Ψυχρός Πόλεμος για τον αγωγό που θα θερμάνει την Ευρώπη

Μπουρλότο βάζουν αμερικανικές κυρώσεις στην ολοκλήρωση του ρωσικού Nord Stream 2

Υπόγειος πόλεμος ΗΠΑ – Ρωσίας διεξάγεται εσχάτως για τα τελευταία 75 από τα 1.230 συνολικά χιλιόμετρα του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 του ρωσικού κολοσσού Gazprom. Οι νέες βαρύτατες οικονομικές κυρώσεις που ψηφίστηκαν την προηγούμενη εβδομάδα από την αμερικανική Γερουσία αποτελούν πρόκληση για τον Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς καίγεται για την ολοκλήρωση του έργου.

Οι διατάξεις ψηφίστηκαν ενώ ο αγωγός, συνολικής δαπάνης 12 δισ. ευρώ, που φιλοδοξεί να καλύπτει το 10% των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης, βρίσκεται μόλις 75 χιλιόμετρα πριν από την ολοκλήρωσή του. Ετσι, παρότι το 94% από τη σύνδεση του υποθαλάσσιου δικτύου από τη ρωσική επικράτεια προς τη Γερμανία έχει ήδη ολοκληρωθεί, πολύ δύσκολα θα ανοίξουν οι στρόφιγγες για τα 55 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου με τα οποία θα εξυπηρετεί ο Nord Stream 2 την Ευρώπη.

Το μεγάλο αυτό έργο, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της εταιρείας, αναμενόταν να τελειώσει στα μέσα της χρονιάς που μόλις έφυγε. Η Gazprom ωστόσο λογάριασε χωρίς τον –Αμερικανό– ξενοδόχο. Εναν χρόνο πριν επέβαλε τις πρώτες κυρώσεις οδηγώντας την ολλανδοελβετική Allseas, τη μεγαλύτερη εταιρεία υποθαλάσσιων κατασκευών παγκοσμίως, σε αποχώρηση.

Αφού καθυστέρησε επί έναν ολόκληρο χρόνο η κατασκευή του, οι νέες κυρώσεις έρχονται εκ νέου να τρομάξουν τις συμβεβλημένες εταιρείες του έργου. Εξαιτίας τους σημειώθηκε άλλη μια αποχώρηση, της νορβηγικής DNV GL. Οπως σημείωσε η εν λόγω εταιρεία πιστοποίησης στο politico.eu, «θα διακόψουμε κάθε ενέργεια για τον Nord Stream 2, συμμορφούμενοι στις κυρώσεις και για όσο διάστημα αυτές είναι σε ισχύ». Απαραίτητη προϋπόθεση για το πράσινο φως στην προμήθεια φυσικού αερίου αποτελεί η πιστοποίηση του αγωγού. Εξίσου δύσκολα η Gazprom θα καταφέρει να διατηρήσει ασφαλισμένο το έργο, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την επανέναρξη των προγραμματισμένων εντός του μηνός εργασιών στα χωρικά ύδατα της Δανίας.

Η πτώση των τιμών και η επίθεση των ΗΠΑ

Οι αμερικανικές κυρώσεις –ακόμη σκληρότερες προς οποιονδήποτε συμμετέχει στο έργο, είτε πρόκειται για επιχείρηση είτε για εργαζόμενο– περιλήφθηκαν στην αναθεώρηση του νόμου με τον ευφάνταστο τίτλο «Νόμος για την ενεργειακή ασφάλεια στην Ευρώπη», ο οποίος είχε ψηφιστεί τον Δεκέμβριο του 2019. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι συνέπηξαν κοινό μέτωπο κατά της «ρωσικής απειλής», υπερπηδώντας το εμπόδιο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος άσκησε βέτο στον νόμο στον οποίο ήταν ενσωματωμένη και η αναθεώρηση των κυρώσεων.

Παρά το βέτο Τραμπ στις αμυντικές δαπάνες για λόγους εσωτερικής πολιτικής, αφού ο απερχόμενος πρόεδρος ήταν που το 2017 έθεσε σε ισχύ τον «Νόμο αντιμετώπισης αντιπάλων μέσω κυρώσεων», βάζοντας στο στόχαστρο, μεταξύ άλλων, χώρες όπως το Ιράν, τη Ρωσία αλλά και την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα κράτη-μέλη της. Ηρθε τη στιγμή που η παραγωγή φυσικού αερίου άγγιξε το υψηλότερο επίπεδο στη χώρα, καθιστώντας τις ΗΠΑ από το 2018 τη μεγαλύτερη παραγωγό υγρού φυσικού αερίου (GNL). Η άφθονη παραγωγή οδήγησε σε πτώση τις τιμές και στην έναρξη μιας επιθετικής αμερικανικής πολιτικής, η οποία εκτός από την εξυπηρέτηση γεωπολιτικών στόχων απέφερε και κέρδη.

Βασικό ρόλο στον σχεδιασμό του «Νόμου για την ενεργειακή ασφάλεια στην Ευρώπη», που εγκαινίασε τις κυρώσεις-εμπόδια στην κατασκευή του Nord Stream 2, διαδραμάτισε ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής του Τέξας Τεντ Κρουζ, στηριζόμενος από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων. Το Τέξας αποτελεί τη βασική ζώνη εξόρυξης και εγκαταστάσεων υγροποίησης φυσικού αερίου στις ΗΠΑ. Οπως σχολίασε ο Τεντ Κρουζ σε διαδικτυακή συνάντηση του think tank Ατλαντικό Συμβούλιο, η εστίαση του αναθεωρημένου νόμου σε οργανισμούς πιστοποίησης είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το μεγάλο κατασκευαστικό έργο θα αποτύχει. Παρά τους ισχυρισμούς του Ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή, η ισχύς των κυρώσεων δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να αρθεί με αποφάσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Ευρωπαϊκές αντιδράσεις εν αναμονή Μπάιντεν

Η επιθετική στάση των ΗΠΑ δεν έθιγε μόνο τα ρωσικά συμφέροντα. Ο νέος αγωγός, παρότι ανήκει στην κατά 50% κρατική Gazprom, κατασκευάζεται με τη συγχρηματοδότηση πέντε ευρωπαϊκών συμφερόντων εταιρειών, την ολλανδοβρετανική Shell, τις γερμανικές Uniper και Wintershall, την αυστριακή OMV και τη γαλλική Engie.

Οι πρώτες ευρωπαϊκές αντιδράσεις στο πρώτο κύμα κυρώσεων εμφανίστηκαν το 2017 στο κοινό ανακοινωθέν Γερμανίας και Αυστρίας, χαρακτηρίζοντας το αμερικανικό νομοσχέδιο «πολύ αρνητική εξέλιξη στις αμερικανοευρωπαϊκές σχέσεις» και «παράνομη απειλή στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Τον ίδιο καιρό γαλλική ανακοίνωση έκανε λόγο για κυρώσεις «παράνομες βάσει του διεθνούς δικαίου λόγω της εξωεδαφικής ισχύος». Ακολούθησαν κι άλλες αντιδράσεις το 2020 μετά τη συζήτηση στην αμερικανική Γερουσία για την αναθεώρηση των κυρώσεων, οι οποίες ωστόσο δεν απέφεραν αποτέλεσμα παρά την πίεση της γαλλικής πλευράς για περαιτέρω μέτρα.

Η δυσαρέσκεια των Βρυξελλών από την κυβέρνηση Τραμπ έγινε εμφανής μόλις πριν από μερικά 24ωρα, όταν σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου και άλλοι ανώτατοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αρνήθηκαν να συναντήσουν τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο στην προγραμματισμένη τελευταία επίσκεψή του στην Ευρώπη. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε παράλληλα μήνυμα προς τον νέο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος παρότι έχει δεσμευτεί να βελτιώσει τις σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ ανακοίνωσε σκληρή πολιτική απέναντι στη Ρωσία μετά την κυβερνοεπίθεση τον περασμένο μήνα σε υπηρεσίες της αμερικανικής κυβέρνησης.

Ετικέτες