πού έβγαιναν οι καπνοί από την καµινάδα, δεν γινόταν να µην αντιλαµβάνονταν τόσο πολύ πια. Εδώ ισχύει το «κλείνω τα µάτια µου, βουλώνω τα αυτιά µου, γιατί δεν θέλω να ξέρω ώστε να προχωρήσω και να επιβιώσω».
Από την άλλη, υπήρχαν και οι Γερµανοί καλλιτέχνες της δικής σας γενιάς, από τον Φασµπίντερ µέχρι τη Χάνα Σιγκούλα, που ασχολήθηκαν εκτενώς µε το ζήτηµα της γερµανικής ενοχής.
Συµφωνώ. Αµα είσαι καλλιτέχνης, είναι λογικό να έχεις ενσυναίσθηση και κάτι να σε καίει βαθιά µέσα σου. Να ξέρεις τι έχει συµβεί, να λες «ήµουν εκεί» και να θες να το στηλιτεύσεις.
Πιστεύετε ότι απουσιάζει η ιστορική µατιά από τα σηµερινά έργα τέχνης; Μήπως αναλωνόµαστε στις νευρώσεις των ανθρώπων της ∆ύσης;
Το πιστεύω, το βλέπω δηλαδή. ∆εν υπάρχει αντίστοιχη συγγραφική άνθηση. ∆εν δηλώνω τροµερά ενηµερωµένη για τα καινούργια έργα, αλλά από τις συζητήσεις που κάνω βλέπω ότι δεν υπάρχει όλο αυτό που γινόταν το ’60 και το ’70 µε τα κινήµατα τέχνης.
Κάποια στιγµή ο Χρήστος Χωµενίδης ρώτησε σε ένα αµφιθέατρο τους φοιτητές τι έχουν πάθει και ασχολούνται µε τον Εµφύλιο.
Με ενοχλεί η έλλειψη γνώσης και µνήµης. Είναι σαν την ηρωίδα του έργου, τη γραµµατέα του Γκέµπελς, που έλεγε πως το πρωί δούλευε στον Εβραίο και το απόγευµα στον ναζί. Αµέσως µετά νιώθει την ανάγκη να πει ότι δεν µιλούσαν πολιτικά στο σπίτι, δεν ήξερε τίποτε ο πατέρας της. Εγώ, ας πούµε, ήξερα ότι προερχόµουν από δεξιά οικογένεια –σίγουρα όχι ακροδεξιά–, αλλά ο πατέρας µου ήταν στο Βίτσι – Γράµµο· καταλαβαίνετε. Ευτυχώς η ανάγκη µου µε οδήγησε να πάω αλλού.
Αν ήσασταν στη θέση της Μπρουνχίλντε, πώς θα ήταν το διάστηµα από το τέλος του πολέµου µέχρι το βιολογικό τέλος στα 106 σας;
∆εν µπορώ να απαντήσω, ως Πιττακή τουλάχιστον. Αυτή πάντως µια χαρά πέρασε. Πήγε πέντε χρόνια φυλακή και µετά βρήκε και δουλειά. Σκέφτηκε κάποια στιγµή να κόψει τις φλέβες της, αλλά σιγά µην τις έκοβε. Ξεπερνούσε τόσο απλά και εύκολα τις ενοχές της, γι’ αυτό έφτασε στα 106 µε µυαλό ξουράφι.
Παρακολουθείτε τη συντονισµένη προσπάθεια ταύτισης Αριστεράς και ακροδεξιάς; Τι γνώµη έχετε;
Απαράδεκτο και µε θλίβει. Με θλίβει πολύ επίσης ότι το όνειρο της ισότητας και της αδελφότητας ναυάγησε όπως ναυάγησε µε την παγκοσµιοποίηση που ευνοεί τα µεγάλα κεφάλαια. Καταργήθηκαν οι συλλογικότητες και εµείς προσπαθούµε όσο µπορούµε να παραµείνουµε πιστοί στις ιδέες µας. Ο τρόπος όλος που γίνονται τα πράγµατα διαλύει κάθε προοπτική συντροφικότητας και συλλογικότητας. Ακούγεται απαισιόδοξο, µα ισχύει.
INFO
«Μια Γερμανίδα γραμματέας» του Κρίστοφερ Χάμπτον σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, με τη Ρένη Πιττακή, στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης