Με την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο αντί του λιγνίτη που εφάρμοσαν έβαλαν τους ιδιώτες στο παιχνίδι και υποχρέωσαν την επιχείρηση να φορτωθεί ολοκληρωτικά το κόστος.
Πάνε δεκαπέντε και πλέον χρόνια από τότε που η ευρωπαϊκή επιταγή για «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών» ανέβαινε στην ημερήσια διάταξη. Αυτό για την Ελλάδα ήταν απολύτως παράδοξο: λόγω των εθνικών αποθεμάτων λιγνίτη που παραχωρούνταν στη ΔΕΗ δωρεάν πληρώνοντας μόνο το κόστος εξόρυξης αλλά και των υδροηλεκτρικών της, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού παρήγε το φτηνότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Τι νόημα είχε λοιπόν η «απελευθέρωση» της αγοράς ενέργειας;
Υστερα από μια εύλογη περίοδο αμηχανίας οι ελληνικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν τη θέση ότι αφού έτσι το όριζε η Ευρώπη, η «απελευθέρωση» μπορούσε να γίνει με τη δημιουργία ιδιωτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που θα λειτουργούσαν με φυσικό αέριο και θα μοιράζονταν την αγορά με τη ΔΕΗ. Το πρόβλημα όμως παρέμενε. Η ιδιωτική ηλεκτροπαραγωγή
Την εκτίναξη των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά 45% την τριετία 2010-13 ακολούθησε η υποχρέωσή της να εισπράττει το ΕΕΤΗΔΕ, με αποτέλεσμα οι ανείσπρακτες οφειλές να γίνουν 2 δισ. ευρώ το 2014 που θα βασιζόταν στο εισαγόμενο φυσικό αέριο θα παρήγε πολύ πιο ακριβό ρεύμα. Γιατί να επιλέξει κάποιος το ακριβό ρεύμα του ιδιώτη αντί για το φτηνό της ΔΕΗ; Και τι σόι «απελευθέρωση προς όφελος των καταναλωτών» θα είχαμε αν διπλασιάζονταν – τριπλασιάζονταν – πολλαπλασιάζονταν (όπως γίνεται τόσα χρόνια τώρα) τα τιμολόγια της ΔΕΗ για να φανεί φτηνό και να πουληθεί το ρεύμα του ιδιώτη;
Αναταραχή αλλά και προβλήματα
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ο μετασχηματισμός ξεκίνησε και έφερε μόνο αναταραχή, αυξήσεις κόστους και προβλήματα. Αρχικά η Ελλάδα απελευθέρωσε την παραγωγή ενέργειας και δημιουργήθηκαν οι πρώτες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ιδιώτες. Λίγο αργότερα μπήκαν και οι ευρωπαϊκοί στόχοι για την κλιματική αλλαγή, οπότε ήρθαν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες.
Ολα αυτά απαιτούσαν λεφτά. Το φυσικό αέριο ήταν εισαγόμενο καύσιμο, που το αγοράζουμε ακριβότερα από ό,τι η δυτική Ευρώπη λόγω της απόστασής μας από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα προμήθειας φυσικού αερίου. Επρεπε επίσης να κατασκευάσουμε νέα δίκτυα και αγωγούς. Οι ΑΠΕ είναι ακόμη πιο ακριβές, έχουν μεγάλο αρχικό κόστος επένδυσης που κάπως πρέπει να αποσβεστεί. Σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς κανείς δεν θα αγόραζε ρεύμα από ΑΠΕ και φυσικό αέριο.
Για τον λόγο αυτό, αντί για ελεύθερη αγορά, φτιάχτηκε ένα δαιδαλώδες πλαίσιο με δεσμεύσεις για υψηλές επενδύσεις, εγγυημένες τιμές και παντός τύπου επιδοτήσεις στις ΑΠΕ και στην ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο, δηλαδή στους ιδιώτες επίδοξους ανταγωνιστές της ΔΕΗ, που επιβάλλονταν με αποφάσεις της διοίκησης, είτε αυτή λεγόταν υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είτε Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
Τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες
Οι εγγυημένες τιμές ήταν το βασικό προστατευτικό μέτρο για τις ΑΠΕ και αφορούσε μια υψηλή τιμή αποζημίωσης κιλοβατώρας που υποσχόταν το δημόσιο ότι θα έπαιρναν για 10 ή 20 χρόνια όσοι εγκαθιστούσαν φωτοβολταϊκά πάρκα και ανεμογεννήτριες. Για τις ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου πάλι το βασικό προστατευτικό μέτρο ήταν η αμιγώς ελληνική πατέντα του λεγόμενου Μηχανισμού Κάλυψης Μεταβλητού Κόστους, ο οποίος επέτρεπε να πληρώνονται οι ηλεκτροπαραγωγοί φυσικού αερίου σε τιμή υψηλότερη από αυτές που διαμορφώνονται στην ημερήσια αγορά ενέργειας.
Το κόστος όλων αυτών των προστατευτικών μέτρων που λαμβάνονταν στο όνομα «της απελευθέρωσης της αγοράς» το πλήρωνε αρχικά η ΔΕΗ, η οποία ήταν υποχρεωμένη να απορροφά την ακριβή ενέργεια κατά προτεραιότητα από το δίκτυο και να το διαθέτει στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, και στη συνέχεια οι τελικοί καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές για τους καταναλωτές τοπίο ήρθε η κρίση που έφερε αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε όλες τις κατηγορίες καυσίμων και αύξηση του ΦΠΑ. Αποτέλεσμα: μόνο μες στην τριετία 2010-13, τη στιγμή που ο κόσμος έχανε δουλειές και εισοδήματα, τα τιμολόγια της ΔΕΗ να αυξάνονται κατά 45%.
Η «φαεινή» ιδέα του Ευάγγ. Βενιζέλου
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η φαεινή ιδέα του Ευάγγελου Βενιζέλου να κάνει τη ΔΕΗ φοροεισπράκτορα για το ΕΕΤΗΔΕ (έκτακτο ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών). Για πρώτη φορά στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες λάμβαναν λογαριασμούς της ΔΕΗ φουσκωμένους από τις αυξήσεις στο ρεύμα και την προσθήκη του ΕΕΤΗΔΕ, τους οποίους αδυνατούσαν να πληρώσουν. Και κάπως έτσι η ΔΕΗ εισήλθε στην εποχή των ανείσπρακτων οφειλών που προς τα τέλη του 2014 είχαν φτάσει τα 2 δισ. ευρώ.
Το καλοκαίρι του 2014 και ενώ η ΔΕΗ διατηρούσε ακόμη μερίδιο αγοράς κοντά στο 90%, υπό την πίεση της τρόικας για «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας», η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου επιχείρησε να δώσει λύση με το σπάσιμο της ΔΕΗ σε δύο κομμάτια, μια Μεγάλη ΔΕΗ και μια «μικρή» ΔΕΗ. Η «μικρή» ΔΕΗ θα ιδρυόταν ως 100% θυγατρική της ΔΕΗ και θα έπαιρνε το 30% του παραγωγικού της δυναμικού και του πελατολογίου της.
Πολιτική σύγκρουση για τη «μικρή» ΔΕΗ
Η πώληση της «μικρής» ΔΕΗ από τη «μεγάλη» ΔΕΗ είχε οικονομικό νόημα στον βαθμό που θα επέτρεπε στη Μεγάλη ΔΕΗ να μειώσει το χρέος της. Υπήρχε όμως θέμα με την τιμή πώλησης καθώς θα γινόταν με ελάχιστο τίμημα τη λογιστική αξία των στοιχείων που θα παραχωρούνταν στη νέα εταιρεία, ποσό που με βάση την αποτίμηση της ΔΕΗ διαμορφωνόταν σε μόλις 1,5 δισ. ευρώ. Για να είμαστε ειλικρινείς, κανέναν, εκτός της κυβέρνησης, δεν ενθουσίαζε τότε η πώληση της «μικρής» ΔΕΗ σε άγνωστες τιμές και με μεταφορά μέρους του πελατολογίου της προς τον όποιο ιδιώτη. Οπότε, με αιχμή την πώληση της «μικρής» ΔΕΗ κορυφώθηκε η πολιτική σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης Σαμαρά και του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική σκηνή άρχισε να κινείται τεκτονικά καθώς ΑΝΕΛ και ΔΗΜΑΡ συντάχθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Λίγο καιρό μετά ο Σαμαράς αποφάσισε να επισπεύσει την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, με τα γνωστά αποτελέσματα…
«Προσωπικό στοίχημα» του βιαστικού Κ. Χατζηδάκη η απολιγνιτοποίηση
Μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη προτού καλά καλά κλείσει μήνα στην εξουσία ήταν η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ. Η χρέωση για το ημερήσιο ρεύμα αυξήθηκε κατά 17% και για το νυχτερινό κατά 20%. Για κάποιον ακατανόητο λόγο οι αυξήσεις αυτές συνδυάστηκαν με την επαναφορά του ΦΠΑ στο 13% από 6% που το είχε κατεβάσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τρεις μήνες πριν και έτσι οι λογαριασμοί που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις για ρεύμα μόλις πήγαν να ξεφουσκώσουν λίγο αμέσως ξαναφούσκωσαν – και μάλιστα περισσότερο από πριν.
Η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ ήταν έμπνευση του βιαστικού υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) Κωστή Χατζηδάκη και στόχευε κατά το ήμισυ στη βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων της ΔΕΗ. Κατά το άλλο ήμισυ όμως συνδεόταν με ένα ευρύτερο αλλά προβληματικό σχέδιο, τη λεγόμενη απολιγνιτοποίηση της ΔΕΗ, την οποία ο Κ. Χατζηδάκης έχει χαρακτηρίσει «προσωπικό του στοίχημα».
«Δεν είναι πια διαμάντι αλλά βαρίδι»
Κατά τον ΥΠΕΝ «ο λιγνίτης δεν είναι πια διαμάντι αλλά βαρίδι», «η Γερμανία μπορεί ακόμη να χρησιμοποιεί τον λιγνίτη της, αλλά έχει μικρότερο κόστος εξόρυξης και το αντέχει ενώ η ΔΕΗ όχι» και για όλους αυτούς τους λόγους στόχος του ΥΠΕΝ είναι η πλήρης απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ έως το 2023.
Η πρώτη βασική προϋπόθεση για να αποσυρθούν όμως οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ και όλη η εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή να στηριχτεί στο εισαγόμενο ακριβό φυσικό αέριο και τις ακόμη πιο ακριβές ΑΠΕ ήταν να αυξηθεί η τιμή της κιλοβατώρας, όπως και έγινε.
Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν να αυξηθούν τα λειτουργικά κέρδη της ΔΕΗ για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τις απαιτούμενες επενδύσεις, περιορίζοντας δραστικά ό,τι είχαμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνικό της ρόλο: με τη νέα διοίκηση άλλαξε η πολιτική σε σχέση με τις διακοπές ρεύματος και από πέρσι γίνονται όταν η οφειλή ξεπεράσει τα 400 ευρώ, αντί των 1.000 ευρώ όπως ίσχυε επί ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεικτικό είναι επίσης ότι ενώ η ΔΕΗ είχε μεγάλα οικονομικά οφέλη από την πανδημία και ιδίως την άνοιξη πλήρωνε πολύ χαμηλή χονδρεμπορική τιμή ρεύματος έως και 28,4 ευρώ MW/h, η λιανική με την οποία έδινε ρεύμα στα νοικοκυριά παρέμεινε καρφωμένη στα ψηλά των 110 ευρώ.
Το επιχειρησιακό σχέδιο της ΔΕΗ για την τριετία 2021-23 που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα προβλέπει τη μείωση της παραγωγής από λιγνίτη κατά 54% έως το 2023 με ταχύτερη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, πενταπλασιασμό της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ και υλοποίηση επενδύσεων 3,4 δισ. ευρώ μες στην τριετία, εκ των οποίων το 34% θα αφορά τις ΑΠΕ και το 21% την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο.
Τμήμα των επενδύσεων σε ΑΠΕ θα χρηματοδοτηθεί από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ωστόσο τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο πρέπει να τις χρηματοδοτήσει η ίδια η εταιρεία. Η επιλογή αυτή γίνεται ενώ η ΔΕΗ είχε επενδύσει πολλά λεφτά στην αναβάθμιση ορισμένων λιγνιτικών μονάδων της τα προηγούμενα χρόνια, αλλά αυτές δεν τις θέλει ο κ. Χατζηδάκης που μάλιστα χαιρέτιζε με πανηγυρικούς τόνους την υποτιθέμενη «απολιγνιτοποίηση στην πράξη» της χώρας το καλοκαίρι, όταν για κάποιες μέρες, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας, το ηλεκτρικό φορτίο της χώρας καλύφθηκε χωρίς να δουλέψουν οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Εξάρτηση της χώρας από τον λιγνίτη
Ενδεικτική της πραγματικής εξάρτησης της χώρας από τον λιγνίτη είναι πως αυτήν τη στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, έξι έως οκτώ λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ επί συνόλου δέκα δουλεύουν καθημερινά. Οι λιγνιτικές μονάδες καλύπτουν το ένα τρίτο της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο ως το μοναδικό εργαλείο που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο για να περιορίσει τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που γίνονται από κάποιους ιδιώτες στο νεότευκτο χρηματιστήριο ενέργειας και ανεβάζουν τις τιμές χονδρικής.
Και μια πικρή διαπίστωση, έτσι για την ιστορία: όπως έγινε γνωστό την Πέμπτη επιτεύχθηκε συμβιβασμός στην υπόθεση του περίφημου βέτο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας στο σχέδιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης με διακύβευμα όχι το «κράτος δικαίου» αλλά την αλλαγή των στόχων για την κλιματική αλλαγή. Ουγγαρία, Πολωνία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες εξαρτημένες από τα ορυκτά καύσιμα ή την πυρηνική ενέργεια, όπως η Τσεχία, η Σλοβακία και η Βουλγαρία, θα κερδίσουν όπως μάθαμε μια πολύ «ξεχειλωμένη» προσέγγιση της απεξάρτησης από τον άνθρακα, με τη διατύπωση μιας ευρωπαϊκής απόφασης που θα σέβεται «τα διαφορετικά σημεία εκκίνησης και τις εθνικές ιδιαιτερότητες». Αυτήν τη μάχη που ήταν τόσο σημαντική για την Ελλάδα, τα νοικοκυριά και τις βιομηχανίες της οι κυβερνήσεις μας δεν την έδωσαν ποτέ!
Από τις πιο ευάλωτες χώρες η Ελλάδα
Από τότε που αποκτήσαμε «ελεύθερη αγορά» οι λογαριασμοί του ρεύματος έγιναν βραχνάς και μιλάμε πλέον για ενεργειακή φτώχεια. Ο όρος «ενεργειακή φτώχεια» δηλώνει την αδυναμία πρόσβασης σε βασικές ενεργειακές υπηρεσίες, όπως ο ηλεκτρισμός, το φυσικό αέριο, η θέρμανση κ.λπ.
Στις 19 Νοεμβρίου η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο πραγματοποίησαν το πρώτο συνέδριο για την ενεργειακή φτώχεια. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Ενεργειακή Φτώχεια και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ Στεφάν Μπουζαρόφκσι ο οποίος κατέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα είναι μια από τις πιο ευάλωτες ενεργειακά χώρες στην Ευρώπη. Στο επίκεντρο της προσοχής βρέθηκαν ωστόσο τα συμπεράσματα έρευνας που πραγματοποίησε η οργάνωση προστασίας καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ.
Τα ευρήματα της ΕΚΠΟΙΖΩ έδειχναν πως η ενεργειακή φτώχεια έχει επιδεινωθεί πολύ μετά την έλευση της πανδημίας. Συγκεκριμένα, το 51,31% των ερωτηθέντων καταναλωτών δήλωσε πως το 10% του εισοδήματός του πηγαίνει για ενεργειακές ανάγκες, το 60,87% ότι έχει προβεί σε ρύθμιση οφειλών και το 42,61% πως υφίσταται πίεση από εισπρακτικές εταιρείες. Συν τοις άλλοις, το 90,54% ζήτησε να αφαιρεθούν από τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος οι χρεώσεις υπέρ τρίτων, όπως δημοτικά τέλη και ΕΡΤ, και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δήλωσε ότι θεωρεί τις χρεώσεις ΥΚΩ (υπηρεσιών κοινής ωφέλειας) και ΕΤΜΕΑΡ (ειδικό τέλος μείωσης εκπομπών αέριων ρύπων) καταχρηστικές. Ανάλογη είναι η εικόνα και σε ό,τι αφορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως προέκυψε από άλλη έρευνα του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ, που επίσης παρουσιάστηκε στο συνέδριο. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι καθυστερημένες οφειλές για την ενέργεια φτάνουν το 15% για τους ιδιοκτήτες μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, με το πρόβλημα των απλήρωτων λογαριασμών να είναι τόσο πιο έντονο όσο μικρότερη είναι μια επιχείρηση. Ενδιαφέρον έχει ότι το 42% των ερωτηθέντων επιχειρηματιών δήλωσαν ότι έχουν αφήσει απλήρωτους λογαριασμούς στο παρελθόν, ενώ το 32% έχει προβεί σε διακανονισμό αποπληρωμής παλαιότερων χρεών.