Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει προστασία πρώτης κατοικίας, επαγγελματικής στέγης και αγροτικής γης
Η προγραμματική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την πρώτη κατοικία και τα «κόκκινα» δάνεια όρισε την πολιτική ατζέντα της περασμένης εβδομάδας, πυροδοτώντας την αντίδραση της κυβέρνησης που εκφράστηκε από τον Χρήστο Σταϊκούρα, αλλά και του επικεφαλής του ΜεΡΑ25 Γιάνη Βαρουφάκη, που ως καλός οικονομολόγος ανέλαβε να αναδείξει τα αδύναμα σημεία των εξαγγελιών.
Το άγχος της κυβέρνησης κατέστη ιδιαίτερα σαφές από την επιλογή να μεταφερθούν οι ανακοινώσεις για τα προγράμματα των τραπεζών που αφορούν την αύξηση των δικαιούχων της επιδότησης του μισού της αυξημένης δόσης των στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες στους 60.000 δανειολήπτες και για πάγωμα των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων –για τα οποία η συμφωνία είχε επέλθει νωρίτερα– λίγο πριν και λίγο μετά την εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε με τη βοήθεια των φιλικών media η προσοχή να στραφεί σε αυτά και να αλλάξουν οι εντυπώσεις.
Και αυτό έγινε γιατί οι πολιτικές εντυπώσεις από τις προγραμματικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση του τεράστιου στη χώρα μας ιδιωτικού χρέους ήταν ισχυρές:
Σε επίπεδο αντιπολιτευτικού πολιτικού λόγου, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε λόγο για μετατροπή της χώρας σε Αγρια Δύση «από μια κυβέρνηση που έχει στρατηγική την αναδιανομή σε λίγους και ισχυρούς, σε funds και σε ημέτερους μπαταχτσήδες επιχειρηματίες», «από ένα κόμμα που βουλευτές του όπως ο κ. Πάτσης χτίζουν περιουσίες υφαρπάζοντας τον μόχθο και τα σπίτια των Ελλήνων ή υπουργοί του όπως ο κ. Παπαθανάσης καθαρίζουν με μόλις 50.000 ευρώ χρέη ύψους 2 εκατομμυρίων», «από ένα κόμμα που χρωστάει 400 εκατ. ευρώ», που «υπουργοί και στελέχη του απολαμβάνουν χαριστικές ρυθμίσεις την ώρα που οι τράπεζες πιέζουν και οι εισπρακτικές τρομοκρατούν κάθε οικογενειάρχη που πήρε ένα στεγαστικό και κάθε επιχειρηματία που με κόπο ζωής προχώρησε σε μια επένδυση για την επιχείρησή του».
Σε επίπεδο απολογισμού η υποτιθέμενη «κουλτούρα πληρωμών» που επιδίωξε να εγκαθιδρύσει η ΝΔ στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησής της μέσω του Πτωχευτικού και της αυθαιρεσίας των πιστωτών κατέληξε σε αύξηση του ιδιωτικού χρέους κατά 40 δισ. ευρώ, των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα 111 δισ. ευρώ, του αριθμού των πολιτών που έχουν μη εξυπηρετούμενες οφειλές σε τράπεζες, funds, εφορία και ΕΦΚΑ σε 4.200.000 και του αριθμού των τραπεζικών λογαριασμών που έχουν υποστεί κατάσχεση στο 1 εκατομμύριο.
Σε επίπεδο στήριξης, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους των μικρομεσαίων παραγωγών και επιχειρηματιών καθώς και από τις ενώσεις των καταναλωτών, ανεξαρτήτως πολιτικών καταβολών.
Οι βασικοί άξονες
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της προγραμματικής πρότασης που εξέπεμψε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ριζικά διαφορετική προσέγγιση που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σχεδιάζει να επιχειρήσει στο φλέγον θέμα της ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους διαγράφεται μέσα από:
Πρώτον, την ενίσχυση της ευθύνης του κράτους στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους μέσω της δημιουργίας υφυπουργείου για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους και τη σύσταση αρμόδιας δημόσιας εποπτικής αρχής. Την ίδια λειτουργία επιτελεί η επιλογή περί επιδότησης μέρους των ρυθμισμένων οφειλών για τους πιο ευάλωτους οφειλέτες από το δημόσιο.
Δεύτερον, την άμεση αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, επαγγελματικής στέγης και αγροτικής γης για μεταβατική περίοδο τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι να αλλάξει ο νόμος. Η αλλαγή του νόμου θα φέρει ένα νέο πλαίσιο ρύθμισης οφειλών που θα περιλαμβάνει την προστασία της πρώτης κατοικίας, της επαγγελματικής στέγης και της αγροτικής γης, υπό την προϋπόθεση της ειλικρίνειας του οφειλέτη, που θα αποδεικνύεται με άρση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου και με βάση συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια (μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα στο ύψος των εύλογων δαπανών διαβίωσης προσαυξημένων κατά 70% και αντικειμενική αξία ακινήτου έως 300.000 ευρώ για τετραμελή οικογένεια), τα οποία θα συμπεριλαμβάνουν μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης και όχι μόνο τους φτωχούς.
Τρίτον, τη δεύτερη αξιόλογη προσπάθεια από το 2010 και εξής (μετά τον νόμο Κατσέλη) να μπουν όρια στην ανεξέλεγκτη ισχύ των πιστωτών, τραπεζών, funds και servicers, οι οποίοι φέρουν την πραγματική ευθύνη για την όποια αρνητική κουλτούρα πληρωμών που οι τράπεζες και η ΝΔ ισχυρίζονται ότι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα μετά το 2010. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει ξεχάσει ότι καθ’ όλη τη δεκαετία της μεγάλης κρίσης τα τραπεζικά στελέχη απέκρουαν τα επίμονα αιτήματα και παρακάλια των δανειοληπτών για μια βιώσιμη ρύθμιση – από ευθυνοφοβία αλλά και επειδή δεν ήταν δικό τους το πρόβλημα (τα υψηλά επιτόκια υπερημερίας σήμαιναν ότι οι καθυστερήσεις στις ρυθμίσεις απέφεραν προβλήματα στους δανειολήπτες αλλά όφελος στις τράπεζες). Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά υποχρεωτική τη συμμετοχή των πιστωτών στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών, ορίζει ότι χωρίς αυτήν δεν μπορούν να επιβάλουν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης (κατασχέσεις, πλειστηριασμούς) και επαναφέρει τη δυνατότητα των πολιτών να προσφεύγουν στα δικαστήρια αν οι πιστωτές αρνηθούν να δώσουν βιώσιμες ρυθμίσεις.
Η κριτική
Απαντώντας για λογαριασμό της κυβέρνησής του στις προγραμματικές ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας υποστήριξε ότι το σχέδιο είναι ανεδαφικό επειδή αγνοεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες που δεν επιτρέπουν υποχρεωτικούς μηχανισμούς για τους πιστωτές στις ρυθμίσεις δανείων, επειδή ξαναβάζει στο παιχνίδι των «κόκκινων» δανείων τα δικαστήρια που κάνουν χρόνια ολόκληρα για να βγάλουν μια απόφαση και επειδή έχει δημοσιονομικό κόστος. Τα σχετικά με την υποχρεωτική συμμετοχή των πιστωτών δεν ισχύουν, απάντησε η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Εφη Αχτσιόγλου, όμως είναι σίγουρο ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση, η πρότασή του, παρά τα θετικά της στοιχεία, θα συναντήσει αντιστάσεις από τους Ευρωπαίους δανειστές μας που εξακολουθούν να έχουν λόγο πάνω στις υιοθετούμενες από τις ελληνικές κυβερνήσεις πολιτικές, καθώς από καιρό ζητούν την ταχύρρυθμη εκκαθάριση του εκκρεμούς ιδιωτικού χρέους. Παρά ταύτα, δεδομένης της αποδεδειγμένης αδυναμίας της τετραετούς διακυβέρνησης της ΝΔ να περιορίσει το ιδιωτικό χρέος, είναι πιθανό να βρεθούν τα πολιτικά περιθώρια ώστε μια άλλη κυβέρνηση να επιδιώξει άλλες λύσεις. Από την κριτική Σταϊκούρα θα μείνει πάντως ως εμβληματική της λογικής της ΝΔ, που τη φέρνει σε αντίθεση με όλη την κοινωνία, η απαξιωτική επίθεση του υπουργού κατά του νόμου Κατσέλη ως υπεύθυνου για την «καταστρατήγηση της κουλτούρας πληρωμών».
Η κριτική του Γ. Βαρουφάκη πάλι, με τον πικρόχολα παιχνιδιάρικο τίτλο «σοσιαλισμός για τα funds», ήταν σωστή σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάλυση που επιχείρησε με νούμερα και παραδείγματα προκειμένου να δείξει ότι ακόμη και η κοινωνικά ευαίσθητη λύση του ΣΥΡΙΖΑ στο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους ευνοεί τα funds για τον πολύ απλό λόγο ότι έχουν αγοράσει τα «κόκκινα» δάνεια στο 20% της συνολικής απαίτησης, οπότε ακόμη και με κούρεμα 50% στην οφειλή του κάθε ταλαιπωρημένου δανειολήπτη θα πάρουν υπερδιπλάσια λεφτά από ό,τι έδωσαν, με τη συνδρομή μάλιστα του δημόσιου ταμείου για ορισμένες περιπτώσεις. Ο Βαρουφάκης κάνει όμως 100% λάθος σε ό,τι αφορά το πολιτικό του συμπέρασμα, που είναι ότι «οι δανειολήπτες και η κοινωνία δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από την πρόταση του κ. Τσίπρα, μόνο να χάσουν έχουν».
Ισχύει το αντίθετο. Παρά τις όποιες αδυναμίες της –παρότι για να την εφαρμόσει θα πρέπει να διαπραγματευτεί με τους δανειστές και παρά το δημοσιονομικό της κόστος– η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, αν και όχι η ιδανική, είναι ρεαλιστική λύση για τους δανειολήπτες και την κοινωνία με αυξημένο βαθμό δικαιοσύνης. Γιατί θεσπίζει την προστασία της πρώτης κατοικίας, της επαγγελματικής στέγης και της αγροτικής γης και την ανάληψη ευθύνης από το κράτος για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους –σωστά, όταν εκατοντάδες χιλιάδες δάνεια «κοκκίνισαν» μέσα σε λίγα χρόνια, πρωτίστως με ευθύνη του κράτους (χρεοκοπία, μνημόνιο, πτώση ΑΕΠ 25%) και των τραπεζών (μακρόχρονη άρνηση ρυθμίσεων)–, θεσπίζει την υποχρεωτική συμμετοχή των πιστωτών στις ρυθμίσεις και δίνει τέλος στην ασυδοσία των funds, προάγει ρυθμίσεις που λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των οφειλετών, επιδοτεί τους πιο αδύναμους και επαναφέρει τη δικαστική προστασία.