«Ράπισμα» του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για την «Επιτροπή Λογοκρισίας»

«Ράπισμα» του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για την «Επιτροπή Λογοκρισίας»

Μια αναφορά του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI) έρχεται σήμερα να αναθερμάνει το ενδιαφέρον των ξένων οργανώσεων για το επίπεδο της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Η αναφορά καταγράφει ως παραβίαση της ελευθεροτυπίας μέσω νομοθεσίας, τον νέο νόμο που ψήφισε η ΝΔ και ο οποίος θεσμοθετεί μια «επιτροπή δεοντολογίας» που θα έχει το δικαίωμα να αφαιρεί μέσα ενημέρωσης από το νέο μητρώο που θα δημιουργηθεί, ώστε αυτά να μην μπορούν να λάβουν κρατική χρηματοδότηση και διαφήμιση, εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν ακολουθούν πιστά τη δημοσιογραφική δεοντολογία.

Διαβάστε επίσης: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στήνει επιτροπή λογοκρισίας του Τύπου στα πρότυπα της χούντας

Η νέα αναφορά θέτει προ των ευθυνών της την κυβέρνηση Μητσοτάκη, περιγράφοντας τους ακριβείς τρόπους με τους οποίους η επιτροπή δεοντολογίας, θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο κατάχρησης, τόσο εκ μέρους της ίδιας της κυβέρνησης, όσο και να εργαλειοποιηθεί από εκδοτικά συμφέροντα ώστε να πληγούν ανταγωνιστικές εκδόσεις.

Μάλιστα, το IPI τονίζει μέσω της ομοσπονδίας MFRR στην οποία συμμετέχει, ότι ο νόμος, αν και έχει ψηφιστεί, ακόμη παραμένει ανεφάρμοστος, επικαλούμενο τις σφοδρές επικρίσεις που έχει δεχτεί, αλλά και τις σοβαρές αντιρρήσεις που έχει εκφράσει το ίδιο το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής.

Ολόκληρη η αναφορά του IPI στο Παρατηρητήριο καταγραφής παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου έχει ως εξής:

Στις 22 Δεκεμβρίου 2022, το ελληνικό κοινοβούλιο επικύρωσε έναν νέο νόμο για τα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του σχηματισμού ειδικής επιτροπής, η οποία θα είναι επιφορτισμένη με την επίβλεψη της συμμόρφωσης των διαδικτυακών μέσων με τη δημοσιογραφική δεοντολογία και θα έχει την εξουσία να αποκλείει τα μέσα ενημέρωσης από τη λήψη κρατικής διαφήμισης για έως και δύο έτη. Ο νόμος πυροδότησε συζήτηση στον ελληνικό χώρο των ΜΜΕ. Ενώ η συνολική κίνηση για την αύξηση της δεοντολογίας των μέσων ενημέρωσης έγινε ευρέως ευπρόσδεκτη, ορισμένα μέσα ενημέρωσης εξέφρασαν την ανησυχία ότι οι νέοι κανόνες θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά, ώστε να αποκλειστούν σκόπιμα τα μέσα ενημέρωσης που επικρίνουν την κυβέρνηση από τη λήψη κρατικών διαφημιστικών εσόδων. Η κρατική διαφημιστική χρηματοδότηση αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων στο ελληνικό οικοσύστημα μέσων ενημέρωσης και τα τελευταία χρόνια τα επικριτικά μέσα έχουν αποκλειστεί ή έχουν λάβει δυσανάλογα μικρότερη χρηματοδότηση από κυβερνητικές επικοινωνιακές εκστρατείες.

Ο νόμος προβλέπει τη δημιουργία Μητρώου Έντυπου Τύπου (ΜΕΤ) και Ηλεκτρονικού Μητρώου Τύπου (Μ.Η.Τ.). Η ένταξη των εταιρειών ΜΜΕ στα μητρώα συνδέεται με τη δυνατότητα εγγραφής διαφήμισης σε αυτά από τον δημόσιο τομέα και φορείς της γενικής κυβέρνησης και τη συμμετοχή τους σε προγράμματα κρατικής χρηματοδότησης. Επίσης, θεσπίζεται απαγόρευση διαφήμισης φορέων του Δημοσίου και της κυβέρνησης σε μη πιστοποιημένα έντυπα ή ιστοσελίδες με ενημερωτικό περιεχόμενο.

Επιπλέον, ορίζεται η έννοια του όρου «ηλεκτρονικός τύπος», ο οποίος περιλαμβάνει ιστοσελίδες και ιστολόγια με ενημερωτικό περιεχόμενο, που δημοσιεύει, μέσω του διαδικτύου, ειδήσεις, πληροφορίες, άρθρα, συνεντεύξεις ή οπτικοακουστικό υλικό με πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, αθλητικό, πολιτιστικό και άλλο περιεχόμενο, με ή χωρίς αποζημίωση. Για την εγγραφή πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η υποχρεωτική απασχόληση ελάχιστου αριθμού δημοσιογράφων και λοιπού προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων και κατηγοριών. Μεταξύ των προϋποθέσεων είναι ότι η εταιρεία ηλεκτρονικού Τύπου «δεν περιέχει υλικό, το οποίο αποτελεί αναπαραγωγή του περιεχομένου που έχει αναρτηθεί σε άλλη ιστοσελίδα, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του τελευταίου». Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής που θα κρίνει εάν έχουν ληφθεί υπόψη οι αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η Επιτροπή αποστέλλει γραπτή γνωμοδότηση στη Διεύθυνση Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης, η οποία εκδίδει απόφαση για τη διαγραφή της εταιρείας από τα αντίστοιχα μητρώα.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ο νόμος δίνει την εξουσία σε μια επιτροπή να κρίνει εάν ένα μέσο ενημέρωσης τηρεί τη δημοσιογραφική δεοντολογία και όχι από έναν αυτορυθμιζόμενο φορέα του κλάδου. Σύμφωνα με το νέο ρυθμιστικό σύστημα, η επιτροπή έχει την εξουσία να αποκλείει τα διαδικτυακά μέσα από την κρατική οικονομική στήριξη και τις κρατικές διαφημίσεις, για διάστημα έως και δύο ετών. Εκφράστηκαν επίσης ανησυχίες για την ανεξαρτησία της επιτροπής. Σύμφωνα με το νόμο, ο πρόεδρος της επιτροπής θα είναι πάντα από το Ίδρυμα Μπότση, ένα δημοσιογραφικό ινστιτούτο. Λόγω αρκετών διαφωνιών για το νόμο, ακόμη και από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, ο νόμος δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη και δεν έχει συγκροτηθεί η Επιτροπή Δεοντολογίας. Οι κανόνες δεν θα ισχύουν για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.

Επιπλέον, τρεις εκπρόσωποι των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης θα συμμετάσχουν στην Επιτροπή. Ένας ιδιοκτήτης ιστοτόπου πληροφοριών, ένας ιδιοκτήτης εφημερίδας πανελλαδικής κυξλοφορίας και ένας ιδιοκτήτης περιφερειακής εφημερίδας. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι δυνατό για τον ιδιοκτήτη μιας έκδοσης, η οποία είναι στην πραγματικότητα ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες, να κρίνει εάν οποιαδήποτε άλλη εφημερίδα ή ιστότοπος παραβιάζει τη δεοντολογία και εάν, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να εξαιρεθεί από τη λίστα των μέσων στα οποία θα διανεμηθεί κυβερνητική διαφήμιση. Πέραν των παραπάνω, στην επιτροπή θα συμμετέχουν και δύο εκπρόσωποι δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΕΣΗΕΑ και ΠΟΕΣΥ), δύο καθηγητές πανεπιστημίου με ειδίκευση στη δημοσιογραφία και την επικοινωνία.

Η ΕΣΗΕΑ υποστήριξε τον νόμο, δηλώνοντας ότι θα βοηθήσει στον αποκλεισμό ορισμένων πολύ χαμηλού επιπέδου εφημερίδων «κίτρινου τύπου» από τη δημόσια διαφήμιση. Οι επικριτές του νόμου εξέφρασαν ανησυχίες ότι η εξουσία που θα δοθεί στην Επιτροπή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατάχρηση εναντίον οποιουδήποτε ερευνητικού και ανεξάρτητου ειδησεογραφικού μέσου, εντοπίζοντας μικρά λάθη στη δημοσιογραφική δεοντολογία. Φοβούνται ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την επιτροπή για να ελέγξει περαιτέρω τον τομέα των μέσων ενημέρωσης, αγνοώντας τους δημοσιογραφικούς φορείς που ήδη τηρούν την ηθική του Τύπου.

Documento Newsletter