H τέταρτη μέρα του Release Athens με Pulp και The Smile έβαλε σοβαρή υποψηφιότητα να είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές του καλοκαιριού.
Oι Pulp πρωτόπαιξαν την Ελλάδα στο Rockwave του 1998 στην αμμουδιά της Φρεαττύδας ένα ανεμοδαρμένο βράδυ και ο Jarvis Cocker αισθάνεται ακόμη τη σκόνη στο λαρύγγι του. «Αυτό που έγινε εκείνη τη μέρα δεν μας έχει ξανατύχει ποτέ», έλεγε χθες από τη σκηνή του Release Athens, μισά αγγλικά με προφορά Σέφιλντ και μισά σπασμένα ελληνικά. «Αμμοθύελλα! Δεν ήταν ακριβώς ιδανικό για το λαρύγγι ενός τραγουδιστή».
Mόνο που το λαρύγγι του συγκεκριμένου τραγουδιστή, αισίως 61 Μαΐων, δεν χαμπαριάζει από κακουχίες. Οι Pulp επέστρεψαν μετά από 13 χρόνια (αφού είχαν παίξει και το 2011 στη Μαλακάσα, τη χρονιά της μεγάλης επιστροφής) και μας έπιασαν αιχμάλωτους, είτε το περιμέναμε -που το περιμέναμε, όσοι τους είχαμε δει- είτε όχι. Ο Jarvis, που κάποτε έπαιξε και σόλο στο Ελληνικό, ήταν επικοινωνιακός όσο ποτέ, έτοιμος να μοιραστεί σχετικές και άσχετες ιστορίες, για τις χελώνες που συνάντησε στην πρωινή βόλτα του, για το γεμάτο φεγγάρι και για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο που γνώρισε στο ξενοδοχείο.
Στο τέλος της συναυλίας, όταν πια μας έπαιζαν στα δάχτυλα, οι Pulp έκαναν κάτι πολύ σπάνιο. Δεν έκλεισαν τη συναυλία με την… ελληνοπρεπέστατη παρλάτα του Common People καταπώς συνηθίζουν («εδώ τελειώνουμε, δεν έχουμε άλλα τραγούδια στο ρεπερτόριό μας», αστειεύτηκαν πριν τις πρώτες νότες), αλλά έπαιξαν και δεύτερο encore, με το ακριβοθώρητο Razzmatazz δίπλα στο Bad Cover Version και στο Glory Days. Η συναυλία τους ολοκληρώθηκε γύρω στη 1:15 , μετά από ένα ολόγιομο δίωρο. Σκαλίζοντας προηγούμενα πρόσφατα setlist, είδαμε ότι τέτοιο κέρασμα επιφύλαξαν μόνο στους θερμόαιμους Αργεντινούς στο Μπουένος Άιρες. Πριν από εφτά μήνες…
Βαρεθήκαμε λίγο στο Weeds, αλλά χορέψαμε πολύ στο Disco 2000, ξεσηκωθήκαμε στο F.E.E.L.I.N.G.C.A.L.L.E.D.L.O.V.E. και στο Do Your Remember the First Time? , συγκινηθήκαμε όταν το Something Changed αφιερώθηκε στον προσφάτως εκλιπόντα Steve Mackey, υπερθερμανθήκαμε με το θεατράλε Τhis Is Hardcore που μας έκανε να συμφωνήσουμε ότι είναι το κορυφαίο τραγούδι όλων των εποχών. «You name the drama, I’ll play the part», τραγουδούσε ο άνθρωπος που το εμπνεύστηκε, στρογγυλοκαθισμένος σε μία πολυθρόνα.
Ο Jarvis Cocker, ο άλλοτε εσωστρεφής νεαρός που περνούσε τις μέρες μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου του, είναι πλέον -με τον ατσούμπαλο χορό του- ένας σόουμαν δίχως ταίρι. Οι υπόλοιποι Pulp έφεραν μαζί τους τη σιγουριά της μεγάλης μπάντας που έχει γράψει αμέτρητα χιλιόμετρα, δίχως απαραίτητα να μοιράζονται την εκκεντρικότητα του αφεντικού τους. Οι Pulp, αν δεν το προσέξατε, ηχογραφούν από το 1983. Έκλεισαν σαράντα χρόνια ζωής και τα γιορτάζουν γεμίζοντας το αμπάρι με αιχμαλώτους.
Οι The Smile είναι το δεύτερο project του Thom Yorke παράλληλα με τους Radiohead και με τις προσωπικές του αναζητήσεις, με άλλα δύο μέλη από τη μπάντα-έμβλημα του art rock στη σύνθεση: τον αναντικατάστατο κιθαρίστα Johnny Greenwood (αδελφό του Colin, o οποίος συνόδευσε πρόσφατα τον Nick Cave στη Στέγη Ωνάση) και τον ντράμερ Tom Skinner. Κάτι σαν Radiohead λάιτ, εάν μας επιτρέπετε τη βλασφημία.
Μπροστά σε 17.000 άτομα που περίμεναν ανυπόμονα τους Pulp και φαίνονταν πρόθυμα να περάσουν ένα 90λεπτο πλήξης, οι The Smile είχαν πρόβλημα. Η γεμάτη ηχοτοπία και ακροβασίες μουσική τους δεν περνάει εύκολα στο συναυλιακό πλήθος. Μέσα σε λίγα λεπτά, όμως, το πρόβλημα είχε λυθεί. Ο σαμάνος Yorke κέρδισε το κοινό χωρίς πολλά λόγια και το σούρουπο ήρθε να κουμπώσει τέλεια με την αίφνης υποβλητική ατμόσφαιρα.
Στην αρχή καλαμπουρίζαμε («τρελό κέφι γίνεται με τους Smile»), αλλά γρήγορα βγάλαμε τον σκασμό με πειστήριο το εναρκτήριο Wall Of Eyes από τον πρόσφατο ομώνυμο δίσκο και παραδοθήκαμε άνευ όρων. Ο Thom Yorke χαμογελούσε ασταμάτητα, με την αυταρέσκεια του πιονιέρου καλλιτέχνη που «δεν μας βλέπει». Μέχρι που μας έκανε να χορέψουμε κιόλας, στο Bending Hectic.
Και, όχι, δεν έπαιξε τα σουξέ των Radiohead, όσο και αν πολλοί φανς εμφανίστηκαν με μπλουζάκια Karma Police και Paranoid Android. Η μοναδική παράκαμψη ήρθε στο φινάλε του χορταστικού σετ (18 τραγούδια), όπου παίχτηκε το 15ετές Feeling Pulled Apart By Horses, από τη σόλο δισκογραφία του, αν και αρχικά γραμμένο για τους Radiohead, στα χέρια των οποίων το τραγούδι μετεξελίχθηκε στο υπέροχο Reckoner.
Τον 56χρονο Yorke είχαμε δει μόνο μία φορά στα μέρη μας, εις τριπλούν βέβαια, σε τρεις απανωτές συναυλίες των Radiohead στον (όχι απόλυτα γεμάτο) Λυκαβηττό και στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2000, ουσιαστικά την εποχή του «Ok Computer» και λίγο πριν κυκλοφορήσει το «Kid A» με την απότομη καλλιτεχνική στροφή του. «Μάλλον δεν θα ξαναϊδωθούμε», αστειεύτηκε ο ίδιος στο φινάλε. Ελπίζω να διαψευστεί και μάλιστα σύντομα.
Πριν τους δύο co-headliners της βραδιάς, έπαιξαν οι Βρετανοί Ride, που έχουν δικό τους φανατικό κοινό και γενικά παραείναι καλοί για να είναι τρίτοι σε μία φεστιβαλική βραδιά. Έχουμε ακούσει «δεύτερους» πολύ χειρότερους και πολύ πιο βαρετούς. Τα ουκ ολίγα χρόνια της αδράνειας δεν φαίνεται να επηρέασαν τη στιβαρή κιθαριστική μπάντα από την Οξφόρδη, η οποία πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ μετά από μία άγονη πενταετία, ονόματι «Interplay». Τους είδαμε για πρώτη φορά το μακρινό 1993, στο αλήστου μνήμης Ρόδον, με όχι πολύ διαφορετικό σετ τηρουμένων των αναλογιών και με το ίδιο πάντοτε φινάλε (Seagull).
Ακόμα πιο νωρίς, ακούσαμε τους ευπρόσδεκτους Ολλανδούς Tramhaus, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αντέξουμε το λιοπύρι. Ήταν άλλη μία βραδιά θριάμβου για το Release Athens, εμπορικά και καλλιτεχνικά. Συμπαγής και ουχί ετερόκλητη, με δύο ημίθεους της εναλλακτικής σκηνής, με πολύ κόσμο, με ονόματα που δεν βλέπουμε συχνά, με γκελ, με όλες τις ηλικίες να εκπροσωπούνται. Ίσως να αποδειχθεί η κορυφαία στιγμή του καλοκαιριού.