Σε δισεκατομμύρια δολάρια ανέρχονται τα ποσά που έχει καταφέρει να ανακτήσει το αμερικανικό Δημόσιο από εταιρείες που παρανομούσαν, έπειτα από καταγγελίες υποθέσεων Διαφθοράς από μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers).
Την ώρα που στην Ελλάδα στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη απειλούν και εκφοβίζουν τους προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis, το Αμερικανικό Δημόσιο έχει εδώ και δεκαετίες επωφεληθεί από το θεσμό του whistleblower κυνηγώντας αμείλικτα όσες εταιρείες εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της δικηγορικής εταιρείας στις ΗΠΑ, ο αντίκτυπος των εταιρικών αδικημάτων δεν περιορίζεται μόνο στους μετόχους και τους ιδιώτες καταναλωτές. «Όταν η εταιρική απάτη έχει αντίκτυπο στις κυβερνήσεις τότε οι ομοσπονδιακές και πολιτειακές αρχές δίνουν στους whistleblowers το δικαίωμα να ζητήσουν έννομη προστασία απέναντι από οποιαδήποτε εταιρεία, οντότητα ή πρόσωπο».
Μόνο από τις υποθέσεις μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος που έχει χειριστεί το δικηγορικό γραφείο Grant & Eisenhofer στις ΗΠΑ, το αμερικανικό Δημόσιο έχει εισπράξει από το 1986 πάνω από 27 δισεκατομμύρια δολάρια από που αποδείχτηκε ότι παρανομούσαν.
Η Abbot Laboratories και το αντιεπιληπτικό φάρμακο
Μία από τις περιπτώσεις που χειρίστηκε η εταιρεία ήταν και αυτή της Abbott Laboratories και τη διάθεση ενός αντιεπιληπτικού φαρμάκου. Η δικηγορική εταιρεία χειρίστηκε την καταγγελία σε βάρος της εταιρείας στο Επαρχιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ στη Βιρτζίνια υποστηρίζοντας ότι η εταιρεία είχε διαθέσει παρανόμως το φάρμακο σε παιδιά και ασθενείς που νοσηλεύονταν. Από την υπόθεση αυτή το αμερικανικό Δημόσιο κατάφερε να εισπράξει περί τα 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Μία ακόμη καταγγελία που χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο ήταν και μία καταγγελία σε βάρος της Phizer έξι πληροφοριοδοτών οι οποίοι παρείχαν πληροφορίες στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Από αυτή την υπόθεση το αμερικανικό Δημόσιο κατάφερε να εισπράξει περί τα 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Μία ακόμη περίπτωση κατά φαρμακευτικής εταιρείας που χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο ήταν και η εκπροσώπηση ενός μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος κατά του φαρμακευτικού κολοσσού GlaxoSmithKline, αναφορικά με την προώθηση ενός αρκετά δημοφιλούς φαρμάκου για το άσθμα. Από την υπόθεση αυτή οι ΗΠΑ κατάφεραν να ανακτήσουν περί το 1,04 δισ. ευρώ.
Οι αμοιβές και η αριστεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Να σημειωθεί ότι με βάση την αμερικανική νομοθεσία οι whistleblowers δικαιούνται ένα μέρος από το πρόστιμο που θα επιβάλλει η Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις εταιρείες που παρανομούν. Συνήθως ο μάρτυρας λαμβάνει περί το 10% του προστίμου δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να φτάσει και παραπάνω. Στην δική μας πραγματικότητα βέβαια οι βουλευτές της ΝΔ θεωρούν ότι εάν ο μάρτυρας δικαιούται χρήματα από τις ΗΠΑ για τη διαφθορά που καταγγέλλει τότε αυτό αφαιρεί οποιαδήποτε αξιοπιστία του, υπό το επιχείρημα ότι έχουν κίνητρο,
Πρόκειται για ακόμη ένα δείγμα «αριστείας» της κυβέρνησης Μητσοτάκη που μάλλον θεωρούν ότι οι αρχές των ΗΠΑ – FBI, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, υπουργείο Δικαιοσύνης – μάλλον υστερούν απέναντι στη δική τους γνώση σε ότι αφορά υποθέσεις Διαφθοράς και το χειρισμό τους. Τι και αν το αμερικανικό Δημόσιο έχει καταφέρει να ανακτήσει δισεκατομμύρια δολάρια αξιοποιώντας το θεσμό του whistleblowing, στην Ελλάδα ακόμη μιλάμε για…«κουκούλες».
Ο θεσμός του προστατευόμενου μάρτυρα είναι εξαιρετικά προηγμένος στις ΗΠΑ που είναι εξόχως καπιταλιστική χώρα διότι θεωρείται πως η χρήση μίζας νοθεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ότι δηλαδή οι εταιρείες που χρησιμοποιούν τέτοιες μεθοδεύσεις αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων εταιρειών. Ο θεσμός του whistleblower εφόσον υπάρχει πρωτογενής πληροφόρηση όπου κάποιος υπάλληλος καταγγέλλει αθέμιτες πρακτικές για την αποκόμιση ευνοϊκότερης μεταχείρισης και διαπιστωθεί ότι οι καταγγελίες ευσταθούν τότε με βάσει την αμερικανική νομοθεσία ο καταγγέλλων δικαιούται αποζημίωση ίση ενδεχομένως και με το 10% του προστίμου που θα επιβληθεί στην εταιρεία από την Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τονίζει στο documento ο δικηγόρος Γιάννης Κυριακόπουλος, ο οποίος συνεργάζεται με τη δικηγορική εταιρεία στις ΗΠΑ Grant & Eisenhofer που έχει χειριστεί ουκ ολίγες υποθέσεις τέτοιου είδους.