O Βρετανός ηθοποιός μιλάει για το «Μενού» του και τον ιδεαλισμό των δημιουργών ή των καλλιτεχνών στην πορεία της καριέρας τους
Το απόλυτο icon του σύγχρονου βρετανικού κινηματογράφου είναι ο Ρέιφ Φάινς, ηθοποιός που προσδίδει απέραντο κύρος σε όσες δουλειές αναλαμβάνει. Στην τελευταία του ταινία, το «Μενού» του Μαρκ Μάιλοντ, παραδίδει ένα χειροποίητο σόου υψηλής γαστρονομίας με επιδόρπιο ένα απολαυστικό μάθημα πολιτικής οικονομίας.
Είναι αρκετά φευγάτο το σενάριο της ταινίας. Τι σας τράβηξε περισσότερο σ’ αυτό;
Μου άρεσε η τρελή πρότασή του. Επίσης ο χαρακτήρας του σεφ που έχασε την ψυχή του και έχει απομακρυνθεί από αυτό που τον παρακίνησε κάποτε να γίνει κορυφαίος στον χώρο του. Μου άρεσε όλο το στήσιμο με το ειδικό πελατολόγιο, τα εξεζητημένα πιάτα, ενώ βρήκα τον σεφ παράξενα συμπαθητικό, αν και γνωρίζουμε ότι κάνει τρομερά πράγματα. Επιασα τον εαυτό μου να του αρέσει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, ειδικά από τη στιγμή που κλονίζεται ο ναρκισσισμός του και χάνει μέρος του ελέγχου του με συνέπεια να επιστρέφει στο παρελθόν και στον νεότερο εαυτό του. Μου άρεσε όλο αυτό το ταξίδι που κάνει.
Για ποιο λόγο σας είναι τόσο συμπαθής;
Με συγκινεί το γεγονός ότι είναι αποστασιοποιημένος και απομακρυσμένος. Όταν μου προτείνουν ένα ρόλο δεν είναι απαραίτητο να μου αρέσει. Δεν σημαίνει ότι εάν τον επιλέξω, θέλω έναν τύπο όπως αυτός για αδερφό μου. Είναι η δραματική εξέλιξη των ψυχικών καταστάσεων που βιώνει όταν συναντά αυτό το κορίτσι που τον προκαλεί. Αυτό το power play που παίζει με το κορίτσι είναι εξαιρετικό. Είναι ένα πνευματώδες, έξυπνο σενάριο.
Ενα σενάριο που τα… χώνει σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων. Τι μας λέει το φιλμ γι’ αυτούς καθώς και για τον καταναλωτισμό;
Είναι ξεκάθαρο ότι το φιλμ κοροϊδεύει τους ανθρώπους που έχουν εμμονή να πληρώνουν εξωφρενικές τιμές για φαγητό. Ολη αυτή η συνθήκη με τα γκουρμέ πιάτα, την εμμονή με την παρουσίασή τους, την ελιτίστικη διατροφή κ.λπ. είναι για γέλια. Είναι χυδαία τα χρήματα που δίνονται για γκουρμέ πιάτα και η ταινία σατιρίζει όχι μόνο τα άτομα που είναι διατεθειμένα να πληρώσουν τεράστια ποσά για ένα μενού, αλλά και το είδος του σεφ που παρέχει αυτό τον τύπο φαγητού. Ομως η ταινία δεν λέει κάτι που δεν γνωρίζουμε ήδη· είναι απλώς ένα ψυχαγωγικό φιλμ.
Που επιπλέον έχει τα στοιχεία ενός κλειστοφοβικού δράματος θρίλερ, τοποθετημένου στους περίκλειστους χώρους του εστιατορίου, με την ιδιαιτερότητα ότι όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές είναι παρόντες σε κάθε σκηνή.
Ναι, ήμασταν όλοι μαζί ως ομάδα. Υπήρχε η αίσθηση της θεατρικής παρέας και άρεσε σε όλους τους ηθοποιούς να βρισκόμαστε στο ίδιο δωμάτιο, να παίζουμε ο ένας για τον άλλο. Ο Μαρκ Μάιλοντ διασφάλισε ένα δημιουργικό πνεύμα συνεργασίας – αυτό είναι προσωπικό του επίτευγμα. Επίσης ήταν πολύ καλός στην απεικόνιση των συναισθημάτων των πελατών. Ο αυξανόμενος πανικός, η αίσθηση ότι είναι παγιδευμένοι, η αργή ανάπτυξη της ανησυχίας και του φόβου τους. Μεγάλο μέρος αυτής της ατμόσφαιρας προήλθε από τη χαρτογράφηση των χαρακτήρων σε όλη τη διαδρομή. Πηγαίνουν στο νησί με αυτοπεποίθηση και τουπέ. «Εδώ είμαστε σε ένα εστιατόριο υψηλής ποιότητας» λένε. Σύντομα όμως ο αρχικός εφησυχασμός καταπνίγεται και ο πανικός παίρνει τη θέση της αλαζονείας.
Πώς αποφασίσατε να προσεγγίσετε τον ρόλο σας;
Με τον Μαρκ συζητήσαμε αρκετά γύρω απ’ αυτό. Αποφασίσαμε να μην τα δείξουμε όλα από την αρχή. Στην πρώτη συνάντηση με τους πελάτες του ο σεφ λέει ένα δυνατό μονόλογο του τύπου «όλα –από τον αέρα μέχρι τη θάλασσα– είναι όμορφα, η φύση είναι τα πάντα» κ.ά. Στη συνέχεια η κατάσταση παίρνει άλλη τροπή.
Μιλήσατε πολύ για το παρελθόν του; Κάποια στιγμή μαθαίνουμε ότι ξεκίνησε να ασχολείται με τη μαγειρική από τις χαμηλές βαθμίδες και ήταν αρκετά χαρούμενος. Ομως πλέον είναι πικραμένος και έχει ψευδαισθήσεις, παρόλο που φαινομενικά έχει πετύχει όλα όσα θα μπορούσε να επιθυμήσει.
Μια χρήσιμη αναφορά ήταν η αυτοβιογραφία του σεφ Γκραντ Ακάτζ, ο οποίος διατηρεί το εστιατόριο Alinea στο Σικάγο· συμμετέχει σε ένα από τα επεισόδια του «Chef’s table» στο Netflix. Το ταξίδι του Γκραντ Aκάτζ –από το να μεγαλώνει σε ένα εστιατόριο ή να βοηθάει στο δείπνο των γονιών του έως την εκπαίδευση σε φανταχτερά εστιατόρια όπως το The French Laundry στη Νάπα Βάλεϊ στην Καλιφόρνια– νομίζω ότι ήταν το στοιχείο αναφοράς για το φιλμ. Ως νέος προήλθε από μια αρκετά ταπεινή στάση σχετικά με την προετοιμασία του φαγητού, αλλά στη συνέχεια απέκτησε εμμονή με το τι μπορείς να κάνεις με το φαγητό: αυτό φαίνεται πολύ ξεκάθαρα. Στη συνέχεια ήρθε η καταξίωση, με την κουζίνα του να θεωρείται ξεχωριστή. Δεν νομίζω ότι ο Γκραντ Ακάτζ έχει απογοητευτεί, αλλά θα μπορούσα να το κατανοήσω αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ειδικά αν διατηρείς επαφή με τις καθαρές παρορμήσεις που είχες ως ιδεαλιστής όταν ξεκινούσες αυτό το ταξίδι. Ως ηθοποιός νομίζω ότι ξεκίνησα με έναν ιδεαλισμό για το θέατρο και την υποκριτική και προσπαθώ να τον κρατήσω, αλλά κάποιες φορές μπορεί να τοποθετείσαι κυνικά σχετικά με τον τρόπο που ο κόσμος θέλει ένα προϊόν. Κάθε προϊόν έχει ένα σκοπό: να πουληθεί. Κι εγώ κάπως έτσι νιώθω, αφού είμαι μέρος ενός συστήματος με τρελά λεφτά, ακριβές πρεμιέρες, box office κ.λπ.
Αναφέρατε ότι είστε ιδεαλιστής ως ηθοποιός. Μου έκανε εντύπωση όταν παρακολουθούσα την ταινία ότι υπάρχει ένας παραλληλισμός με τις άλλες τέχνες. Οπως ο σεφ προσπαθεί να αγγίξει το τέλειο, φαντάζομαι ότι όλοι οι καλλιτέχνες το ίδιο κάνετε, έτσι δεν είναι;
Δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό που ονομάζεται τελειότητα. Κάποια στιγμή ο σεφ Σλόουικ τον οποίο υποδύομαι το αναφέρει: «Προσπαθούμε για την τελειότητα, αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο». Αυτή ήταν μια αποστροφή του λόγου που πραγματικά ξεχωρίζει, γιατί είμαστε άνθρωποι και κάνουμε λάθη. Δεν υπάρχει η τέλεια απόδοση ή το τέλειο γεύμα. Θεωρώ λοιπόν ότι ο ιδεαλισμός του σεφ έχει ξινίσει.
Ολοι λένε ότι είναι πολύ πιο διασκεδαστικό να παίζεις τον κακό παρά τον καλό. Με ένα χαρακτήρα όπως ο Βόλντεμορτ στο portfolio σου φαντάζομαι ότι ο ρόλος του σεφ δεν σας δυσκόλεψε πολύ.
Δεν με βοηθάει να αντιμετωπίζω κάποιον ως κακό. Οταν όλοι ρωτάνε «ποιος είναι ο καλός;» ή «ποιος είναι ο κακός;» απογοητεύομαι. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι φέρουν καλούς και κακούς μέσα τους. Ετσι μια εποχή υπήρχε ένας νεαρός σεφ, ο Σλόουικ, στον οποίο άρεσε να μαγειρεύει μπιφτέκια, είχε εμμονή με την ομορφιά του φαγητού και ονειρευόταν όσα θα μπορούσε να κάνει. Στη συνέχεια όμως έγινε διάσημος και επιτυχημένος· είχε τις καλύτερες κριτικές, τα καλύτερα εστιατόρια, το αστέρι Michelin. Ετσι έχασε το όνειρο που είχε όταν ήταν νέος.