Ενώ είχαν προβεί σε ξεκάθαρες δηλώσεις για το ενδεχόμενο που στο φως έρθουν αδιάσειστα τεκμήρια για το πολύκροτο σκάνδαλο των υποκλοπών, οι πρώην πρωθυπουργοί, Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς, όχι μόνο σιώπησαν κατά τη διαδικασία της συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας από την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά φέρονται έτοιμοι να στηρίξουν τον εθνικό ωτακουστή, Κυριάκο Μητσοτάκη, μέσω της βολικής επιστολικής ψήφου.
«Η πολιτική ζωή του τόπου δοκιμάζεται για πολύ καιρό από τις νόμιμες και παράνομες υποκλοπές. Δεν θέλω να πιστέψω ότι η κυβέρνηση υπέκλεπτε τηλεφωνικές συνομιλίες. Θα ήταν αδιανόητο. Αν ίσχυαν όλα αυτά θα επρόκειτο αναμφίβολα για αντιδημοκρατική εκτροπή. Και γι’ αυτό πρέπει να δοθούν ξεκάθαρες και πλήρεις απαντήσεις χωρίς δεύτερη σκέψη. Χωρίς να δίνουμε την εντύπωση πως το απόρρητο είναι μια βολική δικαιολογία. (…) Αυτά τα φαινόμενα η παράταξή μας δεν μπορεί να τα ανεχθεί», ήταν τα λόγια του Αντώνη Σαμαρά τον Δεκέμβριο στην εκδήλωση για το ίδρυμα που φέρει το όνομά του.
Διαβάστε σχετικά: Ξεκάθαρες απαντήσεις από Μητσοτάκη για τις υποκλοπές ζήτησε ο Σαμαράς
Είχε προηγηθεί η τοποθέτηση του Κώστα Καραμανλή από τα Ανώγεια τον Αύγουστο, ο οποίος είχε κάνει λόγο για κάθαρση και ανάγκη να χυθεί άπλετο φως. «Διαύγεια και διαφάνεια είναι άλλωστε θεμελιώδη ζητούμενα για σύννομο και ομαλό δημόσιο βίο. Ακόμη περισσότερο όταν προκύπτουν ζητήματα όπως αυτό της παρακολούθησης τηλεφώνου πολιτικού αρχηγού, δημοσιογράφου ή κάθε πολίτη. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις η κάθαρση επέρχεται μόνον εφόσον αποσαφηνιστούν πλήρως. Το θέμα είναι τόσο βαρύ και σοβαρό που δεν επιτρέπεται ούτε αντέχεται να μείνουν σκιές ιοβόλες για τη δημοκρατική ομαλότητα. Φως λοιπόν. Άπλετο φως» τόνισε και συνέχισε σε αντίστοιχο ύφος:
Διαβάστε επίσης: Ο Καραμανλής αδειάζει Μητσοτάκη και ζητάει κάθαρση για το σκάνδαλο των υποκλοπών
«Το να προκλήθηκαν τα γεγονότα αυτά από κυβερνητική πρωτοβουλία είναι εκτός από αντιδημοκρατικό και παράνομο, τόσο πέρα από κάθε όριο νοσηρής φαντασίας και πολιτικής ανοησίας που είναι αδιανόητο. Παραμένει όμως επιτακτική η ανάγκη να ξεκαθαριστεί ποιοι και με ποια δικαιολογία ζήτησαν κάτι τέτοιο και ποιοι και πώς το ενέκριναν. Η επίκληση του απορρήτου σε τέτοιες περιπτώσεις υποτάσσεται στην ανάγκη κάθαρσης του δημόσιου βίου. Όλα στο φως λοιπόν και από εκεί και πέρα απαραίτητες και με διακομματική συνεργασία οι διορθώσεις του θεσμικού καθεστώτος που διέπει και την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου αλλά και την εν γένει λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών. Αυτά τα στοιχειώδη, για να αποτραπεί η περαιτέρω απαξίωση των θεσμών».
Γιατί αυτή η αφωνία;
Την Τετάρτη ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λίγο πριν ανακοινώσει την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, αποκάλυψε τα πειστήρια της δράσης του επιτελικού παρακράτους και συγκεκριμένα τα ευρήματα της ΑΔΑΕ για τις παρακολουθήσεις έξι υψηλά ιστάμενων προσώπων από την ΕΥΠ, η οποία υπάγεται στον πρωθυπουργό. Θα περίμενε κανείς ότι μετά το «ξεγύμνωμα» του παράκεντρου που είχε στηθεί στην Ηρώδου Αττικού οι δύο πρώην πρωθυπουργοί θα είχαν εκφράσει -έστω- τον αποτροπιασμό τους για τα δυσώδη πεπραγμένα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εκείνοι, όμως, προτίμησαν τον δρόμο της σιωπής.
Το εύλογο ερώτημα είναι: Γιατί; Γιατί, λόγου χάρη, ο εκπρόσωπος της… αντρικής σχολής στη ΝΔ προτιμά να τσαλακώσει τόσο την αξιοπρέπειά του, έχοντας προβεί σε ξεκάθαρες δηλώσεις για αυτήν την «αντιδημοκρατική εκτροπή», όπως την χαρακτήριζε; Επίσης, γιατί ο έτερος πρώην πρωθυπουργός που ζητούσε «διαύγεια, διαφάνεια και κάθαρση» σιωπά έναντι αυτής της «αντιδημοκρατικής και παράνομης» κυβερνητικής πρωτοβουλίας;
Με απόσταση ασφαλείας
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο κ. Σαμαράς ταλαιπωρείται από ίωση και δεν θα δώσει το «παρών» στην ονομαστική ψηφοφορία, ενώ ο κ. Καραμανλής προτιμά να παραμείνει στη Ραφήνα και να μην έρθει καν στη Βουλή. Και οι δύο αναμένεται να στηρίξουν την κυβέρνηση του παρακράτους Μητσοτάκη μέσω επιστολική ψήφου. Προφανώς, κανείς δεν ανέμενε ότι οι δύο «βαρόνοι» της «γαλάζιας» παράταξης θα υπερψήφιζαν την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, αυτή η εκκωφαντική αφωνία προκαλεί -αν μη τι άλλο- αίσθηση και καταδεικνύει στην κοινή γνώμη ποιο είναι το πολιτικό τους ανάστημα.