Oι προϋποθέσεις για να σωθεί η πρώτη κατοικία μέσω του αναθεωρημένου νόμου Κατσέλη και τι προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών. Tα βήματα που ακολουθούν οι τράπεζες πριν τον πλειστηριασμό αλλά και ποια είναι τα μέσα άμυνας των οφειλετών.
Αν και προς το παρόν, οι φορείς του Δημοσίου (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία), όπως και οι τράπεζες, επιδιώκουν να βγάζουν στο σφυρί την περιουσία μόνο εκείνων που βεβαιωμένα «έχουν» και «κατέχουν», δηλαδή τα μεγάλης αξίας ακίνητα και όχι τις πρώτες κατοικίες, η επιτάχυνση των διαδικασιών διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων έχει δρομολογηθεί, γεγονός που σημαίνει ότι άμεσα θα αυξηθούν οι πλειστηριασμοί.
Πως μπορεί λοιπόν κάποιος δανειολήπτης που αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις οφειλές του να αμυνθεί, για να μην φτάσει η μέρα του πλειστηριασμού;
Η πρώτη ενέργεια ενός δανειολήπτη που το δάνειό του έχει «κοκκινίσει» είναι να εξετάσει αν πληροί τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί αναθεωρημένο νόμο Κατσέλη έως 31/12/2018. Σ’ αυτή την περίπτωση «σώζεται» η πρώτη κατοικία εφόσον βεβαίως γίνει η απαραίτητη αίτηση και ο οφειλέτης υπήρξε συνεργάσιμος κατά τον χρόνο της αρχικής καθυστέρησης του δανείου. Η υπόθεση εξετάζεται από το οικείο Ειρηνοδικείο.
Σύμφωνα με το νόμο προστατεύονται οι δανειολήπτες –αλλά πρέπει βέβαια να κάνουν αίτηση– που διαθέτουν ακίνητο αντικειμενικής αξίας έως 180.000 ευρώ εάν είναι άγαμοι, 220.000 ευρώ εάν είναι έγγαμοι, προσαυξημένο κατά 20.000 ευρώ ανά παιδί και μέχρι τρία παιδιά. Αντίστοιχα, θα πρέπει να έχουν ετήσιο εισόδημα (με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης) έως 13.906 ευρώ ο άγαμος, έως 23.659 ευρώ το ζευγάρι, έως 23.973 ευρώ μια οικογένεια με ένα παιδί, έως 35.086 ευρώ μια τετραμελής οικογένεια και 40.800 ευρώ μια πενταμελής οικογένεια.
Εκτός του νόμου Κατσέλη, υπάρχει και η λύση ο οφειλέτης να προσφύγει στην τράπεζα και να πετύχει ρύθμιση του δανείου του με «μπούσουλα» τον αναθεωρημένο Κώδικα Δεοντολογίας.
Με την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει χαρακτηριστεί «συνεργάσιμος», οι ρυθμίσεις που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες: βραχυπρόθεσμες (μείωση του επιτοκίου, περίοδος χάρητος, καταβολή μόνο τόκων κ.λπ.), μακροπρόθεσμες (μείωση επιτοκίου, παράταση διάρκειας αποπληρωμής, μερική διαγραφή οφειλής κ.ά.) και οριστικής διευθέτησης (εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου, μετατροπή σε ενοικίαση/χρηματοδοτική μίσθωση, εθελοντική εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου κ.λπ.).
Τα βήματα ως τον πλειστηριασμό
Αν ο δανειολήπτης χαρακτηριστεί μη συνεργάσιμος τα βήματα που ακολουθούνται πρακτικά από την τράπεζα ή από οποιονδήποτε δανειστή προκειμένου να επιτύχει την είσπραξη της οφειλής του είναι τέσσερα: εξώδικη καταγγελία της δανειακής σύμβασης απαιτώντας ολόκληρο το ποσό του δανείου, έκδοση διαταγής πληρωμής ως απαραίτητο μέσο για την έναρξη των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης – πλειστηριασμών ακινήτων, επίδοση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης στον οφειλέτη και τέλος πλειστηριασμός.
Πως μπορεί να αμυνθεί ένας δανειολήπτης
Στην προειδοποίηση προς τον οφειλέτη (εξώδικη καταγγελία) ότι αν δεν συμμορφωθεί και δεν υπάρξει συνεπής προς τις υποχρεώσεις του ο δανειστής θα ακολουθήσει τη δικαστική οδό ο οφειλέτης μπορεί με νομική υποστήριξη να «απαντήσει» είτε δια της αποστολής εξώδικης απάντησης, είτε δια της άσκησης αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας.
Στο δεύτερο βήμα (διαταγή πληρωμής), τα ένδικα βοηθήματα, δηλαδή οι τρόποι άμυνας του οφειλέτη, είναι η ανακοπή και τα ασφαλιστικά μέτρα. Δηλαδή, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή και να ζητήσει με αίτηση την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας εκτέλεσης.
Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής.
Για την ανακοπή εξετάζεται για παράδειγμα το κατά πόσον τα ποσά που αιτεί η τράπεζα είναι τα πραγματικά οφειλόμενα, δηλαδή εάν έχουν χρεωθεί έξοδα και δαπάνες αυτοβούλως ή παράνομα, τα πανωτόκια και γενικά εάν υπάρχουν άκυροι και καταχρηστικοί όροι.
Στο τρίτο βήμα, ελλείψεις ή ελαττώματα της εκθέσεως κατασχέσεως, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμησή του και την τιμή της πρώτης προσφοράς, θεμελιώνουν λόγο διορθώσεώς της, μετά από ανακοπή που δικάζεται από το αρμόδιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Πλέον με τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο 20 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού.
Ας σημειωθεί επιπλέον ότι η τιμή πρώτης προσφοράς γίνεται στο ύψος της υποτιμημένης σήμερα εμπορικής αξίας.
Στο τελικό στάδιο, αυτό του πλειστηριασμού, προβλέπονται ένδικα μέσα, τα οποία αφορούν το κύρος και την νομιμότητα των συγκεκριμένων διαδικασιών, χωρίς να μπορούν να προβληθούν λόγοι που αφορούν την ουσία της απαίτησης.
Ας σημειωθεί ωστόσο ότι γίνεται μεγαλύτερη η προθεσμία πριν από τον πλειστηριασμό, μέσα στην οποία μπορεί να ζητηθεί η αναστολή του και συγκεκριμένα 15 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (αντί 5 ημέρες που ίσχυε).