Συνάντηση με έναν από τους πιο γνωστούς σουβλατζήδες του Αγίου Δημητρίου
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ακόμη το Μπραχάμι λεγόταν Μπραχάμι και όχι Αγιος Δημήτριος, θυμάμαι τα παιδιά να το σκάνε ομαδικά από τις γειτονιές τα απογεύματα για να κατέβουν στην Αγίου Δημητρίου, την κεντρική λεωφόρο της περιοχής, να φάνε το θρυλικό σουβλάκι του Βαγγέλη Τσάλα.
Για να φτάσουν ως εκεί περνούσαν από τις γειτονιές με τα χαμηλά σπίτια και τις αυλές με τις λεμονιές, διέσχιζαν το ρέμα της Πικροδάφνης, που τότε ήταν γεμάτο βατράχια και πουλιά, και έκοβαν δρόμο μέσα από τα απερίφραχτα οικόπεδα με τα αγριόχορτα στα οποία αρκετά χρόνια αργότερα θα ύψωναν οι κατασκευαστές πολυκατοικίες με τζάκια. Καθόμουν έξω από το μαγαζί με το σουβλάκι στο χέρι και χάζευα τον Βαγγέλη να δουλεύει. Στο παιδικό μυαλό μου η όλη διαδικασία έπαιρνε κινηματογραφικές διαστάσεις, μια και μου φαινόταν ότι φυσιογνωμικά έμοιαζε με δίδυμο αδερφό του Κλιντ Ιστγουντ. Είχα να τον δω καιρό όταν του τηλεφώνησα για να του κλείσω ραντεβού. Γνωριζόμαστε μια ζωή ολόκληρη και στην ουσία δεν ήξερα σχεδόν τίποτε για εκείνον. Πέρασα ένα μεσημέρι από το μαγαζί και καθίσαμε να μου τα πει.
«Γεννήθηκα στους Παραμερίτες του Αλιβερίου. Από εκεί ξεκίνησα. Μόλις έβγαλα το δημοτικό ήρθα στην Αθήνα. Εμεινα μαζί με έναν συμπέθερό μου στην πλατεία Βάθη, σε μια γκαρσονιέρα ξύλινη. Ησυχα ήταν εκεί, φτώχεια μεγάλη είχαμε όμως. Θυμάμαι τότε που ήρθε από το χωριό η μάνα μου και μου έφερε ένα καρβέλι ψωμί και μια βαριά κουρελού για να μην κρυώνω. Ανησυχούσαν για μένα. Είχα και έναν δάσκαλο στο σχολείο, τον Σκαρλή, που είχε έρθει και αυτός κάποια στιγμή στην Αθήνα να δει αν ζούσα καλά.
Ξεκίνησα να δουλεύω ως βοηθός σερβιτόρου στο “Ελληνικόν” στην Ομόνοια. Το καλύτερο εστιατόριο ήταν αυτό τότε. Μέχρι ο Καραμανλής έτρωγε εκεί. Μετά, γύρω στο 1972-73, έπιασα δουλειά στη “Λιβαδειά” με τα σουβλάκια, στη συμβολή Γλάδστωνος και Κάνιγγος. Ξέρεις πόσα σουβλάκια πουλάγαμε τη μέρα; Τέσσερις χιλιάδες κομμάτια, ξυλάκι καλαμάκι, χειροποίητο. Περνάγανε το κρέας με το χέρι. Ωραίες εποχές. Εκεί δούλεψα γύρω στα επτά χρόνια.
Η Ομόνοια εκείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου επικίνδυνη, ήταν πολύ ήσυχη. Λίγος κόσμος, λίγα αυτοκίνητα, καμία σχέση με τώρα. Αν εξαιρέσουμε τις μέρες που έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Εκείνες τις μέρες φτιάχναμε σουβλάκια και τα πηγαίναμε στο Πολυτεχνείο, στους αγωνιστές που είχαν κλειστεί μέσα. Την ώρα που έριξαν την πύλη δεν δουλεύαμε. Στη συνέχεια απαγορεύτηκε η κυκλοφορία μετά την εβδόμη εσπερινή. Εμείς κυκλοφορούσαμε, αλλά με προσοχή. Μας κυνηγούσαν, κλεινόμασταν μέσα στα μαγαζιά. Ο Παπαδόπουλος έλεγε “αποφασίζομεν και διατάσσομεν” και ότι ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Τέτοια έλεγε συνέχεια από την τηλεόραση. Και είδαμε τι έγινε μετά.
Αφού έφυγα από τη “Λιβαδειά” πήγα και δούλεψα σε άλλο μαγαζί, στη Στοά Πιγκουίνου, εκεί που βγαίνει από την Ομόνοια προς Πατησίων. Πέντε έξι χρόνια έμεινα εκεί. Μετά μου είπαν ότι πουλιόταν το μαγαζί αυτό. Το πήρα και ήρθα εδώ στο Μπραχάμι, το 1982. Αυτό που βλέπεις τώρα δεν είχε καμία σχέση με τότε. Παντού είχε χωματόδρομους, δεν είχε ούτε καν υπονόμους η περιοχή, οι πελάτες πατούσαν πάνω στα νερά για να έρθουν στο μαγαζί μου. Μετά φτιάχτηκαν όλα. Την εποχή εκείνη καθόμουν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και από εκεί έβλεπα τη θάλασσα. Τίποτε δεν έκλεινε τη θέα. Γύριζα προς τον Υμηττό και έβλεπα όλο το βουνό. Η Ηλιούπολη τότε είχε ένα σπίτι εδώ και ένα εκεί.
Το σουβλάκι έμαθα να το φτιάχνω στη “Λιβαδειά”. Και από την πρώτη στιγμή το δούλεψα σωστά και καθαρά, γι’ αυτό έκανα όνομα στην περιοχή. Οταν άνοιξα, ήθελα να κρατήσω το μαγαζί για χρόνια. Δεν είχα στον νου μου να κάνω κάτι που σήμερα θα είναι και αύριο δεν θα είναι. Να φανταστείς ότι έχω σταθερούς πελάτες από το 1982. Το σουβλάκι το κανονικό είναι κρέας, ντομάτα, κρεμμύδι, μαϊντανός. Αυτό είναι το γνήσιο και το κανονικό. Αυτό πρέπει να μείνει. Τέλος. Ολα τα άλλα, σος, μουστάρδες κ.λπ., δεν ταιριάζουν στο σουβλάκι.
Τις Κυριακές κλείνω το μαγαζί και ξεκουράζομαι. Πάω στο κτήμα μου και κάθομαι και ηρεμώ. Εχω λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές. Ασχολούμαι με τον κήπο. Καμιά φορά σκέφτομαι να πάω να ζήσω στο χωριό, αλλά εδώ έχω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Δουλεύω πια το μαγαζί μαζί με τα παιδιά μου. Ερχεται η κόρη μου το πρωί και το απόγευμα ο γιος μου. Είναι οικογενειακή υπόθεση πια.
Ερχεται συνέχεια κόσμος που μου ζητάει να του μάθω την τέχνη. Συνήθως Αλβανοί. Και Ελληνες έρχονται, όχι όμως πολλοί. Είναι δύσκολη δουλειά, έχει πολλή ορθοστασία και δεν έχει καμία σχέση με οχτάωρο. Για να γίνεις καλός μάστορας πρέπει να ξεκινήσεις από μικρός. Αυτός που είναι φορτηγατζής και ξαφνικά, χωρίς να ξέρει τη δουλειά, ανοίγει σουβλατζίδικο δεν είναι μάστορας. Βλέπουν ένα μαγαζί που δουλεύει καλά και νομίζουν ότι είναι εύκολο να κρατήσεις σουβλατζίδικο. Δεν είναι όμως. Εγώ μια ζωή κάνω αυτήν τη δουλειά. Ξεκίνησα με κοντά παντελονάκια και από εκεί έμαθα όλη την ιστορία, πώς γίνεται και το μαγειρευτό και το σουβλάκι και όλα. Ολα έχουν την τέχνη τους και τα μυστικά τους».