«Δεν βρισκόμαστε όμως αντιμέτωποι αυτήν τη στιγμή με μια μαζική απώλεια δασικού πλούτου. Εχουμε όμως πολύ στοχευμένα και συγκεκριμένα προβλήματα. Και δεν έχουν και όλα τα δάση την ίδια οικολογική σημασία. Κοιτάξτε την Εύβοια τώρα, παραδείγματος χάρη, όπου δυστυχώς όλο το βόρειο κομμάτι πρακτικά έχει καεί – φαντάζομαι λίγες νησίδες πρασίνου που ελπίζω να έχουν διασωθεί. Η κεντρική Εύβοια, όμως, ο δρυμός της Δίρφης, έχει μείνει άθικτος. Πρέπει να τον προστατεύσουμε πάση θυσία. Θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στον σχεδιασμό μας για την επόμενη αντιπυρική περίοδο. Το ίδιο μπορεί να ισχύει για τα περιαστικά δάση, για τον πυρήνα της Πάρνηθας, τον οποίο ευτυχώς μπορέσαμε και σώσαμε, ή για άλλα δάση τα οποία μπορεί να έχουν μια ιδιαίτερη οικολογική σημασία, όπως το Μαίναλο, η Φολόη ή η Δαδιά».
Αυτά ήταν τα λόγια του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συνέντευξη Τύπου που είχε παραχωρήσει στις 12 Αυγούστου 2021, την ώρα δηλαδή που οι πυροσβέστες έσβηναν τις τελευταίες φλόγες της τεράστιας πυρκαγιάς που κατέκαψε το πυκνό δάσος της βόρειας Εύβοιας. «Δεν έχουν όλα τα δάση την ίδια οικολογική σημασία» και «ο δρυμός της Δίρφης έχει μείνει άθικτος. Πρέπει να τον προστατεύσουμε πάση θυσία».
Αυτό που δεν περίμενε βέβαια ήταν ότι ένα χρόνο αργότερα ο τεράστιας οικολογικής σημασίας για τα Βαλκάνια εθνικός δρυμός της Δαδιάς θα «μίκραινε» μέσα σε λίγα 24ωρα κατά 45.000 στρέμματα, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος, τα 25.000 εκ των οποίων αντιμετωπίζουν «απολύτως καταστροφικές επιπτώσεις». Πού να ήξερε, επίσης, ότι ένα χρόνο μετά τις δηλώσεις του περί της διαφορετικής οικολογικής σημασίας κάθε δάσους μια φωτιά που θα έμενε ενεργή για τουλάχιστον δώδεκα μέρες θα κατέκαιγε και ένα μεγάλο μέρος του σπάνιας ομορφιάς δάσους της Βάλια Κάλντα.
Ενα χρόνο μετά την οικολογική καταστροφή της βόρειας Εύβοιας (αλλά όχι και της Δίρφυος, όπως πανηγυρικά είχε δηλώσει τότε ο πρωθυπουργός) το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών ανακοίνωσε ότι μόνο μέσα στον Ιούλιο του 2022 οι φωτιές επηρέασαν συνολική έκταση μεγαλύτερη των 130.000 στρεμμάτων σημαντικών και… ασήμαντων δασών.
Χωρίς σχέδιο για τους εθνικούς δρυμούς
Το γεγονός ότι οι εθνικοί δρυμοί έχουν αφεθεί στο έλεος της τύχης τους αναδεικνύει στο Documento και ο Κώστας Ποϊραζίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Περιβάλλοντος στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και πρώην πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Δαδιάς, κρούοντας μάλιστα τον κώδωνα του κινδύνου όχι μόνο για τις πυρκαγιές, αλλά και για τις μεταπυρικές παρεμβάσεις μεγάλων εταιρειών, που προσεγγίζουν, όπως λέει, την κυβέρνηση. «Αυτό που φοβάμαι στην περιοχή αυτή, όπως έγινε και στην Εύβοια, είναι ότι θα πλακώσουν πάλι διάφοροι χορηγοί αναδασώσεων ή θα προσεγγίσουν την κυβέρνηση μεγάλες εταιρείες, ελληνικές και διεθνείς, και φοβάμαι ότι η μεταπυρική αναγέννηση θα κάνει μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι έχει κάνει η πυρκαγιά» τονίζει ανήσυχος ο κ. Ποϊραζίδης, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι «σίγουρα δεν χρειάζεται καθόλου τεχνητή αναδάσωση, με τίποτε», εξηγώντας ότι τα μεσογειακά δάση έχουν φυσικούς μηχανισμούς αναγέννησης και μάλιστα σε σύντομο χρόνο.
Ο καθηγητής σημειώνει επίσης ότι είναι αναγκαία μια συνολική αλλαγή στο δόγμα της πολιτικής προστασίας που να εκτείνεται από τον Εβρο και τη Δαδιά μέχρι την Πεντέλη, την Ηλεία και την Κρήτη. «Δεν έχουμε οργανώσει την πολιτική προστασία σε κλίμακα δήμων και χωριών ώστε να είναι οργανωμένοι με μικρά πυροσβεστικά, με εκπαιδευμένες ομάδες που θα πληρώνονται το καλοκαίρι, που να κάνει την πρώτη επέμβαση. Αυτήν τη στιγμή έχουν τον ρόλο θεατή. Αν πήγαιναν οι άνθρωποι στα πρώτα δέκα λεπτά στη Δαδιά, θα την είχαν σβήσει. Πολιτική προστασία δεν είναι να φέρνουν τις μπουλντόζες και να εκκενώνουν τον κόσμο. Πολιτική προστασία είναι η κοινωνία να είναι εκπαιδευμένη να μπαίνει στη φωτιά» τονίζει.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα όσα είπε στο Documento ο συνταγματάρχης πεζικού ε.α. Σπύρος Σταματόπουλος, ο οποίος είχε υπηρετήσει για χρόνια σε στρατόπεδο στην περιοχή της Δαδιάς. Οπως εξηγεί, η χρήση του στρατού στην προστασία των δασών αλλά και στην κατάσβεση των πυρκαγιών δεν συνοδεύεται ούτε από εκπαίδευση ούτε από θεσμική κάλυψη. «Τον στρατό τώρα πώς τον στέλνεις εκεί πέρα; Με ποια δικαιοδοσία; Δεν υπάρχει καμία εκπαίδευση εδώ και δεκαετίες. Στέλνουμε τους στρατιώτες με ένα κλαρί να πάνε να σβήσουν τη φωτιά. Στέλνουμε τους στρατιώτες να απεγκλωβίσουν κόσμο στην Αττική οδό. Αυτό τι αποδεικνύει; Οτι δεν υπάρχει κράτος μήπως;» αναρωτιέται ο κ. Σταματόπουλος.
Παράλληλα σημειώνει το θεσμικό κενό που υπάρχει στο θέμα της πρόληψης των πυρκαγιών και στον ρόλο του στρατού σε αυτήν τη διαδικασία: «Θα έπρεπε να υπάρχει αίτημα από τον στρατό προς την πολιτεία να μας καθορίσει επακριβώς τι πρέπει να κάνουμε. Θα περιπολούμε μέσα σε ένα δάσος. Εγώ ο στρατιωτικός, αν βρω εσένα να βάζεις φωτιά, με ποιο δικαίωμα θα σε συλλάβω; Ο στρατιωτικός τι θα κάνει; Δεν φέρει οπλισμό εκτός στρατοπέδου. Πρέπει να υπάρχουν κανόνες εμπλοκής σαφέστατοι» τονίζει ο πρώην στρατιωτικός.
Εκκωφαντική σιωπή από τα ΜΜΕ
Σε αντίθεση πάντως με τις περσινές πυρκαγιές σε Αττική και Εύβοια, όπου τα ΜΜΕ στάθηκαν σε κάποιο βαθμό στο ύψος των περιστάσεων με πολύωρες έκτακτες εκπομπές και τηλεοπτικά συνεργεία στα πεδία των καταστροφών, η εικόνα φέτος ήταν αρκετά διαφορετική. Με εξαίρεση τη φωτιά στην Πεντέλη που καλύφθηκε δημοσιογραφικά λόγω της εγγύτητάς της με τον αστικό ιστό, οι φωτιές στα… σημαντικά δάση δεν έλαβαν την προσοχή που άξιζαν.
Οι φωτιές στους εθνικούς δρυμούς της Δαδιάς και της Βάλια Κάλντα πέρασαν στα «ψιλά» των δελτίων ειδήσεων, παρά την ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή που προκάλεσαν. Το κυβερνητικό θεώρημα ότι αν κάτι δεν το πουν τα κανάλια και δεν το γράψουν οι εφημερίδες τότε δεν συνέβη ποτέ, δεν φαίνεται να επαληθεύεται από τη βιωμένη πραγματικότητα.
Οι πηγές ενημέρωσης έχουν τόση ποικιλομορφία που ο απόλυτος έλεγχος της πληροφορίας είναι επί της ουσίας μια αέναη –και πολυέξοδη– κυβερνητική προσπάθεια με απελπιστικά βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Τα social media, αλλά και τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ που στρέφουν το βλέμμα στην Ελλάδα όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, αποτελούν «ρήγματα» στη μιντιακή ομερτά που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη για όλα τα φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας.
Αλλωστε δεν πάνε παρά λίγες εβδομάδες από τότε που η Deutsche Welle δημοσίευσε εκτενές ρεπορτάζ στο οποίο επέκρινε την ελληνική κυβέρνηση για την επιλογή της να προχωρήσει σε προσλήψεις ιερέων και αστυνομικών αντί πυροσβεστών και θύμισε την οργισμένη αστυνομική επίθεση κατά των εποχικών πυροσβεστών που ζητούσαν τη μονιμοποίησή τους μετά τις φωτιές στην Εύβοια.
«Ωστόσο η κυβέρνηση φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί πλήρως τη σοβαρότητα της κατάστασης ή να έχει άλλες προτεραιότητες. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν αυξηθεί δυσανάλογα οι επενδύσεις στα σώματα ασφαλείας και όχι μόνο. Αστυνομικοί και ιερείς φαίνεται να αποτελούν προτεραιότητα της κυβέρνησης αντί των πυροσβεστών» γράφει μεταξύ άλλων στο άρθρο του στην Deutsche Welle ο δημοσιογράφος Φλόριαν Σμιτς.
Επειδή οι υπουργοί της κυβέρνησης, πολλώ δε μάλλον ο ίδιος ο πρωθυπουργός, δυσκολεύονται πολύ να μιλήσουν στο Documento, ας απευθύνουμε το ερώτημά μας από εδώ: Ποιος είναι υπόλογος για το γεγονός ότι αν και τον περασμένο Αύγουστο, με αφορμή τη Δίρφη, ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει ρητά ότι δάση όπως της Δαδιάς θα πρέπει να προστατευτούν «πάση θυσία» και ότι αυτό «θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στον σχεδιασμό μας για την επόμενη αντιπυρική περίοδο», τελικά η Δαδιά υπέστη φέτος ένα καταστροφικό πλήγμα; Εγιναν οι αναγκαίες κινήσεις την περίοδο πριν από τις φωτιές ώστε να μη χρειάζεται σήμερα να υπάρχουν ομάδες εθελοντών που να έχουν αναλάβει το θλιβερό καθήκον να μετρούν τα καμένα κουφάρια ζώων και πουλιών;