Η Ελλάδα, βγαίνοντας το 2018 από μια κρίση που κράτησε δέκα χρόνια, μπήκε σε μόλις ενάμιση χρόνο –αρχές του 2020– σε νέα κρίση.
Αν η πρώτη κρίση 2008-2018 οφειλόταν στην αρπακτική διάθεση των ελληνικών οικονομικών ελίτ και την απόλυτη παράδοση των ηγεσιών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που εξυπηρέτησαν αυτές τις αρπακτικές διαθέσεις, ετούτη οφείλεται σε φυσική καταστροφή, στην πανδημία.
Την καταστροφή επιδείνωσαν η υπερπαγκοσμιοποίηση και η αφροσύνη των κυβερνώντων, οι οποίες κατέστρεψαν παραγωγή και αλυσίδες εφοδιασμού τοπικής ή περιφερειακής κλίμακας κι έτσι πολλές χώρες βρέθηκαν ανοχύρωτες, χωρίς τα αναγκαία υλικά προστασίας και θεραπείας που κατασκευάζονται φτηνότερα κάπου μακριά. Σήμερα διαφαίνεται ο κίνδυνος οι νεοφιλελεύθερες αρχές να επιφέρουν αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη και η Ελλάδα να βρεθεί στο τέλος σε ακόμη μεγαλύτερη απόσταση από τα ισχυρότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και με ακόμη μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα του πληθυσμού.
Τα κρίσιμα ερωτήματα για την ελληνική οικονομία στη μετά κορονοϊό εποχή –εφόσον λήξει η πανδημία– είναι τέσσερα:
01 Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση: Ποια θα είναι τελικά η ευρωπαϊκή απόφαση για τη χρηματοδότηση της εξόδου από την κρίση; Πώς θα κατανεμηθεί αυτή η χρηματοδότηση ανάμεσα σε επιχορηγήσεις και δάνεια; Ποιες θα είναι οι απαιτήσεις για να δοθεί η χρηματοδότηση;
02 Οι αποφάσεις για τη δημοσιονομική πολιτική: Πόσο θα διαρκέσει η αναστολή του ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας; Θα επανέλθει η απαίτηση έναντι της Ελλάδας για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα η οποία βρίσκεται σε αναστολή λόγω της πανδημίας;
03 Οι δαπάνες για την αποκατάσταση: Με ποια κριτήρια θα δαπανηθούν οι πόροι για την αποκατάσταση των ζημιών; Τι σχέδιο υπάρχει για την αυριανή Ελλάδα;
04 Αμβλυνση της ανισότητας: Πώς θα στηριχτούν τα κοινωνικά στρώματα και οι τάξεις που πλήγηκαν περισσότερο από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας; Με ποια πολιτική θα αποφύγει η Ελλάδα μια νέα αφαίμαξη, ένα δεύτερο κύμα φυγής νέων ανθρώπων – φυγής που άρχισε το 2010 και ανακόπηκε στο διάστημα 2017-2019;
Τα δύο πρώτα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν τώρα, καθώς όλα αυτά είναι υπό διαπραγμάτευση και οι αποφάσεις θα ληφθούν στις Βρυξέλλες έπειτα από χοντρά παζάρια. Εκεί ωστόσο φαίνεται ότι τα ισχυρότερα κράτη, είτε επειδή έχουν πληγεί τα ίδια (Ισπανία και Ιταλία) είτε επειδή βλέπουν (Γαλλία και Γερμανία) ότι μια Ευρώπη με μεγάλες ανισότητες και φτώχεια θα οδεύει προς διάλυση και δεν θα μπορεί να απορροφήσει τις εξαγωγές τους –δηλαδή η ανοικοδόμηση είναι προς το συμφέρον τους–, αποκρούουν προς στιγμήν τις ενστάσεις των «σκληρών». Στο τέλος βέβαια θα υπάρξει συμβιβασμός.
Τα κριτήρια για τις δαπάνες αποκατάστασης θα τα θέσει βέβαια η Ενωση, όμως, όπως και σε άλλα προγράμματα, οι ευρωπαϊκοί όροι θα είναι γενικοί και η εξειδίκευση και η εφαρμογή θα ανατεθούν στα κράτη-μέλη.
Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν θέλησε να διαπραγματευτεί νωρίς το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος προκειμένου να το αξιοποιήσει για την εφαρμογή μνημονίου έστω και χωρίς μνημόνιο. Είναι λοιπόν αναμενόμενο ότι οι «σκληροί» της ΕΕ σύντομα θα επανέλθουν στις απαιτήσεις για σκληρή λιτότητα, ιδίως προς την Ελλάδα που τους χρωστάει λεφτά.
Οι δαπάνες για την αποκατάσταση μιας οικονομίας όπως η ελληνική, που υποφέρει ακόμη από τις επιπτώσεις της προηγούμενης κρίσης και θα αντιμετωπίσει μια νέα κρίση ίσως εντονότερη, χρειάζονται λεπτομερές σχέδιο και ισχυρή παρουσία του κράτους. Ας πούμε: Πώς θα αναπλαστούν οι περιοχές της Μεγαλόπολης και της Πτολεμαΐδας; Με σχέδιο και παρέμβαση του κράτους ή θα αφεθούν στις κερδοσκοπικές διαθέσεις μεγάλων επιχειρήσεων που θα καρπωθούν επιχορηγήσεις και φοροαπαλλαγές; Πώς θα πάνε στο μέλλον οι τουριστικές περιοχές; Με τι σχέδιο θα πάψει ο τουρισμός να είναι μοναδική οικονομική δραστηριότητα στα νησιά; Πώς θα αναπτυχθούν τεχνολογίες σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας; Δυστυχώς η σύνθεση της «επιτροπής σοφών» που διόρισε ο κ. Μητσοτάκης δεν προοιωνίζεται τίποτε καλό. Αποτελείται από ακραιφνείς υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού και εκπροσώπους των Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών.
Η καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας και της φτώχειας δεν είναι μόνο ζήτημα δικαιοσύνης. Οι άνισες κοινωνίες, ιδίως οι μικρές, όπως η ελληνική, δυσκολεύονται περισσότερο να αναπτυχθούν επειδή δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση που θα τονώσει την παραγωγή, επειδή το μορφωτικό επίπεδο πέφτει όσο διευρύνεται η φτώχεια, επειδή τα πιο παραγωγικά μέλη της κοινωνίας αναζητούν την τύχη τους πέρα από τα σύνορα. Γι’ αυτόν τον λόγο η άμβλυνση των ανισοτήτων είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας και για την οικονομία.
Συμπέρασμα: Η οικονομική εξέλιξη είναι προπάντων πολιτικό ζήτημα. Και η πολιτική που θα εφαρμοστεί, ακόμη και με κυβέρνηση όπως η σημερινή, εξαρτάται από τις κινητοποιήσεις των ανθρώπων που πλήττονται, αλλά και από το πόσο πειστικά και κατανοητά θα είναι τα σχέδια και οι προτάσεις που θα προβάλουν κόμματα και κοινωνικοί φορείς οι οποίοι αντιτίθενται σε όσα άσχημα διαφαίνονται για το μέλλον.
Ο Θόδωρος Παρασκευόπουλος είναι οικονομολόγος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς