Ένα άγνωστο έργο της Λιλής Ζωγράφου, μία performance στη σιδερένια σκάλα Λυκαβηττού και ένα φεστιβάλ με αντιηγεμονικό χαρακτήρα
Η Ράνια Καπετανάκη υπογράφει τη σύλληψη και την εκτέλεση της site-specific performance «Πού έδυ μου το κάλλος». Το άγνωστο και εξαντλημένο έργο της Λιλής Ζωγράφου κινείται στα όρια μεταξύ διηγήματος, ποίησης και μονολόγου. Αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που συναντά τον έρωτα σε έναν Γερμανό κατά τη διάρκεια της Κατοχής και που υποχρεώνεται να ζήσει με την ανάμνησή του όταν τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούν. Η performance πραγματοποιείται στη σιδερένια σκάλα που οδηγεί στη σειρήνα του πολέμου στον Λυκαβηττό και αποτελεί μια απόπειρα συνομιλίας του ομώνυμου διηγήματος της Λιλής Ζωγράφου με το φυσικό τοπίο και το σώμα της περφόρμερ. Με αυτή την αφορμή μιλήσαμε με τη Ράνια Καπετανάκη για την πυκνή και λυρική γραφή της Ζωγράφου, για την ιστορία του ανέφικτου για την επαναδιεκδίκηση του δημόσιου χώρου και της τέχνης.
Γιατί επιλέξατε το εξαντλημένο έργο της Λιλής Ζωγράφου «Πού έδυ μου το κάλλος» και ποια στοιχεία του σας γοήτευσαν;
Το «πού έδυ μου το κάλλος» είναι ένα κείμενο που με συγκινεί από πολύ μικρή. Το πρωτοσυνάντησα στο βιβλιοπωλείο της γειτονίας μου στα 16 μου. Το διάβασα κ το ξαναδιάβασα σε προσωπικές και συλλογικές αναγνώσεις (είχα πάντα τη συνήθεια να διαβάζω μαζί με φίλες/ους). Έχουν περάσει τόσα χρόνια κ ακόμη με αγγίζει βαθιά. Πέρυσι που το ξαναέπιασα δεν μπορούσα πάλι να συγκρατήσω τα δάκριά μου. Νομίζω ότι είναι η συντήρηση του ανεκπλήρωτου που με ταράζει τόσο. Αυτή η επιλογή της Μαρίας να μην δει τον Φραντς όταν εκείνος επιστρέφει από τη Σιβηρία. Εκείνη που έζησε 30 χρόνια περιμένοντάς τον. Αυτή η τάση των ανθρώπων να μένουν μακριά από την επιθυμία τους, να προτιμούν τη φαντασίωση από την πραγματικότητα που μπορεί να τη φθείρει, με συγκλονίζει.
Κι έπειτα, η γραφή της Ζωγράφου είναι τόσο γοητευτική. Τόσο πυκνή, λυρική και σκληρή. Τριάντα χρόνια ζωής αποτυπώνονται σε μόλις 20 σελίδες που τις διαβάζει κανείς με μια ανάσα σχεδόν. Είναι κάτι μεγαλύτερο από μια ερωτική ιστορία αυτό το κείμενο. Είναι ο τρόπος που παρεισφρύουν οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας, που έρχονται σαν λόγια της ηρωίδας, σαν μια παράλληλη αφήγηση της ψυχικής της διαδρομής και που το κάνουν οικουμενικό. Και κυρίως είναι η ιστορία του ανέφικτου. Αυτού που δεν μας άφησαν άλλοι να εκπληρώσουμε, αλλά και που οι ίδιοι δεν μας αφήσαμε να αγγίξουμε.
Και, επιτρέψτε μου τη γενίκευση, νιώθω ότι μετά την πανδημία αναμετριόμαστε ακόμα περισσότερο με αυτό. Κάπως σαν να ήρθαμε πιο κοντά στη συνειδητοποίση της θνητότητας και να συναντηθήκαμε με ερωτήματα για το ποιες ή πώς θέλουμε να είμαστε και το αν θα ξοφλήσουμε τα χρωστούμενα στη ζωή και στους εαυτούς μας.
Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι το έργο διευρύνει τη συζήτηση για τα ζητήματα της πατριαρχίας, της εθνικής ταυτότητας, αλλά και για τη συνθήκη του πολέμου;
Ο έρωτας είναι εξ αρχής ένα πανανθρώπινο συναίσθημα. Υπερβαίνει κάθε διάκριση φύλου, φυλής, τάξης. Αποτελεί μια υπέρβαση αρχικά του εαυτού, κ στη συνέχεια των κοινωνικών νορμών και συμβάσεων. Είναι από μόνος του μια κοινωνική συνθήκη (απαιτεί τουλάχιστον έναν/μία ακόμη για να συμβεί) και όπως αναφέρει στο Εγκώμιο για τον έρωτα ο A. Badiou «στον έρωτα αγνοείται η προέλευση και κυριαρχεί η αποδοχή της διαφορετικότητας». Πόσο μάλλον όταν αυτός συμβαίνει σε συνθήκη πολέμου ανάμεσα σε ανθρώπους αντίπαλων στρατοπέδων. Είναι σαν να χλευάζει τις διαφορές και τα όρια που θέτουν οι άνθρωποι.
Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί κανείς να μη δει στο κείμενο πόσο διαφορετικά ο άντρας και η γυναίκα στέκονται απέναντι στο χρόνο. Και συνακόλουθα να μην αναγνωρίσει πόσο διαφορετικά στέκεται η κοινωνία απέναντι στον άντρα και τη γυναίκα και ειδικότερα όταν πρόκειται για τη σχέση με το γήρας. Αυτό που στους άντρες αναγνωρίζεται ως εμπειρία και πηγή γοητείας, τοποθετεί τις γυναίκες στο περιθώριο της επιθυμίας ή και της ζωής. Οι γυναίκες παραμένουν ευάλωτες στο βλέμμα της κοινωνίας και των αντρών, και μέσα από το πρίσμα του χρόνου. Και η αντίληψη αυτή εσωτερικεύεται σε τέτοιο βαθμό που το κοινωνικό προνόμιο των αντρών, επιτρέψτε μου και πάλι το νεολογισμό, καθίσταται ψυχικό.
Η παράσταση πραγματοποιείται στη σιδερένια σκάλα που οδηγεί στη σειρήνα του πολέμου στον Λυκαβηττό. Με ποιον τρόπο το έργο συνομιλεί με το τοπίο και παράγει περιεχόμενα από αυτή τη σύμπραξη;
Είναι κάπως αντίστροφη η σχέση κειμένου και σκηνικού χώρου στην παράστασή μας. Το έργο φτιάχτηκε για αυτή τη σκάλα. Ήρθε πρώτα η υποβλητική εικόνα του τοπίου και εκείνη απαίτησε αυτό το κείμενο.
Θα λέγαμε ότι η παράσταση έχει 3 άξονες: το τοπίο, το σώμα και το κείμενο. Μόνο στη σύνθεσή τους υπάρχει. Το χυμώδες, νεανικό, ερωτευμένο σώμα, στεγνώνει, σκεβρώνει στο πέρασμα του χρόνου, στην απουσία του Άλλου. Η ανάβαση στη σιδερένια σκάλα αποτελεί το τίμημα του έρωτα. Και ο πόλεμος είναι πάντα εκεί ως ενδεχόμενο, όπως και η σειρήνα που ηχεί στην πόλη σε περίπτωση κήρυξής του.
Η κίνηση της Κατερίνας Γεβετζή, το κοστούμι της Δάφνης Αηδόνη, η μουσική του Λουκά Γιαννακίτσα και το βλέμμα της Μαριλένας Ρασιδάκη βρίσκουν στο Λυκαβηττό τον ιδανικό τόπο για να συντεθούν και να συνυπάρξουν.
Στην καλλιτεχνική σας πρακτική επικεντρώνεστε στην περφόρμανς στον δημόσιο χώρο. Σε ποιες περιοχές έχετε παρουσιάσει παρόμοιες καλλιτεχνικές δράσεις και με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι μπορούν να αποτελέσουν μία μορφή συλλογικής δράσης;
Είναι η πρώτη φορά που αυτό που κάνω μοιάζει περισσότερο με θέατρο. Μέχρι τώρα οι δουλειές μου ανήκαν στο πεδίο της εικαστικής περφόρμανς. Αν προσπαθούσα να τις περιγράψω θα έλεγα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν περισσότερο συλλογική εμπειρία, παρά θέαμα. Οπότε και δεν θα μπορούσα να μιλήσω για θεατές σε αυτές τις δράσεις, αλλά για μάρτυρες, συνοδοιπόρους.
Οι προηγούμενες περφόρμανς μου Errants, Unneeded και Reconstruction έχουν πραγματοποιηθεί στο Μεταξουργείο, στον Ελαιώνα και στο Λυκαβηττό αντίστοιχα. Στις δύο πρώτες η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους της γειτονιάς και τους περαστικούς ήταν συστατικό στοιχείο. Η δημιουργία κοινού βιώματος αποτελεί για μένα μια πρώτη μορφή συλλογικής δράσης.
Το Φεστιβάλ Λυκαβηττού αποτελεί ένα πείραμα στοχασμού και επαναπροσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο γίνονται τα φεστιβάλ. Τι προσπαθεί να πετύχει;
Θα δανειστώ μερικές φράσεις από το κείμενο της ταυτότητας του Φεστιβάλ Λυκαβηττού για να σας απαντήσω: «Στον πυρήνα της ταυτότητάς του βρίσκεται η διαφάνεια της διαδικασίας μέσα από τη δημοσιοποίηση των εσωτερικών διεργασιών, προβληματισμών, υλικών, η προσπάθεια μη ηγεμόνευσης, η επινόηση ενός άλλου τρόπου συνάντησης τόσο των καλλιτεχνικών έργων μεταξύ τους, όσο και των καλλιτεχνικών έργων με το κοινό».
Θα ήθελα όμως να σταθώ σε δύο ακόμα παραμέτρους που καθιστούν αυτό το εγχείρημα σημαντικό για μένα. Αρχικά το άνοιγμα της συζήτησης, αλλά και η έμπρακτη επαναδιεκδίκηση τόσο του δημόσιου χώρου, όσο και της τέχνης ως δημόσιο αγαθό. Και τέλος, η συνθήκη που το γέννησε. Μέσα στον πρώτο lockdown, όπου οι παρασταστικές τέχνες είχαν τεθεί σε αναγκαστική παύση, μια ομάδα ανθρώπων πήρε την πρωτοβουλία στήριξης των καλλιτεχνών, αλλά και του κοινού που είχε στερηθεί τη ζωντανή τέχνη, δημιουργώντας αυτό το Φεστιβάλ. Και αυτό μόνο ευγνωμοσύνη με κάνει να νιώθω.
INFO:
Κυριακή 22 Μαΐου, 19.00 /Διάρκεια: 30 λεπτά/ Τόπος: Σιδερένια σκάλα Λυκαβηττού/Στίγμα: 37°59’04.4″N 23°44’52.8″E /https://goo.gl/maps/3X1hJyAHXCCHPkei7/
Σημείο προ-συνάντησης: Παρκινγκ Λυκαβηττού, 18.45/ Τηλέφωνο: 6974 784617/Η περφόρμανς δημιουργήθηκε για το 3ου Φεστιβάλ Λυκαβηττού/Είσοδος ελεύθερη