Η αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ ύστερα από 16 χρόνια στην εξουσία θα είναι σύντομα γεγονός. Για πρώτη φορά από το 1949 στις γερμανικές εκλογές δεν κατεβαίνει υποψήφιος νυν καγκελάριος, κάτι που σημαίνει ότι η αλλαγή είναι αναπόδραστη. Η μάχη για τη διαδοχή της «μητερούλας» (Μutti) δεν θα κριθεί σήμερα, αφού δεν θα υπάρξει απόλυτος νικητής. Συνεπώς, τα μετεκλογικά σενάρια είναι πολλά και ιδιαίτερα περίπλοκα.
Η διαφορά ανάμεσα σε Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες είναι στα όρια του στατιστικού λάθους, αν και οι δεύτεροι φαίνεται ότι έχουν κατοχυρώσει διαφορά τριών μονάδων που δύσκολα θα ανατραπεί. Πράσινοι, Φιλελεύθεροι και Αριστερά παρουσιάζονται ως αξιόπιστοι κυβερνητικοί εταίροι, ενώ η ακροδεξιά (AfD) είναι απομονωμένη.
Το φαινόμενο Ανγκελα
Η παρουσία της Μέρκελ στη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU) έδινε την άνεση σε ψηφοφόρους που διαφορετικά δεν θα το επέλεγαν να το στηρίξουν στις εκλογές. Στις προηγούμενες εκλογές το CDU είχε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα στις γυναίκες ψηφοφόρους από κάθε άλλο κόμμα, για ευνόητους λόγους. Πλεονέκτημα που φαίνεται ότι χάνεται, σύμφωνα με τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις. Η Μέρκελ με τις κεντρώες πολιτικές της φαίνεται να προσέλκυσε ψηφοφόρους που δεν ήταν παραδοσιακά οπαδοί του CDU.
Αν και αυτή η πρακτική μοιάζει να ήταν η ιδανική για την ίδια, δεν ισχύει το ίδιο για το κόμμα της. Ακόμη και χωρίς τη Μέρκελ, οι ψηφοφόροι θα συνεχίσουν να ψάχνουν την προσωπικότητα και το ίδιο στιλ ηγεσίας. Γι’ αυτό τον λόγο ο υποψήφιος του SPD Ολαφ Σολτς έχει ανέβει στις δημοσκοπήσεις, αφού εμφανίζεται ως καταλληλότερος συνεχιστής του πραγματιστικού και σταθερού στιλ διακυβέρνησης της Μέρκελ.
Ατυχείς επιλογές διαδόχου
Η Μέρκελ φρόντισε να αφήσει ανθρώπους της εμπιστοσύνης της στο τιμόνι του κόμματος. Η αρχή έγινε το 2018 με την επιλογή της Ανεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ ως επικεφαλής του CDU. Η ΑΚΚ, όπως την αποκαλούν στη Γερμανία, αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 10 Φεβρουαρίου του 2020 όταν το CDU συνέπραξε με το AfD και το FDP για την ανάδειξη πρωθυπουργού στο κρατίδιο της Θουριγγίας. Μετά την αποχώρησή της η Μέρκελ έρανε με τη χάρη της τον Αρμιν Λάσετ, τον… πρόσχαρο πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Αναδείχτηκε επικεφαλής του CDU τον Ιανουάριο και υποψήφιος για την καγκελαρία τον Απρίλιο, έπειτα από «αιματηρή» εσωκομματική μάχη με τον φιλόδοξο Βαυαρό πολιτικό Μάρκους Ζέντερ, πρωθυπουργό της Βαυαρίας και επικεφαλής του αδερφού κόμματος του CDU στη Βαυαρία, της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU). Οταν ο Λάσετ έλαβε το χρίσμα της υποψηφιότητας για την καγκελαρία το ποσοστό του κόμματος βρισκόταν περί το 35%.
Επειτα από μια σειρά από γκάφες –με κυριότερη την εικόνα του όταν γελούσε πίσω από τον πρόεδρο Σταϊνμάγερ στις πληγείσες από καταστροφικές πλημμύρες περιοχές– κατάφερε να ρίξει το ποσοστό στην προτίμηση των ψηφοφόρων στο 22%, με ορισμένες δημοσκοπήσεις να δίνουν και μικρότερα ποσοστά. Με την εκλογική ήττα να είναι παραπάνω από πιθανή, στελέχη του CSU ζητούν την κεφαλή του επί πίνακι.
Η «επόμενη μέρα»
Ο Λάσετ στο πρόγραμμα των 100 πρώτων ημερών του στην εξουσία δίνει έμφαση στη στήριξη της μεσαίας τάξης και την ασφάλεια, σε μια προσπάθεια να «επαναπατρίσει» συντηρητικούς ψηφοφόρους. Είναι υπέρ της διατήρησης της Γερμανίας ως βιομηχανικής δύναμης, πράγμα που πρακτικά σημαίνει ότι είναι υπερβολικά ανεκτικός στις ρυπογόνες βιομηχανίες.
Τη θέση του αυτή αναγκάστηκε να κάνει πιο χλιαρή μετά τις πλημμύρες που έπληξαν τη Γερμανία. Αν και στην αρχή δήλωνε ότι «δεν θα αλλάξουμε ολόκληρη την προσέγγισή μας (σ.σ.: σε σχέση με το κλίμα) για μια μέρα σαν κι αυτή», αργότερα υποχώρησε λέγοντας ότι «πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αγωνιστούμε ενάντια στην κλιματική αλλαγή».
Εχει ξεκαθαρίσει ότι είναι υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αφού η επιστροφή στην κανονικότητα μετά την πανδημία θα σημάνει και την επιστροφή στην «ενάρετη» δημοσιονομική διαχείριση τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι είναι κατά της μονιμοποίησης των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, που δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση που έφερε η πανδημία.
Αντιτίθεται ακόμη και στην ενδεχόμενη μονιμοποίηση της αμοιβαιοποίησης του δανεισμού, που θα ήταν τα προεόρτια μιας «πιστωτικής ένωσης». Οι CDU/CSU, αλλά και το FDP κρούουν τον κώδωνα του ηθικού κινδύνου υποστηρίζοντας ότι σε μια τέτοια ένωση θα υπάρχουν μέλη που θα δανείζονται ανεξέλεγκτα αφού τα χρέη θα τα εγγυώνται οι Βρυξέλλες.
Σημαντικό ζήτημα είναι και το λεγόμενο «φρένο χρέους», που περιορίζει τον δανεισμό της Γερμανίας στο 0,35% του ΑΕΠ της χώρας (περίπου 10 δισ. ευρώ τον χρόνο). Ο Λάσετ είναι υπέρ της παραμονής του, ενώ υπάρχουν φωνές –κυρίως από τους Πράσινους– που ζητούν περισσότερο χώρο για ελιγμό, ειδικά τώρα που δρομολογείται η πράσινη μετάβαση.
Ο πιο πιθανός κληρονόμος
Ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία Ολαφ Σολτς έχει αναδειχτεί πιο πιθανός διάδοχος της Μέρκελ (φωτογραφία). Υπηρέτησε ως υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης, στη θέση του «σκληρού» Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και κατάφερε να αναστρέψει το κλίμα για τους Σοσιαλδημοκράτες επαναφέροντάς τους σε τροχιά πρώτης θέσης. Το SPD έχει να κατακτήσει τον θώκο της καγκελαρίας από την εποχή του Γκέρχαρντ Σρέντερ το μακρινό 2005, όταν και αντικαταστάθηκε από τη Μέρκελ.
Εκτοτε οι Σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες του CDU-CSU, πάντοτε όμως βρίσκονταν στη σκιά και καταλάμβαναν ένα ή δύο κορυφαία υπουργεία. Πλέον όμως έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν κυβέρνηση με δικούς τους όρους και το οφείλουν κυρίως… στους αντιπάλους τους. Ο υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών Αρμιν Λάσετ και η υποψήφια των Πρασίνων Αναλένα Μπέρμποκ μέσα από τις γκάφες ή τις παραλείψεις τους δίνουν την ευκαιρία στο παραπαίον SPD να νεκραναστηθεί.
Αυτό δεν συνέβη εξαιτίας κάποιας ριζοσπαστικής πρότασης ή μαζικής κομματικής δουλειάς αλλά λόγω της μάχης των προσώπων που χαρακτηρίζει τη γερμανική πολιτική αρένα. Οι πολιτικές θέσεις, τα προγράμματα και οι συμβολισμοί μεταξύ των κομμάτων δεν απέχουν παρασάγγας αλλά περιστρέφονται στο κέντρο και συνακόλουθα κερδίζει η «σοβαρότητα» των προσώπων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Σολτς επένδυσε στην εικόνα ενός σοβαρού, πράου και μετριοπαθούς πολιτικού που είναι ο ιδανικός αντικαταστάτης της «μητερούλας» Μέρκελ.
Οι Πράσινοι έχουν «κολλήσει»
Οι Πράσινοι της Γερμανίας γεννήθηκαν μέσα από τις διαδηλώσεις για το περιβάλλον πριν από τέσσερις δεκαετίες και μέχρι τον Μάιο όλα τα δεδομένα έδειχναν ότι ίσως το 2021 θα είναι η χρονιά τους. Η υποψήφια του κόμματος για την καγκελαρία Αναλένα Μπέρμποκ (φωτογραφία) είχε όλα τα στοιχεία που θεωρητικά θα της έδιναν το συγκριτικό εκλογικό πλεονέκτημα.
Κι όμως, η αδυναμία διαφοροποίησης από τη μήτρα των πολιτικών του SPD, οι κατηγορίες για λογοκλοπή και κάποιες υπερβολές στο βιογραφικό της έκαναν τη διαφορά και κατέδειξαν στους ψηφοφόρους ότι δεν θα φέρει την αλλαγή που ευαγγελιζόταν. Αυτή και το κόμμα της επί της ουσίας έχασαν στα σημεία λόγω απειρίας αλλά και λιγότερης προβολής.
Σε κάθε περίπτωση, εάν το SPD όντως είναι το πρώτο κόμμα την Κυριακή, τότε είναι πολύ πιθανόν οι Πράσινοι να έχουν μία θέση στη κυβέρνηση και η Μπέρμποκ ένα κορυφαίο υπουργείο ως σημαντική κυβερνητική εταίρος.
Οι Πράσινοι σε περίπτωση που εισέλθουν στην κυβέρνηση είναι σίγουρο ότι θα βάλουν ψηλά στην ατζέντα το ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης και τον μηδενισμό των ρύπων σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ενόσω στην εξωτερική πολιτική δεν διαφοροποιούνται ούτε στο ελάχιστο από την αντίληψη των Σοσιαλδημοκρατών και των Χριστιανοδημοκρατών, ενδεχομένως να είναι βασιλικότεροι του βασιλέως σε θέματα όπως το ΝΑΤΟ, η Ρωσία και η ΕΕ.
Φάσκει και αντιφάσκει η Αριστερά
Το Die Linke κράτησε αντιφατική στάση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ανάμεσα σε μια παραδοσιακή αντικυβερνητική στάση και την παράκληση συγκρότησης προοδευτικής κυβέρνησης. Απ’ ό,τι φαίνεται, η ηγεσία του κόμματος πλέον τείνει προς τη δεύτερη επιλογή.
Ειδικότερα, ο ιστορικός ηγέτης της γερμανικής Αριστεράς Γκρέγκορ Γκίζι (φωτογραφία) σε πρόσφατη συνέντευξή του ανέφερε ότι το Die Linke είναι έτοιμο για μετεκλογικές συζητήσεις με το SPD και τον από κοινού σχηματισμό κυβέρνησης.
Ο ίδιος έριξε νερό στο κρασί του λέγοντας ουσιαστικά ότι η Αριστερά δεν θα εγείρει αντιρρήσεις σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής όπως το ΝΑΤΟ, αφού αποτελούν «οράματα» και όχι προϋποθέσεις. Εκεί που θα ρίξει το βάρος του είναι η μείωση των ανισοτήτων, η πράσινη μετάβαση και οι δημόσιες επενδύσεις. Εάν το σενάριο της συγκυβέρνησης δεν ευοδωθεί, τότε το Die Linke θα επιστρέψει στο πεζοδρόμιο κάνοντας πιο παραδοσιακή αντιπολίτευση.
Σενάρια κυβερνητικού παζλ
Οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς θα ακολουθήσουν δύο σενάρια την επαύριον των εκλογών. Το πρώτο προβλέπει συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους ή Φιλελεύθερους.
Το δεύτερο σενάριο εκτιμά ότι ο Σολτς θα επιχειρήσει κάποιου είδους πολιτική αλλαγή και θα εντάξει και το Die Linke στην κυβέρνηση. Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα ο Σολτς δεν φαίνεται να έχει καταλήξει. Ωστόσο ο Λάσετ ήδη τον πιέζει να απομονώσει την Αριστερά, ενώ ο Σολτς δεν απορρίπτει τίποτε, θέλοντας να ενισχύσει τη θέση του στις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις κορυφής.
Βέβαια, το δεύτερο σενάριο που συνηγορεί στην εξώθηση της κεντροδεξιάς στην αντιπολίτευση ίσως ναρκοθετήσει το πεδίο για τον Σολτς, αφού θα τους παραχωρήσει το προνόμιο της κριτικής στις πολιτικές και στα μοιραία λάθη του.
Τα θέματα που σίγουρα θα βάλει στην ατζέντα μια καγκελαρία Σολτς είναι η αύξηση των μισθών, οι δημόσιες επενδύσεις και μια μετριοπαθής πράσινη μετάβαση που θα διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας. Ως προς την εξωτερική πολιτική, η γραμμή είναι business as usual, δίχως να αιτείται κάτι διαφορετικό από τα κεκτημένα στην Ευρώπη και στον κόσμο.