Αντίθετο με το Σύνταγμα έκρινε -κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης της Βουλής- η συντριπτική πλειονότητα των εκπροσώπων των αρμόδιων φορέων το νομοσχέδιο για τις υποκλοπές. Μόνη εξαίρεση ήταν το μέλος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Νίκος Φιστόπουλος, ο οποίος πήρε τη σκυτάλη από τη Βασιλική Βλάχου, κρίνοντας πως ούτε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ.
Τον χορό της ακρόασης των φορέων και της σκληρής κριτικής κατά της κυβέρνησης άνοιξε ο πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Κωνσταντίνος Μενουδάκος, ο οποίος έκρινε πως το σχέδιο νόμου «στερεί δικαιώματα» αντί να τα προασπίζει, τονίζοντας πως «κινδυνεύει να καταρρεύσει όχι μόνο το απόρρητο των επικοινωνιών, αλλά όλο το σύστημα των προσωπικών δεδομένων».
Από την πλευρά της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η Ελευθερία Κώνστα κάλεσε τη συμπολίτευση να συμπεριλάβει στο νομοσχέδιο τη διατύπωση αιτιολόγησης στις διατάξεις άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, ενώ χαρακτήρισε «πάρα πολύ μεγάλο» το χρονικό διάστημα των τριών ετών για την ενημέρωση των προσώπων που τέθηκαν υπό παρακολούθηση.
«Είμαστε κάθετα αντίθετοι»
Εν συνεχεία, ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, Δημήτρης Βερβεσός, ξεκαθάρισε πως «είμαστε κάθετα αντίθετοι με το νομοσχέδιο», το οποίο -σύμφωνα με τα λεγόμενά του- βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθώς «δεν διασφαλίζει κανένα δικαίωμα των πολιτών». Επισήμανε δε πως το σχέδιο νόμου εξυπηρετεί την κυβερνητική ανάγκη επικοινωνιακής διαχείρισης του σκανδάλου των υποκλοπών.
Ως προς τις διατάξεις του νομοσχεδίου, ο κ. Βερβεσός υπογράμμισε την ανάγκη να αφαιρεθεί η αρμοδιότητα για τη λήψη απόφασης επί των άρσεων απορρήτου από εισαγγελικούς λειτουργούς και αυτή να ανατεθεί σε αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. «Η παρουσία του δεύτερου εισαγγελέα δεν λύνει το πρόβλημα» συμπέρανε και εξήγησε ότι ο διορισμός του δεύτερου εισαγγελέα θα προκύψει μετά από απόφαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος έχει τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο αξίωμα μετά από κυβερνητική απόφαση.
«Διαφωνούμε με την απουσία αιτιολόγησης» είπε αναφορικά με τις διατάξεις άρσεις απορρήτου, καθιστώντας σαφές πως «από τη στιγμή που αίρεται το απόρρητο πρέπει να αιτιολογείται και όχι μόνο να παραπέμπει στο αίτημα της ΕΥΠ». Αποκάλεσε, επίσης, «γράμμα κενό» την πρόβλεψη που θεσπίζει τη δυνατότητα ενημέρωσης του θιγόμενου μετά από τρία χρόνια, την οποία συνδύασε με την καταστροφή των αρχείων παρακολούθησης μετά από έξι μήνες.
Εξέφρασε, τέλος, τη διαφωνία της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων σχετικά με την αρμοδιότητα που αποκτά ο πρόεδρος της Βουλής για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, ζητώντας «πολυπρόσωπο όργανο».
«Ανατροπή συνταγματικής λογικής»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, Χρήστος Ράμμος. Ο επίτιμος αντιπρόεδρος του ΣτΕ διατύπωσε την αντίθεση της Αρχής σε σχέση με το καθεστώς του «εγκατεστημένου εισαγγελέα στην ΕΥΠ» διότι -όπως εξήγησε- η συνθήκη αυτή δεν διασφαλίζει την ανεξαρτησία του δικαστή. «Δεν μπορεί ένα πρόσωπο να αποφασίζει χωρίς αιτιολογία και όχι ένα δικαστικό συμβούλιο» συμπλήρωσε.
Έπειτα, χαρακτήρισε «αρχή του κράτους δικαίου» τη διατύπωση αιτιολογίας κατά τη διαδικασία άρσης απορρήτου, τονίζοντας πως «δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει». Για την απαγόρευση τήρησης αρχείου, διερωτήθηκε πώς θα γίνει πράξη η συνταγματική πρόβλεψη για έλεγχο από την ΑΔΑΕ στην ΕΥΠ και πρόσθεσε πως «είμαστε πλήρως αντίθετοι με την αφαίρεση αρμοδιότητας ενημέρωσης του θιγόμενου από την ΑΔΑΕ». «Αφαιρείται η αρμοδιότητα από την ΑΔΑΕ για να δοθεί σε τριμελές όργανο που έχει εκδώσει τη διάταξη έτσι ώστε να κρίνουν οι ίδιοι τις δικές τους πράξεις» καυτηρίασε, αποκαλώντας «μη ανεξάρτητο» το όργανο που θα αποφασίζει για την ενημέρωση των παρακολουθούμενων.
Κατά τον κ. Ράμμο, συνιστά πρόβλημα η επιβολή διαστήματος τριών χρόνων μετά τη λήξη της παρακολούθησης για την ενημέρωση του θιγόμενου, διατυπώνοντας το ερώτημα γιατί η γνωστοποίηση της παρακολούθησης να μη γίνεται ακόμα και την επόμενη μέρα εάν δεν επιβεβαιώνονται οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν. Μίλησε δε για «ανατροπή της συνταγματικής λογικής» με αφορμή τη διεύρυνση των παραβάσεων που μπορούν να μετατραπούν σε αιτία άρσης του απορρήτου, αφού σε αυτά εντάσσονται πλέον αρκετά πλημμελήματα.
«Ναι» στην παρακολούθηση της ΠτΔ
Όσον αφορά τον εκπρόσωπο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, ο Ν. Φιστόπουλος υποστήριξε πως το νομοσχέδιο κινείται προς την σωστή κατεύθυνση και -όπως προαναφέρθηκε- τάχθηκε υπέρ της παρακολούθησης ακόμα και της Προέδρου της Δημοκρατίας. Ειδικότερα, μετά από ερώτηση του Χρήστου Σπίρτζη, ο αντεισαγγελέας Εφετών απάντησε αμήχανα: «Είναι ένα υποθετικό ερώτημα. Στο άρθρο 3 και 4 του νομοσχεδίου προβλέπονται οι διαδικασίες άρσης απορρήτου για πολιτικά πρόσωπα. Εάν και εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, δεν θα υπήρχε κάποια διάκριση αναφορικά με οποιοδήποτε πρόσωπο».
Διαβάστε εδώ: Μέλος της Ένωσης Εισαγγελέων στη Βουλή: «Ναι» στην παρακολούθηση της ΠτΔ, δεν υπάρχουν διακρίσεις