Αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου δε θα το πίστευα. Η Δήμητρα Ματσούκα στη σκηνή να λάμπει κυριολεκτικά σε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της, ενώ στα καμαρίνια εξουθενωμένη, άρρωστη, χωρίς φωνή σχεδόν και υποβασταζόμενη με ενέσεις κυριολεκτικά για να κρατηθεί από υπερκόπωση και βρογχίτιδα, να νομίζεις ότι χτύπα ξύλο επισκέφτεσαι κάποιον σε νοσοκομείο.
Χολυγουντιανός,σοσιαλιστικός, ρομαντισμός.
Χωρίς όχι απλώς να φανεί στη σκηνή ίχνος από αυτό σε μια 3ωρη απαιτητική παράσταση,αλλά η Δήμητρα να σαρώνει από ενέργεια. Αυτό μάγκα μου λέγεται δύναμη όμως τεράστια και πάθος για τη δουλειά σου. Μου έφυγε το σαγόνι όταν την είδα μετά την παράσταση να μην μπορεί σχεδόν να κουνηθεί ενώ πριν μισή ώρα κυριαρχούσε στο Pantheon με πόζα, νάζι, τσαμπουκά, αλλά και παλαιάς κοπής υπέρκομψη ευαισθησία, σαν παλιομοδίτικο βαλς σε υπερταχεία. Συνδυάζοντας στοιχεία τόσο από τον «Πυγμαλίωνα» που έγραψε ο Μπέρναρ Σο το 1913 και το μιούζικαλ που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1956 ενώ η κινηματογραφική του διασκευή το 1964 από τον Τζορτζ Κιούκορ πήρε για παράσημο 8 Όσκαρ, ο Αλέξανδρος Ρήγας με την πολύτιμη βοήθεια της Μαριλένας Παναγιωτοπούλου στην δραματουργική επεξεργασία που τον βοήθησε σε μικρές, έξυπνες χειρουργικές παρεμβάσεις, αλλαγές και συντομεύσεις δημιούργησε μια απολαυστικά νοσταλγική και φρέσκια και σεβαστική και λουσάτα εορταστική παράσταση. Πρώτη φορά βλέπω την αχανή σκηνή του Pantheon που καταπίνει τα πάντα (για να μην αναφέρω τον φρικαλέο ήχο μπουζουξίδικου που τον έχουν επισημάνει όλοι οι καλλιτέχνες που έχουν δουλέψει εκεί) να γεμίζει πραγματικά και να ακτινοβολεί με έναν όχι επιδεκτικό και πανηγυριώτικο τρόπο αλλά με κομψότητα. Εντάξει εγώ προσωπικά επειδή είμαι λίγο τσιγγάνος και Ντίσνεϊ θα προτιμούσα κι από τον Μανώλη Παντελιδάκη κι από τον Απόλλωνα Παπαθεοχάρη στα κοστούμια που δίνουν τον καλύτερό εαυτό τους όσον αφορά το «κομψά κλασσικό με δυο μικρές πουτανιές καινούργιου» λίγο παραπάνω χρώμα, αλλά το λευκό γκρίζο που επιλέχθηκε τελικά λειτουργεί μάλλον πολύ πιο ατμοσφαιρικά αφού χρωματίζεται από τους ίδιους τους ηθοποιούς και την παράσταση. Με μια μικρή μόνο αμφιβολία απέναντι στα ευκολάκια του καθενός εφ’ όσον ναι μεν ο Καφεντζόπουλος και ο Χαϊκάλης είναι σε τσακίρ κέφια αλλά κάπου στο βάθος διακρίνω την τηλεοπτική τους περσόνα, ειδικά για τον πρώτο και τον «Ακάλυπτο». Απ’ την άλλη όμως ο ρόλος που παίζει είναι ο Ακάλυπτος, από τη φύση του. Από το πρόγραμμα (συλλεκτικό, αρχειακό, από τα καλύτερα ever), καταλαβαίνεις πως πρόκειται για μια παράσταση πάνω σε τέσσερις μύθους που ο Αλέξανδρος αγαπάει σαν παιδί. Του ίδιου του έργου που υπήρξε η έμπνευση και η βάση για τους «Δύο Ξένους», του ρομαντισμού, του σοσιαλισμού και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Tόσο πολύ αγαπάει αυτό το έργο ώστε για πρώτη φορά δείχνει απίστευτη αυτοσυγκράτηση στο σύνηθες εκρηκτικό υπερκινητικό και φασαριόζικο ταμπεραμέντο του «υποχωρώντας» μπροστά στη δύναμη του σοσιαλιστικού ρομαντισμού. Πίσω από το παραμύθι είναι πανταχού παρούσα η ταξική σύγκρουση σαν δυναμική του έργου που συναγωνίζεται ισάξια χωρίς η μία να καπελώνει την άλλη, την ερωτική σύγκρουση. Με έναν απολαυστικό τρόπο σκηνοθετεί στο ένα τρίτο του έργου τη Δήμητρα να παίζει την Αλίκη στο «Ωραία μου Κυρία» και το «Δόλωμα», αφήνοντας την σιγά σιγά να αποκτήσει τη δική της δυναμική και οντότητα σαν ηθοποιός σε έναν ρόλο που είναι ραμμένος πάνω της. Η μεταμόρφωση της από λαϊκή λουλουδού σε χειραφετημένο, υπέρκομψο προφεμινιστικό, αποφασισμένο θηλυκό είναι κινησιολογικά, εκφραστικά και φωνητικά εντυπωσιακή και ταυτόχρονα, παραμυθένια χολιγουντιανή. Όσον αφορά τους δεύτερους ρόλους, έχουν στηθεί και λειτουργούν σαν Finos Film, Οι μουσικές παρεμβάσεις του Ησαϊα Ματιάμπα (σαν Γιάννης Βογιατζής) ξεσηκώνουν χειροκροτήματα, η αλλαγή της υπηρέτριας σε υπηρέτη με τον Περικλή Αλμπάνη βγάζει σουξέ, η Γιούλη Αγγελή είναι επίσημα η νέα Σαπφώ Νοταρά, η Χριστίνα Θεδωροπούλου η Πάστα Φλώρα, ο Θωμάς Παλιούρας ο «Ένας Βλάκας και Μισός». Απόλυτη βασίλισσα της βραδιάς η γκραν νταμ Μπέτι Λιβανού που αρκεί μια κίνηση του χεριού της στον αέρα σαν να ζωγραφίζει στον ένα ιδεόγραμμα, για να ξεσπάσει το κοινό σε χειροκροτήματα. Αμήχανος, αναποφάσιστος και ασταθής Κώστας Κόκλας ψάχνει να βρει με λάθος τρόπο ταυτότητα νομίζοντας ότι είναι ο Νίκος Σεργιανόπουλος – Μαρκοράς («Δύο Ξένοι») αλλά εκτελώντας το με το χασαπομπρουτάλ από τα «Εγκλήματα». Μεγάλο λάθος του Αλέξανδρου και της Μαριλένας η «εξαφάνιση» από το έργο του χαρακτήρα του Φρέντι και του ίδιου του Ορέστη Τζιόβα ως προς την εκμετάλλευσή του που τον ελάχιστο χρόνο που έχει τον αξιοποιεί σαν μέρος του ντεκόρ. Ο Ρήγας σέβεται απόλυτα το πνεύμα του Μπέρναρ Σο που είχε παίξει μπουνίδια ουκ ολίγες φορές ο ίδιος όσον αφορά το φινάλε της παράστασης, αφήνοντας το όπως ήθελε ο συγγραφέας χωρίς να το μελώνει, αιωρούμενο ανάμεσα σε ένα πιθανό μελλοντικό ρομάντζο ή το σπόρο μιας ταξικής επανάστασης σε ύπουλα τρυφερά σπάργανα κλείνοντας το μάτι στον θεατή. Ταυτόχρονα τονίζει όπως πρέπει την αντανάκλαση του ταξικού χάσματος στο κομ ιλ φο των λεπτομερειών της καθημερινής μας συμπεριφοράς όπως η χρήση της γλώσσας σαν διαπιστευτήριο κοινωνικών φρονημάτων. Σε 3 ώρες πραγματικά μεγάλης (κι όχι φύκια για κορδέλες) παραγωγής απαιτήσεων και σικάτης χαράς που σε μετατρέπουν σε αιωρούμενη νιφάδα χιονιού που περιμένει να πέσει πάνω στο πανέρι μιας φτωχιάς και άξεστης λουλουδούς στο Κόβεντ Γκάρντεν, λιώνοντας καθώς την παρακολουθείς να μεταμορφώνεται σε «Ωραία μου Κυρία».
PANTHEON THEATER: Πειραιώς 166, Γκάζι, 2103426802, , Τετ. – Κυρ., εισιτήρια 15 – 40 ευρώ.