Ολομέτωπη επίθεση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για το σκάνδαλο υποκλοπών αλλά και των νομοθετικών παρεμβάσεων για την ΕΥΠ, εξαπέλυσε ο Προκόπης Παυλόπουλος. Σε εισαγωγική του τοποθέτηση στο Συνέδριο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση, που πραγματοποιήθηκε πριν από μερικές ημέρες, τόνισε ότι: «τίθεται σε άμεση θεσμική διακινδύνευση η ίδια η κανονιστική υπόσταση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών».
Δείτε επίσης: Σκάνδαλο παρακολουθήσεων: «Αιχμηρό» σχόλιο του Ναυάρχου Καραδήμα για τη σιωπή Φλώρου
Ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε λόγο για σύγχρονο πολιτικό «φαρισαϊσμό» της επιχείρησης ελέγχου της νομιμότητας του Συντάγματος στο ζήτημα των υποκλοπών. Και σημείωσε: «Κατά την νομοθετική αυτή παρέμβαση επιχειρήθηκε -και εξακολουθεί να επιχειρείται- μια προσπάθεια της Εκτελεστικής Εξουσίας να ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος -κατ’ εξοχήν δε τις διατάξεις περί αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ- κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις οι οποίες θεσπίσθηκαν μέσω αυτής! Με αποτέλεσμα να τίθεται σε άμεση θεσμική διακινδύνευση η ίδια η κανονιστική υπόσταση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών. Αυτονοήτως, και σε όλους αυτούς δίνουν την δέουσα απάντηση οι θέσεις του Αριστόβουλου Μάνεση περί των βασικών θεσμικών «συντεταγμένων» της πεμπτουσίας του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων».
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε: «Εν κατακλείδι δε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, μέσω των προαναφερόμενων θέσεών του ως προς το μείζον αυτό ζήτημα για την υπεράσπιση του εγγυητικού ρόλου του Συντάγματος, «απογυμνώνει» την νομική υστεροβουλία αλλά και νομική άγνοια τόσο των σύγχρονων «Σαδδουκαίων», που επιδίδονται σ’ έναν καταφώρως ανεδαφικό, οιονεί «παλαιοημερολογητικό», ερμηνευτικό «αγώνα» έναντι των διατάξεων του Συντάγματος και της εφαρμογής του στην πράξη, «αποθεώνοντας» την σημασία της γραμματικής του, σχεδόν αποκλειστικώς, ερμηνείας. Όσο και των σύγχρονων «Φαρισαίων» οι οποίοι, ακολουθώντας τα βήματα των βιβλικών «διδασκάλων» τους για την ανεπάρκεια της γραπτής «Τορά» και την ανάγκη υποκατάστασής της μέσω της προφορικής, υπερασπίζονται, κατά περίπτωση και κατά το πολιτικό δοκούν, την ρυθμιστική «ανανέωση» του Συντάγματος μέσω των διατάξεων του κοινού νόμου! Ταυτοχρόνως δε και την, αναλόγως των περιστάσεων, δήθεν ρυθμιστική «ενδυνάμωση» του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με την προσφυγή σε θεσμικώς και πολιτικώς «επιτηδευμένες» μεθόδους που καταλήγουν, υποδορίως, στην υιοθέτηση μορφών ελέγχου όχι της συνταγματικότητας των νόμων αλλά της νομιμότητας του Συντάγματος».