Το αίσθηµα άγχους, η κατάθλιψη, ακόµη και οι αυτοκτονικές τάσεις έχουν αυξηθεί µέσα στις συνθήκες πανδηµίας στις οποίες έχει αναγκαστεί να ζει ο πλανήτης. Αναφορές κάνουν λόγο για αύξηση των διαταραχών άγχους και κατάθλιψης περισσότερο από 25% µες στο 2020 παγκοσµίως. «Στην πραγµατικότητα ο κορονοϊός έχει επιφέρει µια διπλή πανδηµία, της οποίας ο πλήρης αντίκτυπος δεν έχει γίνει ακόµη ορατός» είπε η δρ Νατάσα Ατζοπάρντι-Μουσκάτ, διευθύντρια πολιτικής υγείας του ευρωπαϊκού τοµέα του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας (ΠΟΥ), στον ειδησεογραφικό ιστότοπο EUObserver στα τέλη Σεπτεµβρίου.
Πολλές χώρες στην Ευρώπη βλέπουν µεγάλη αύξηση στη ζήτηση για υπηρεσίες ψυχικής υγείας όχι µόνο από άτοµα µε προϋπάρχουσες διαταραχές αλλά και από άτοµα που δεν είχαν βιώσει ποτέ ψυχικά προβλήµατα πριν από την πανδηµία. «Αυτό που µάθαµε στην πανδηµία είναι ότι ο καθένας είναι ευάλωτος» είπε η δρ Μουσκάτ, προσθέτοντας ότι όσοι έχουν νοσήσει από τον κορονοϊό παρουσιάζουν συµπτώµατα παρόµοια µε εκείνα του συνδρόµου µετατραυµατικού στρες, το οποίο συχνά κάνει την εµφάνισή του αρκετά µετά τη νόσηση.
Η πανδηµία φανέρωσε τα κενά στην παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει µε τις έγκαιρες, οικονοµικά προσιτές και υψηλής ποιότητας θεραπείες. Γενικά οι υγειονοµικές υπηρεσίες στην Ευρώπη έχουν επί του παρόντος ελλείψεις σε ψυχιάτρους και κοινωνικούς λειτουργούς, µε τους ασθενείς να είναι σε πολλές περιπτώσεις ελλιπώς ενηµερωµένοι.
Εκτιµάται ότι πριν από την πανδηµία το 10% του πληθυσµού της Ευρώπης (45 εκατοµµύρια) έπασχε από κάποιο είδος ψυχικής νόσου κάθε χρόνο. Σήµερα σε ολόκληρη την ΕΕ 84 εκατοµµύρια άνθρωποι διαγιγνώσκονται µε προβλήµατα ψυχικής υγείας.
Οι νέοι είναι περισσότερο ευάλωτοι
Ειδικοί και πολιτικοί έχουν προειδοποιήσει για τη «σιωπηρή πανδηµία» στην ψυχική υγεία των παιδιών και νέων ανθρώπων, που απειλεί το µέλλον τους, µιας και ο ψυχισµός στις µικρές ηλικίες έχει χτυπηθεί περισσότερο από την πανδηµία της Covid. Σχεδόν ένα στα δύο άτοµα µεταξύ 18 και 29 ετών υποφέρει από κατάθλιψη ή άγχος. Αυτό συµβαίνει επίσης και για έναν στους πέντε εργαζόµενους της πρώτης γραµµής, όπως το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Μια νέα έκθεση του ΟΗΕ («Τhe state of the world’s children report – On my mind») κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τους νέους στην Ευρώπη: η αυτοκτονία είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου για άτοµα ηλικίας 15 µε 19 ετών. Πρώτη είναι τα αυτοκινητιστικά δυστυχήµατα.
«Η πανδηµία του κορονοϊού έχει επισηµάνει συγκεκριµένους παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο την ψυχική µας υγεία: αποµόνωση, οικογενειακές εντάσεις, απώλεια εισοδήµατος» είπε η βασίλισσα του Βελγίου Ματίλντ κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης στις Βρυξέλλες. Η έκθεση βρήκε ότι το 19% των αγοριών ηλικίας 15 µε 19 ετών υποφέρει από ψυχικές διαταραχές, ενώ στα κορίτσια της ίδιας ηλικίας το ποσοστό βρίσκεται στο 16%. Εννιά εκατοµµύρια έφηβοι στην Ευρώπη (10-19 ετών) ζουν µε προβλήµατα ψυχικής υγείας. Σε περισσότερες από τις µισές περιπτώσεις γενεσιουργές αιτίες του προβλήµατος είναι το άγχος και η κατάθλιψη.
Πολλά παιδιά είπαν ότι νιώθουν φόβο, θυµό και ανησυχία για το µέλλον καθώς η πανδηµία έχει προκαλέσει διακοπές στη ρουτίνα και την εκπαίδευσή τους, όπως και αισθήµατα άγχους σχετικά µε το οικογενειακό εισόδηµα και το επίπεδο υγείας. Ακόµη και πριν από την κρίση της πανδηµίας τα παιδιά και οι νέοι είχαν ήδη επωµιστεί το βάρος των διαταραχών ψυχικής υγείας χωρίς σηµαντική οικονοµική επένδυση για την επίλυσή τους. Αν και οι καιροί έχουν αλλάξει σχετικά µε τα ταµπού που περιέβαλλαν την ψυχική υγεία, οι κυβερνήσεις παγκοσµίως δεν αφιερώνουν περισσότερο από το 2% του προϋπολογισµού τους για την περίθαλψη των ψυχικά νοσούντων ατόµων.
Επείγουσες οι επενδύσεις σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας
Στο Παγκόσµιο Συνέδριο για την Ψυχική Υγεία που έγινε στο Παρίσι στις 5 και 6 Οκτωβρίου η UNICEF µέσω της εκτελεστικής διευθύντριάς της Χενριέτα Φορ κάλεσε «τις κυβερνήσεις και τους εταίρους του δηµόσιου και του ιδιωτικού τοµέα να δεσµευτούν να επικοινωνήσουν και να δράσουν για την προώθηση της ψυχικής υγείας και ευηµερίας για όλα τα παιδιά, τους εφήβους και τους φροντιστές. Αυτό περιλαµβάνει τρεις βασικές δράσεις:
Πρώτον, χρειαζόµαστε επείγουσες δηµόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας σε όλους τους τοµείς, συµπεριλαµβανοµένης της υγείας, της εκπαίδευσης, της κοινωνικής προστασίας και όχι µόνο. Με άλλα λόγια, χρειαζόµαστε µια προσέγγιση ολόκληρης της κοινωνίας για την ψυχική υγεία.
Στη συνέχεια πρέπει να ενσωµατώσουµε λύσεις βασισµένες σε τεκµήρια σε όλους τους τοµείς της υγείας, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής προστασίας. Αυτό περιλαµβάνει προγράµµατα γονικής µέριµνας που προωθούν την έγκαιρη εποικοδοµητική φροντίδα και την υποστήριξη της ψυχικής υγείας των φροντιστών.
Και, τέλος, όλοι πρέπει να παίξουµε τον ρόλο µας για να σπάσουµε τη σιωπή που περιβάλλει την ψυχική ασθένεια. Πρέπει να εργαστούµε για την καταπολέµηση του στίγµατος και την προώθηση της καλύτερης κατανόησης της ψυχικής υγείας. Ελπίζουµε ότι πολλοί από εσάς εδώ σήµερα θα συµµετάσχετε στην πρόσκλησή µας για δράση».
Ο αντίκτυπος σε ανθρώπους µε προϋπάρχουσες διαταραχές
Ατοµα που είχαν υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης πριν από την πανδηµία επηρεάστηκαν σοβαρότερα από τη διακοπή της καθηµερινότητας που επέφεραν τα περιοριστικά µέτρα για την αναχαίτιση της διάδοσης του ιού. Μελέτη του Πανεπιστηµιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL) που δηµοσιεύτηκε στο «Βρετανικό Περιοδικό Ψυχιατρικής» εξέτασε δεδοµένα από σχεδόν 60.000 άτοµα που παρακολουθούνται ως µέρος δώδεκα µελετών µεγάλης διάρκειας στην Αγγλία. Η µελέτη διαπίστωσε ότι τα άτοµα των οποίων οι απαντήσεις στην έρευνα πριν από την πανδηµία έδειχναν υψηλότερα επίπεδα συµπτωµάτων άγχους και κατάθλιψης είχαν 24% περισσότερες πιθανότητες να έχουν καθυστερήσεις στις συναναστροφές τους µε τους ιατρούς, 12% περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη δουλειά τους και είναι κατά 33% πιο πιθανό να έχουν περιπέτειες µε τις συνταγές ή τη φαρµακευτική αγωγή τους κατά τους πρώτους οκτώ έως δέκα µήνες της πανδηµίας απ’ ό,τι εκείνοι µε επίπεδα συµπτωµάτων άγχους και κατάθλιψης κοντά στον µέσο όρο. Οπως είναι λογικό, τα άτοµα µε µεγαλύτερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης ήταν ακόµη πιο πιθανό να βιώσουν απώλειες σε εργασία, εισόδηµα, εκπαίδευση και υγειονοµική περίθαλψη.
Η δρ Πραβίτα Πάταλεϊ, καθηγήτρια του UCL και επικεφαλής συγγραφέας της µελέτης, είπε: «Τα ευρήµατά µας υπογραµµίζουν ότι οι ευρύτερες επιπτώσεις της πανδηµίας στην υγεία και την οικονοµία έχουν βιωθεί δυσανάλογα [βαριά] από εκείνους µε δυσκολίες ψυχικής υγείας, οδηγώντας δυνητικά σε χειρότερα µακροπρόθεσµα αποτελέσµατα, ακόµη και µετά την πανδηµία, για εκείνους που ήδη έχουν κακή ψυχική υγεία».
Η καθηγήτρια Νίσι Τσατουρβέντι της µονάδας για την ισόβια υγεία και το γήρας στο UCL, η οποία είναι συνεπικεφαλής της µελέτης, είπε: «Το άγχος και η κατάθλιψη που βιώνουν οι συµµετέχοντες στη µελέτη ξεπερνούν την κακή ψυχική υγεία που αναφέρεται στους γενικούς γιατρούς και στις υπηρεσίες υγειονοµικής περίθαλψης. Πρόκειται σε µεγάλο βαθµό για µια κρυφή οµάδα ανθρώπων, ευάλωτων σε δυνητικά µακροχρόνιες υγειονοµικές και κοινωνικοοικονοµικές συνέπειες της πανδηµίας».
Η εργασία πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο της µελέτης «Covid-19 Longitudinal Ηealth and Wellbeing National Core» (Μακροπρόθεσµος εθνικός πυρήνας υγείας και ευ ζην), µε επικεφαλής ερευνητές από το UCL και χρηµατοδότηση από τη δηµόσια ανεξάρτητη αρχή του Ηνωµένου Βασιλείου για την Καινοτοµία και την Ερευνα (UKRI). Στη µελέτη συµµετείχαν ερευνητές του UCL, του King’s College του Λονδίνου, του Πανεπιστηµίου της Γλασκόβης, του Πανεπιστηµίου του Λέστερ, του Πανεπιστηµίου του Εδιµβούργου και του Πανεπιστηµίου του Μπρίστολ.
Σε καθεµιά από τις µελέτες µεγάλης διάρκειας οι ερωτηθέντες απάντησαν σε ερωτηµατολόγια που είχαν σχεδιαστεί για να αξιολογούν την ψυχική υγεία περίπου τρία χρόνια πριν από την πανδηµία κατά µέσο όρο. Αργότερα ανέφεραν τις διαταραχές που βίωσαν µεταξύ Μαρτίου και ∆εκεµβρίου πέρυσι.
Η ερευνητική οµάδα εξέτασε τις διαταραχές της πανδηµίας σε τρεις τοµείς: υγειονοµική περίθαλψη (πρόσβαση σε φάρµακα, διαδικασίες ή χειρουργικές επεµβάσεις και ραντεβού), οικονοµική δραστηριότητα (απασχόληση, εισόδηµα ή ώρες εργασίας) και στέγαση (αλλαγή διεύθυνσης ή σύνθεσης νοικοκυριού). ∆ιαπίστωσαν ότι τα άτοµα µε προηγούµενη ψυχική ασθένεια είχαν περισσότερες πιθανότητες να αντιµετωπίσουν οικονοµικές δυσκολίες και χειρότερη υγειονοµική περίθαλψη αλλά δεν είχαν µεγαλύτερη πιθανότητα αντιµετώπισης προβλήµατος στη στέγαση.
Πανδηµία ψυχικής υγείας στις ΗΠΑ
Η πανδηµία κορονοϊού και η συνεπαγόµενη οικονοµική κρίση έχουν επηρεάσει αρνητικά πολλούς ανθρώπους και στις Ηνωµένες Πολιτείες. Εχουν επιδεινώσει την ψυχική υγεία και έχουν δηµιουργήσει πολλά νέα εµπόδια για ανθρώπους που ήδη παλεύουν µε κάποια ψυχολογική διαταραχή ή µε χρήση ναρκωτικών ουσιών. Κατά τη διάρκεια της πανδηµίας περίπου ένας στους τέσσερις ενήλικες στις ΗΠΑ ανέφερε συµπτώµατα αυξηµένου άγχους και κατάθλιψης. Το ποσοστό έχει αυξηθεί από το 2019, όταν ένας στους δέκα ανέφερε τα ίδια συµπτώµατα.
Το παρατηρητήριο ψυχικής υγείας της ΜΚΟ Kaiser Family Foundation (KFF) ανέφερε ότι τον Ιούλιο του 2020 πολλοί ενήλικες παραπονέθηκαν ότι υπέφεραν από αρνητικά παρελκόµενα της πανδηµίας όπως δυσκολία στον ύπνο ή στο φαγητό, αυξήσεις στην κατανάλωση αλκοόλ και τη χρήση ουσιών καθώς και επιδεινούµενες χρόνιες παθήσεις εξαιτίας του άγχους για τον κορονοϊό. Καθώς η πανδηµία συνεχίζεται τα απαραίτητα µέτρα δηµόσιας υγείας εκθέτουν πολλούς ανθρώπους σε καταστάσεις που επιδεινώνουν την ψυχική υγεία, όπως η αποµόνωση και η απώλεια εργασίας.
Σύµφωνα µε έρευνα της KFF, οι νέοι ενήλικες έχουν βιώσει µια σειρά από συνέπειες που σχετίζονται µε την πανδηµία, όπως το κλείσιµο των πανεπιστηµίων και η απώλεια εισοδήµατος, οι οποίες µπορεί να συµβάλουν στην κακή ψυχική υγεία. Κατά τη διάρκεια της πανδηµίας ένα µεγαλύτερο από τον µέσο όρο ποσοστό νέων ενηλίκων ηλικίας 18-24 ετών αναφέρει συµπτώµατα άγχους και/ή καταθλιπτικής διαταραχής (56%). Σε σύγκριση µε τους υπόλοιπους ενήλικες, οι νεαροί είναι πιο πιθανό να αναφέρουν χρήση ουσιών (25% έναντι 13%) και αυτοκτονικές σκέψεις (26% έναντι 11%). Πριν από την πανδηµία οι νέοι ενήλικες είχαν ήδη υψηλό κίνδυνο κακής ψυχικής υγείας και χρήσης ουσιών, αν και πολλοί δεν έλαβαν θεραπεία.
Ερευνες από προηγούµενες οικονοµικές κρίσεις δείχνουν ότι η απώλεια εργασίας σχετίζεται µε αυξηµένη κατάθλιψη, άγχος, αγωνία και χαµηλή αυτοεκτίµηση και µπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα ποσοστά χρήσης ουσιών και αυτοκτονιών. Κατά τη διάρκεια της πανδηµίας οι ενήλικες σε νοικοκυριά µε απώλεια εργασίας ή χαµηλότερα εισοδήµατα αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά συµπτωµάτων ψυχικής ασθένειας από εκείνα χωρίς απώλεια εργασίας ή εισοδήµατος (53% έναντι 32%).
Τα αποτελέσµατα της έρευνας προκαλούν ανησυχία σχετικά µε την κακή ψυχική υγεία και την ευηµερία των παιδιών και των γονέων τους, ιδιαίτερα των µητέρων, καθώς πολλοί αντιµετωπίζουν προκλήσεις µε το κλείσιµο των σχολείων και την έλλειψη φροντίδας των παιδιών. Οι γυναίκες µε παιδιά είναι πιο πιθανό να αναφέρουν συµπτώµατα άγχους ή καταθλιπτικής διαταραχής από τους άντρες µε παιδιά (49% έναντι 40%). Γενικά τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της πανδηµίας οι γυναίκες ανέφεραν υψηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης σε σύγκριση µε τους άντρες.
Επίσης η πανδηµία έχει επηρεάσει δυσανάλογα την υγεία των έγχρωµων κοινοτήτων. Οι µαύροι ενήλικες (48%) και οι ισπανόφωνοι ή Λατίνοι ενήλικες (46%) είναι πιο πιθανό να αναφέρουν συµπτώµατα άγχους και/ή καταθλιπτικής διαταραχής από τους λευκούς ενήλικες (41%). Αυτές οι κοινότητες διαχρονικά αντιµετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε φροντίδες ψυχικής υγείας.
Πολλοί εργαζόµενοι της πρώτης γραµµής –αυτοί που κράτησαν όρθια την οικονοµία και τις υγειονοµικές υπηρεσίες– εξακολουθούν να αντιµετωπίζουν µια σειρά προκλήσεων, συµπεριλαµβανοµένου του µεγαλύτερου κινδύνου προσβολής από τον κορονοϊό από άλλους εργαζόµενους. Σε σύγκριση µε τους υπόλοιπους εργαζόµενους, αυτοί της πρώτης γραµµής είναι πιο πιθανό να αναφέρουν συµπτώµατα άγχους ή καταθλιπτικής διαταραχής (42% έναντι 30%), έναρξη ή αύξηση της χρήσης ουσιών (25% έναντι 11%) και αυτοκτονικές σκέψεις (22% έναντι 8%) κατά τη διάρκεια της πανδηµίας.
Το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών των ΗΠΑ (CDC) έχει δηµοσιεύσει µια λίστα µε συστάσεις για τη διαχείριση του άγχους και της πίεσης που δηµιουργεί η πανδηµία:
• Συχνά διαλείµµατα από ειδήσεις που σχετίζονται µε την πανδηµία, καθώς και από τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης.
• Φροντίδα του σώµατος: άσκηση, υγιεινή διατροφή, αποφυγή καταχρήσεων και αρκετός ύπνος.
• Χρόνος για κάποιο δηµιουργικό χόµπι.
• Επικοινωνία για όσα σε προβληµατίζουν µε ανθρώπους που εµπιστεύεσαι.
• Σύνδεση µε την κοινότητα ή µε θρησκευτικές οργανώσεις.
Υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις
Η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές αυξήθηκαν πάνω από 25% παγκοσμίως το 2020, σύμφωνα με πρόσφατη ανασκόπηση 48 επιστημονικών εργασιών. Αν και υπήρξε μια προφανής αρνητική τάση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η επιδείνωση της ψυχικής υγείας δεν ήταν αναπόφευκτη ούτε οι άνθρωποι επηρεάστηκαν παντού το ίδιο.
Σε πρόσφατη μελέτη στη Δανία διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ποικιλία στον τρόπο με τον οποίο η πανδημία έχει επηρεάσει την ψυχική υγεία και ότι για ορισμένους η ψυχική ευημερία αυξήθηκε πραγματικά κάτω από το βάρος της Covid.
Η έρευνα του Πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας μελέτησε αντιπροσωπευτικό δείγμα περίπου 4.200 Δανών το φθινόπωρο του 2020. Το σημαντικό είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ήδη λάβει μέρος σε μια έρευνα πληθυσμού το φθινόπωρο του 2019, οπότε οι απαντήσεις τους μισό χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας είναι συγκρίσιμες με τον τρόπο που ανέφεραν ότι αισθάνθηκαν λίγο πριν από το ξέσπασμα του κορονοϊού.
Η ψυχική υγεία των περισσοτέρων επιδεινώθηκε. Ο μέσος όρος βαθμολογίας της ψυχικής ευημερίας των συμμετεχόντων μειώθηκε από 25,5 σε 24,6 (σε κλίμακα που κυμαίνεται από το 7 έως το 35). Ταυτόχρονα το ποσοστό των ατόμων που ανέφεραν χαμηλά επίπεδα ψυχικής ευεξίας αυξήθηκε από 16,5% το 2019 σε 20,1% το 2020. Οι μειώσεις στην ψυχική ευεξία ήταν παρόμοιες μεταξύ των φύλων και των ηλικιακών ομάδων.
Παρ’ όλα αυτά δεν διαπιστώθηκε καμία μείωση της ψυχικής ευημερίας μεταξύ των ατόμων με μακροχρόνιες σωματικές ή ψυχικές ασθένειες ούτε σε άτομα που ζούσαν με κατάθλιψη πριν από την πανδημία. Στην πραγματικότητα σε άτομα που είχαν κατάθλιψη εκ των προτέρων παρατηρήθηκε αύξηση της μέσης ψυχικής ευημερίας από 18,7 σε 19,6.