Τα χειρότερα αποτελέσματα στην ιστορία τους αναμένεται να καταγράψουν οι Σουηδοί Σοσιαλδημοκράτες στις εκλογές που γίνονται την Κυριακή ενώ παράλληλα οι Ακροδεξιοί θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης.
Τον περασμένο Φεβρουάριο, σε τεύχος του HotDoc για την Σοσιαλδημοκρατία, καταγράφηκε, εν συντομία, η πορεία του κόμματος που κάποτε έκανε την Σουηδία παγκόσμιο πρότυπο για το κοινωνικό κράτος.
Η μεταπολεμική Ευρώπη δεν βρήκε στις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου -Δανία, Σουηδία, Νορβηγία- ερείπια και τάφους, όπως στις περισσότερες άλλες. Αντίθετα, λόγω άμεσης ή έμμεσης συνεργασίας τους με τις δυνάμεις του άξονα, βρήκε πλούτο και καλή οργάνωση του δημόσιου τομέα. Αυτά τα δύο στοιχεία σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική των ανθρώπων, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο αλλά συνήθως δεν λαμβάνεται υπόψη στην ανάλυση κοινωνικών συστημάτων, αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη σε όλους τους τομείς παραγωγής, από την αγροτική έως τις υπηρεσίες, κυρίως όμως στη βαριά βιομηχανία.
Ένας λαός, όπως ο Σουηδικός για παράδειγμα, δημιούργησε μία χώρα πρότυπο η οποία ακόμα και σήμερα, που ελάχιστα έχουν απομείνει από αυτό το οικοδόμημα, είναι σημείο αναφοράς σε οικονομικές και κοινωνιολογικές μελέτες. Ο λαός αυτός δεν έχει πολεμήσει για πάνω από 250 χρόνια, λόγω προτεσταντικής ηθικής ακολουθεί πιστά το πλαίσιο των κανόνων που του δίδεται και διέπεται από τη λογική να μην ξεχωρίζουν τα άτομα από το σύνολο αλλά να συνθέτουν έναν υψηλό μέσο όρο προς όφελος όλων. Η τακτική της «ουδετερότητας» στην εξωτερική πολιτική και η λογική της «συναίνεσης» αντί της «ρήξης» στη δράση των συνδικάτων, τα οποία οργανώθηκαν και ελέγχονταν πλήρως και απολύτως από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, έφερε τις ανοικτές αγορές στο εξωτερικό και την εργασιακή ειρήνη, στο εσωτερικό, στην οποία στηρίζονται οι κεφαλαιούχοι για να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους. Τα συνδικάτα από την πλευρά τους, για να συμβάλλουν σ’ αυτή την εργασιακή ειρήνη, κατέκτησαν για λογαριασμό των εργαζομένων πέραν της υψηλής αμοιβής και σημαντικά κοινωνικά δικαιώματα.
Το τρίπτυχο κυβέρνηση – εργοδότες – συνδικάτα
Ο ορθολογισμός στη σκέψη, που απαιτείται για να δημιουργηθούν βάσεις οποιουδήποτε οικοδομήματος σε συνδυασμό με τις επενδύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, όχι μόνο σε βιομηχανικές μονάδες αλλά και στις υποδομές του κράτους, ήταν ο άξονας των διαπραγματεύσεων του τρίπτυχου κυβέρνησης, εργοδοτών και συνδικάτων. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη Σουηδία κατάφεραν να χτίσουν το κράτος πρότυπο διότι κατάφεραν να κρατούν σε συνεχή ισορροπία τους άλλους δύο πόλους. Κυβέρνησαν συνεχώς, από το τέλος του πολέμου έως το 1991-1995 -με μόνο διάλειμμα την τριετία 1978-1981 όταν την κυβέρνηση πήραν τα Συντηρητικά κόμματα- με την ψήφο εμπιστοσύνης ή την ψήφο ανοχής της «Αριστεράς», τότε «Αριστερό Κόμμα – Κομμουνιστές».
Ένα άλλο τρίπτυχο ήταν αυτό που επάνω του στηρίχτηκε όλο το κράτος πρόνοιας: Δημόσια υγεία – παιδεία – κατοικία. Το «κοινό μας σπίτι», όπως λένε οι Σουηδοί Σοσιαλδημοκράτες την κοινωνία που οικοδόμησαν, χτίστηκε με τη συνεισφορά όλων μέσω της υψηλής φορολογίας, η οποία είχε όλα τα χρόνια κοινούς συντελεστές για όλα τα φυσικά πρόσωπα ή τις εταιρείες. Στην άλλη πλευρά, η λογική των επιδομάτων δεν καλύπτει μόνο τις οικονομικές αδυναμίες ατόμων, αλλά δίνει κοινό σημείο εκκίνησης για όλους. «Παιδικό επίδομα» παίρνει κάθε παιδί από τη στιγμή που γεννιέται έως τα 18 του χρόνια ανεξαρτήτως του εισοδήματος της οικογένειας του. «Δάνειο σπουδών» παίρνουν όλοι όσοι θέλουν να σπουδάσουν, ανεξαρτήτως ηλικίας και εισοδήματος. «Επίδομα μετακόμισης» για όσους βρουν δουλειά μακριά από το σπίτι τους, «επίδομα εκκίνησης» για νέα ζευγάρια που θέλουν να συγκατοικήσουν, «επίδομα πρώτου μισθού» για άτομα που πρωτοπιάνουν δουλειά έως τη στιγμή που θα εισπράξουν τον πρώτο μισθό.
Το κλίμα στον εργασιακό χώρο
Ως «Δημόσια Υγεία» δεν νοείται μόνο η μέριμνα και η περίθαλψη αλλά αρχίζει από πολύ νωρίτερα. Αναρρωτική άδεια χορηγείται εύκολα ακόμα και σε κάποιον που «δεν νιώθει καλά» καθώς σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη «όταν κάποιος λέει ότι δεν είναι καλά για να μην πάει στη δουλειά του, σημαίνει ότι δεν νιώθει καλά στη δουλειά του. Σημαίνει ότι η απόδοση του δεν θα είναι η αναμενόμενη, ότι μπορεί να συμπαρασύρει συναδέλφους του, να χαλάσει το κλίμα. Αν συμβαίνει τακτικά μπαίνει σε επιδοτούμενα προγράμματα αναπροσαρμογής, πιθανώς να αλλάξει εργασιακό χώρο, ακόμα και επάγγελμα.
«Όλοι οι κάτοικοι της χώρας», όπως έλεγε ο Ούλοφ Πάλμε προκειμένου να μη ξεχωρίσει τους Σουηδούς από το νέο αίμα στην οικονομία, τους ξένους, μπορούν να ζουν αρμονικά και ειρηνικά. Ένα σύστημα που λειτουργεί σωστά μπορεί, έστω και δύσκολα, να αφομοιώνει κάθε κομμάτι του, να περιθάλψει καθένα που μειονεκτεί, να καλύψει τα κενά ακόμα κι αυτά που το ίδιο δημιουργεί.
Η κυβέρνηση φροντίζει να λειτουργεί όλη η χώρα και να εκμεταλλεύεται κάθε πηγή φυσικού πλούτου. Βοηθάει σ’ αυτό το επίπεδο έδαφος – η Σουηδία δεν έχει βουνά- η δικτύωση των σιδηροδρόμων, οι πηγές ενέργειας που μπορούν να ζεστάνουν και το πιο απομακρυσμένο σπίτι. Ο «πολυκεντρισμός», σε αντίθεση με την «αποκέντρωση» δεν δημιουργεί υδροκέφαλες πόλεις, η αγορά είναι κατανεμημένη ορθολογικά και κινείται συνεχώς, σε σταθερή βάση, και τα κρατικά έσοδα από τη φορολογία και τις εξαγωγές, χρηματοδοτούν νέα καλοσχεδιασμένα κοινωνικά πειράματα.
Οι εργοδότες έχουν εκπαιδευμένο, υγιές και με σταθερή απόδοση εργατικό δυναμικό. Τα συνδικάτα, τα οποία λόγω των εισφορών μπορούν, πληρώνοντας στο ακέραιο τους μισθούς, να κρατήσουν απεργία για πολλούς μήνες, εξασφαλίζουν την συναίνεση στην αγορά εργασίας και μέσω αυτής τους στόχους της παραγωγής. Οι εργαζόμενοι νιώθουν ασφαλείς διότι τα συνδικάτα τους φροντίζουν να παραμένει κλειστή η ψαλίδα στις διαφορές μισθών και να εφαρμόζονται κατά γράμμα τα συμφωνηθέντα.
Ο Κέινς και η Διεθνής
«Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» έγραφε ο Μαξ Βέμπερ στις αρχές του 1900, και λιγότερο από 50 χρόνια αργότερα, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, εμπνευστής της μεταπολεμικής παγκόσμιας οικονομικής οργάνωσης και των διεθνών οικονομικών θεσμών, μεταξύ των οποίων το ΔΝΤ, προέβαλε την θεωρία ότι η συλλογική ευημερία ενός οικονομικού συστήματος, η σταθερότητά του, αλλά και η κερδοφορία των επιχειρήσεων, προϋποθέτουν την υψηλή αγοραστική δύναμη του απλού εργαζόμενου. Οι Σουηδοί Σοσιαλδημοκράτες εφήρμοσαν κατά γράμμα τις επιταγές του, ασχέτως αν μετά τη λήξη των συγκεντρώσεων τους τραγουδάν, ακόμα και σήμερα, τη «Διεθνή».
Η μεγάλη στροφή της Σουηδικής Σοσιαλδημοκρατίας έγινε κατά την περίοδο προετοιμασίας της για την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η περίοδος αυτή συνέπεσε με τη δολοφονία του «παραδοσιακού» σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Ούλοφ Πάλμε (1986) και την αρχή της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού που βρήκε πολιτική εκπροσώπηση στους Ρόναλντ Ρήγκαν, στις ΗΠΑ, και της υπερσυντηρητικής Μάργκαρετ Θέτσερ. Η άνοδος του Τόνι Μπλερ στην θέση του πρωθυπουργού στην Αγγλία και η προσπάθεια εφαρμογής της θεωρίας του «Τρίτου Δρόμου για τον σοσιαλισμό», έργο του Άντονι Γκίντενς, έφερε στο πολιτικό λεξιλόγιο ένα νέο όρο: «Εκσυγχρονισμός».
Από τους «παραδοσιακούς» στους εκσυγχρονιστές»
Στη Σουηδία, η εκσυγχρονιστική πολιτική των σοσιαλδημοκρατών άρχισε να φαίνεται από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1995) και τη στιγμή που ο αντικαταστάτης του Ούλοφ Πάλμε, Ινγκβάρ Κάρλσον, παρέδωσε τα σκήπτρα στον Γιόραν Πέρσον (1996). Αντίθετα από την Ελλάδα με τα «πακέτα Ντελόρ» της δεκαετίας του ’80, η Σουηδία για να προσαρμοστεί στον ευρωπαϊκό μέσο όρο έπρεπε να περικόψει κοινωνικές και οικονομικές κατακτήσεις. Το κοινωνικό κράτος, που στήριξε το κεφάλαιο για την εύρυθμη λειτουργία των μονάδων στις οποίες είχε επενδύσει, δεν χρειαζόταν πλέον. Η ανταποδοτικότητα σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης πολιτικής ορίζεται διαφορετικά απ’ ότι σε συνθήκες σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης.
Τα μέτρα προσαρμογής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η μεταφορά των παραγωγικών μονάδων των βιομηχανιών σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας, η διοχέτευση των αποθεματικών κεφαλαίων των εργαζομένων στη στήριξη μετοχών, η ουσιαστική αντικατάσταση αρκετών επιδομάτων με αύξηση του ορίου των πιστωτικών καρτών και των καταναλωτικών δανείων, άλλαξαν μέσα σε μία δεκαετία το κλίμα της κοινωνικής συνοχής. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν κυβερνούν πλέον με σύμμαχο την Αριστερά αλλά Κεντρώα και κεντροδεξιά Κόμματα, ιδιωτικοποιούν μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας και μαζί με αυτό αλλοιώνουν το χαρακτήρα του οικοδομήματος τους. Οι τράπεζες παίρνουν το πάνω χέρι δημιουργώντας «προϊόντα», ψεύτικες αξίες, το κέρδος παράγεται από το χρήμα και όχι από την εργασία. Το «κοινό μας σπίτι» γίνεται Real Estate, το περίφημο «Κέντρο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών» του πανεπιστημίου στην Ουψάλα, μετονομάζεται σε «Economicum».
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική δημιουργεί ακόμα πιο συντηρητική αντίληψη. Οι πολίτες, βλέποντας ότι η μεγάλη οικονομική κρίση στα τέλη του ’90 ξεπεράστηκε με τις ιδιωτικοποιήσεις, σχετικά ανώδυνα για τον καθένα ξεχωριστά, θωρακίζονται πλέον πίσω από ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία και ό,τι άλλο ιδιωτικό. Η «λαϊκή στέγη» συρρικνώνεται, τα συνδικάτα χάνουν τη δύναμη τους, οι εργασιακές σχέσεις ελαστικοποιούνται.
Συνέπεια αυτών, οι δύο συνεχείς εκλογικές νίκες των Συντηρητικών το 2006 και το 2010. Κάτι ανάλογο δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Ό,τι απέμεινε από το κράτος πρόνοιας χρησιμοποιείται πλέον μόνο ως σημείο αναφοράς και, βέβαια, ως διαφημιστικό τρυκ, στοιχείο για την προβολή της χώρας διεθνώς, που τόσο χρειάζεται για την προώθηση των προϊόντων και των υπηρεσιών που εξάγει.
Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Όπως συνηθίζεται στη Σουηδία, περίπου ενάμιση χρόνο νωρίτερα τα κόμματα κάνουν τα συνέδρια τους και ετοιμάζουν την εκλογική τακτική τους. Οι Σοσιαλδημοκράτες θα κατέβουν στις εκλογές αυτές με σύνθημα «το Σουηδικό μοντέλο πρέπει να αναπτυχθεί, όχι να διαλυθεί». Οι δημοσκοπήσεις δεν δίνουν ακόμα προβάδισμα σε κανένα από τα δύο παραδοσιακά πολιτικά μπλοκ, το «αστικό» ή το «σοσιαλιστικό». Το μόνο βέβαιο που καταγράφεται είναι η σταθεροποίηση της ακροδεξιάς σε ποσοστά διπλάσια από 10% που έχει σήμερα και η απαίτηση τους πλέον να συμμετέχουν σε κυβέρνηση αν αυτή σχηματιστεί από τα συντηρητικά κόμματα.