Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων εκφράζει τις αντιρρήσεις της για τον νόμο που προβλέπει την εξίσωση πτυχίων των ΑΕΙ με τα αντίστοιχα των κολεγίων.
Η Σύγκλητος τονίζει τις έντονες αντιρρήσεις της για το άρθρο 50 του νόμου που εξισώνει τα πτυχία. «με όσα ορίζονται στο άρθρο 50, οι φοιτητές των κολεγίων αποκτούν
αυτόματα ένα προνόμιο που δεν παρέχεται στους μαθητές εκείνους που θα
μπορούσαν να σπουδάσουν σε κολέγια, αλλά δεν έχουν την οικονομική
δυνατότητα να πληρώσουν δίδακτρα. Αυτό εγείρει θέματα άνισης και άδικης
μεταχείρισης, προσκρούοντας ταυτοχρόνως στις πρόνοιες του άρθρου 16
του Συντάγματος», σημειώνεται μεταξύ άλλων στο ψήφισμα.
Αναλυτικά:
«Αναφορικά με τα ακαδημαϊκά ζητήματα, υπογραμμίζουμε τις έντονες αντιρρήσεις μας για το πρόσφατα ψηφισμένο άρθρο 50 του Νόμου 4653/2020 (ΦΕΚ 12/24-1-2020, τ. Α΄) για την ίδρυση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, που ορίζει ότι: «τα πτυχία από εκπαιδευτικά Ιδρύματα της αλλοδαπής γίνονται δεκτά εφ’ όσον έχουν 1) αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας από τον ΔΟΑΤΑΠ, ή 2) απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάσει του Π.Δ. 38/2010, ή 3) απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναφή τίτλο για κλάδο εκπαιδευτικού». Προφανώς, με το άρθρο 50, παραβλέπεται το γεγονός ότι με βάση το ισχύον καθεστώς πρέπει να γίνεται «διακρίβωση των υψηλών ακαδημαϊκών προσόντων του προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» και επιτρέπεται με αυτόν τον τρόπο η μαζική ενσωμάτωση πτυχιούχων κολεγίων που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά ΑΕΙ ως παραρτήματά τους στην Ελλάδα στη δημόσια εκπαίδευση.
Οι ενστάσεις μας αφορούν μείζονα ακαδημαϊκά, ηθικά και θεσμικά ζητήματα. Πρώτον, τα παραρτήματα ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα δεν διαθέτουν αξιολογημένα και συγκρίσιμα προγράμματα σπουδών με τα ελληνικά ΑΕΙ, ενώ η εισαγωγή νέων φοιτητών σε αυτά δεν γίνεται μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι απόφοιτοι των κολεγίων δεν έχουν κατ’ ανάγκην τα υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα που έχουν οι σημερινοί εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεύτερον, με όσα ορίζονται στο άρθρο 50, οι φοιτητές των κολεγίων αποκτούν αυτόματα ένα προνόμιο που δεν παρέχεται στους μαθητές εκείνους που θα μπορούσαν να σπουδάσουν σε κολέγια, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν δίδακτρα. Αυτό εγείρει θέματα άνισης και άδικης μεταχείρισης, προσκρούοντας ταυτοχρόνως στις πρόνοιες του άρθρου 16 του Συντάγματος».