Η είδηση έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία. Έπειτα από 13 χρόνια, η κοινοβουλευτική ομάδα των κομμάτων της Xριστιανoδημοκρατικής Ένωσης CDU/CSU ήρε τη στήριξή της στο πρόσωπο του στενού συνεργάτη και έμπιστου της καγκελαρίου Μέρκελ, του Φόλκερ Κάουντερ.
Τη θέση του παίρνει ο μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Ραλφ Μπρινκχάους. Η απόφαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, η οποία αποτελεί παραδοσιακά τον βασικό πυλώνα εξουσίας κάθε καγκελαρίου αφού έχει τον ρόλο να διασφαλίζει κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, συνιστά αναμφίβολα ένα ηχηρό μήνυμα-κόλαφο για την κ. Μέρκελ. Πολλώ δε μάλλον που μέχρι και στο παρά πέντε της ψηφοφορίας η ίδια συνιστούσε στους βουλευτές να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στον εκλεκτό της. Η πλειονότητα ωστόσο δεν ανταποκρίθηκε και προτίμησε να μην «υπακούσει», γεγονός που ουσιαστικά ισοδυναμεί με ψήφο δυσπιστίας στην καγκελάριο, όπως παρατηρεί και το Spiegel που εκτιμά ότι δρομολογείται η αρχή του τέλους της Μέρκελ στην εξουσία.
Εντεινόμενη οργή και απογοήτευση
Η χθεσινή «βόμβα» στο συντηρητικό στρατόπεδο αντικατοπτρίζει πλήρως την απογοήτευση, αλλά και οργή που επικρατεί τόσο στις τάξεις των βουλευτών όσο και στην κομματική βάση. Η συνεχιζόμενη και ολοένα πιο απρόβλεπτη διελκυστίνδα Μέρκελ-Ζέεχοφερ, που ουσιαστικά εκφράζει το αγεφύρωτο πλέον χάσμα που χωρίζει τους προέδρους των δυο αδελφών κομμάτων, έχει δημιουργήσει ένα εντονότατο κλίμα δυσαρέσκειας, το οποίο αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στις δημοσκοπήσεις. Τα μηνύματα που καταφθάνουν από τις εκλογικές περιφέρειες και τις τοπικές οργανώσεις επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Δεδομένου όμως ότι οι εκλογές δεν συνιστούν πραγματική εναλλακτική επιλογή, αφού κανείς πλην των εθνολαϊκιστών δεν τις θέλει, η οργή αυτή εκφράστηκε καταρχάς με την «τιμωρία» του Κάουντερ. Και θα εκφραστεί αναμφίβολα και στις επικείμενες εκλογές της Βαυαρίας.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι βέβαια τι θα ακολουθήσει. Το να ζητήσει η καγκελάριος ψήφο εμπιστοσύνης από την Bundestag, όπως αξιώνει ο πρόεδρος των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ δεν συγκαταλέγεται στα πιθανότερα σενάρια αφού εκτιμάται ότι η όλη διαδικασία απλώς θα αποδυνάμωνε ακόμη περισσότερο την ήδη βαριά λαβωμένη πολιτικά Μέρκελ. Εξάλλου το γερμανικό Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα παροχής ψήφου εμπιστοσύνης ουσιαστικά μόνον για να ανοίξει ο δρόμος για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες (τελευταία φορά αξιοποιήθηκε από τον Γκ. Σρέντερ το 2005) που εν προκειμένω είναι μάλλον το πλέον απευκταίο σενάριο για τα συγκυβερνώντα κόμματα στο Βερολίνο.
Πώς θα έπρεπε λοιπόν να κινηθεί η καγκελάριος; H Bild εκτιμά ότι η κ. Μέρκελ θα πρέπει επιτέλους να ακούσει τις κραυγές αγωνίας των πολιτών και να αφουγκραστεί το κλίμα που επικρατεί όχι μόνον σε πολιτικό επίπεδο, αλλά κυρίως στην κοινωνία. «Η καγκελάριος πρέπει να πάει εκεί όπου πονάει. Σε εκείνες τις περιοχές της χώρας όπου το κλίμα είναι κάκιστο. Στα συσσίτια του Έσσεν, στο Αμβούργο όπου οργίασαν ακροαριστεροί κατά τη διάρκεια του G20, στο Κέμνιτς και αλλού όπου παρελαύνουν ακροδεξιοί και ξενοφοβικοί. Αλλά και να μιλήσει με τους συγγενείς των ανθρώπων που έπεσαν θύματα της βιαιότητας αιτούντων άσυλο, γράφει σήμερα η λαϊκή εφημερίδα.
Το Spiegel από την πλευρά του επισημαίνει ότι «ήρθε η ώρα να πάρει η CDU την τύχη της στα χέρια της. Τον Δεκέμβριο πραγματοποιείται το κομματικό συνέδριο στο Αμβούργο όπου θα εκλεγεί η νέα ηγεσία. Σήμερα υπάρχουν πολλοί επίδοξοι για τη διαδοχή της Μέρκελ, παρότι δεν το λένε ανοιχτά: η γενική γραμματέας Κραμπ-Καρενμπάουερ, ο υπ. Υγείας Σπαν, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Λάσετ, ο υπουργός Οικονομίας Αλτμάιερ. Θα πρέπει να τολμήσουν και να είναι ανθυποψήφιοι της Μέρκελ».
Πέρα από το ζήτημα που αφορά στο προσωπικό πολιτικό μέλλον της Άνγκελα Μέρκελ όμως, το βασικότερο ερώτημα είναι εάν όλα αυτά μπορούν να διασφαλίσουν και τη συνοχή του νυν κυβερνητικού συνασπισμού. Με δεδομένη την εντονότατη δυσαρέσκεια που υπάρχει και στο σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο για το αρνητικό αποτύπωμα της κόντρας Μέρκελ-Ζέεχοφερ στη συνολική εικόνα της συγκυβέρνησης, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι τις τελευταίες μέρες έχει αρχίσει να δρομολογείται όχι μόνον η αρχή του τέλους της καγκελαρίας Μέρκελ αλλά και το πρόωρο τέλος του μεγάλου συνασπισμού. Άλλωστε και ένας στους τρεις πολίτες πιστεύει πλέον ότι η αναγκαστική πολιτική συμβίωση των Σοσιαλδημοκρατών με τη Χριστιανική Ένωση δεν θα εξαντλήσει την τετραετία.
Πώς πρέπει να αντιδράσει η Μέρκελ;
Πώς θα έπρεπε λοιπόν να κινηθεί η καγκελάριος; H Bild εκτιμά ότι η Άνγκελα Μέρκελ θα πρέπει επιτέλους να ακούσει τις κραυγές αγωνίας των πολιτών και να αφουγκραστεί το κλίμα που επικρατεί όχι μόνον σε πολιτικό επίπεδο, αλλά κυρίως στην κοινωνία. «Η καγκελάριος πρέπει να πάει εκεί όπου πονάει. Σε εκείνες τις περιοχές της χώρας όπου το κλίμα είναι κάκιστο. Στα συσσίτια του Έσσεν, στο Αμβούργο όπου οργίασαν ακροαριστεροί κατά τη διάρκεια του G20, στο Κέμνιτς και αλλού όπου παρελαύνουν ακροδεξιοί και ξενοφοβικοί. Αλλά και να μιλήσει με τους συγγενείς των ανθρώπων που έπεσαν θύματα της βιαιότητας αιτούντων άσυλο, γράφει σήμερα η λαϊκή εφημερίδα.
Το Spiegel από την πλευρά του επισημαίνει ότι «ήρθε η ώρα να πάρει η CDU την τύχη της στα χέρια της. Τον Δεκέμβριο πραγματοποιείται το κομματικό συνέδριο στο Αμβούργο όπου θα εκλεγεί η νέα ηγεσία. Σήμερα υπάρχουν πολλοί επίδοξοι για τη διαδοχή της Μέρκελ, παρότι δεν το λένε ανοιχτά: η γενική γραμματέας Κραμπ-Καρενμπάουερ, ο υπ. Υγείας Σπαν, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Λάσετ, ο υπουργός Οικονομίας Αλτμάιερ. Θα πρέπει να τολμήσουν και να είναι ανθυποψήφιοι της Μέρκελ».
Πέρα από το ζήτημα που αφορά στο προσωπικό πολιτικό μέλλον της Άνγκελα Μέρκελ όμως, το βασικότερο ερώτημα είναι εάν όλα αυτά μπορούν να διασφαλίσουν και τη συνοχή του νυν κυβερνητικού συνασπισμού. Με δεδομένη την εντονότατη δυσαρέσκεια που υπάρχει και στο σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο για το αρνητικό αποτύπωμα της κόντρας Μέρκελ-Ζέεχοφερ στη συνολική εικόνα της συγκυβέρνησης, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι τις τελευταίες μέρες έχει αρχίσει να δρομολογείται όχι μόνον η αρχή του τέλους της καγκελαρίας Μέρκελ αλλά και το πρόωρο τέλος του μεγάλου συνασπισμού. Άλλωστε και ένας στους τρεις πολίτες πιστεύει πλέον ότι η αναγκαστική πολιτική συμβίωση των Σοσιαλδημοκρατών με τη Χριστιανική Ένωση δεν θα εξαντλήσει την τετραετία.