Πόσοι άραγε είναι σήµερα οι άνθρωποι στον χώρο της δηµοσιογραφίας που µπορούν να εµπνεύσουν άλλους να µπουν σε αυτήν τη δουλειά, να αντέξουν τις δυσκολίες της, να παλέψουν µε την ψυχή τους για να καταγράψουν ανθρώπινες ιστορίες και γεγονότα;
Ο Γιάννης Μπεχράκης ήταν σίγουρα ένας από αυτούς. Η φράση του «θα ήθελα να είµαι εκείνος ο πατέρας», µε την οποία είχε περιγράψει τον µετανάστη που κουβαλά την κόρη του µέσα στη βροχή, µαρτυρά ότι εκτός από µεγάλος φωτορεπόρτερ ήταν και άνθρωπος µε σπάνια ευαισθησία. Το Documento µοιράζεται σήµερα σκέψεις, αναµνήσεις και ιστορίες για να τιµήσει τον συνάδελφο που έφυγε πρόωρα από τη ζωή.
Κώστας Βαξεβάνης – δημοσιογράφος
«Τη δική σου φωτογραφία, αυτή που τράβηξα εγώ, την έχω μέσα μου. Την καλύτερη»
Ο Γιάννης το τελευταίο του ταξίδι το έκανε στην τελευταία του δημοσιογραφική αποστολή, όχι προς το μοιραίο. Σε αυτά τα ταξίδια ζούσε και την αιώνια ζωή του σπαρασσόμενου κόσμου και τη δεύτερη ανομολόγητη παρουσία μέσα του. Αποχαιρέτησε πολλές φορές ο ίδιος συνάδελφους στον δικό μας ακήρυχτο πόλεμο, όπου δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ είναι ανεπιθύμητοι εχθροί και γι’ αυτό γίνονται θύματα. Καμιά φορά όταν ο ένας από εμάς κινούσε πριν από τον άλλο γι’ αυτό το γαμορεπορτάζ αστειευόμασταν μεταξύ μας με το μαύρο χιούμορ που έπρεπε να εφευρίσκουμε, ίσως για να ξορκίζουμε το κακό: «Πρόσεχε, κακομοίρη μου, μην τρέχουμε σε κηδείες, έχουμε και δουλειές».
Το 2000 είχε δημοσιεύσει η «Ελευθεροτυπία» την τρομερή αυτοφωτογραφία του Γιάννη στη Σιέρα Λεόνε, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την ενέδρα που στοίχισε τη ζωή σε δύο συναδέλφους. Μόλις βρεθήκαμε τον ρώτησα: «Καλά, είσαι ανώμαλος; Φωτογράφιζες τον πιθανό θάνατό σου;». Ο Γιάννης κοίταξε με το σαρδόνιο γελάκι του και είπε: «Πας καλά, ρε μαλάκα; Αφού δεν υπήρχε άλλος φωτογράφος εκεί».
Ο Γιάννης έχει κοιτάξει κατάματα όλη τη σύγχρονη ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων. Πολλοί την αναγνωρίζουν επειδή τη φωτογράφισε ο Γιάννης. Στη Βοσνία, στο Ιράν, το Ιράκ, το Κόσοβο, στη Σιέρα Λεόνε, όπου υπήρχαν άνθρωποι και σκότωναν ή πονούσαν.
Ο Γιάννης ήταν παρών στα πρώτα μου βήματα στο πολεμικό ρεπορτάζ. Θέλω να γράψω μόνο δύο περιστατικά. Ηταν και τα δύο έναν χρόνο πριν από το ξεκίνημα του πολέμου στο Κόσοβο, το 1998, όταν με τον Γιάννη, τον Βασίλη Τριανταφύλλου και τον Στάμο Προύσαλη είχαμε καταλύσει στη βόρεια Αλβανία και καταγράφαμε τον ακήρυχτο πόλεμο, με τους πρόσφυγες να καταφτάνουν διωγμένοι από τους Σέρβους παρακρατικούς. Ο Γιάννης είχε πάρει το νέο του λάπτοπ το οποίο συνδεόταν με δορυφορικό τηλέφωνο και μπορούσε με ένα πρωτόγονο τότε σκάνερ να σκανάρει και να στέλνει τα σλάιντ απευθείας στο Reuters. Αυτό το απόκτημα λοιπόν που καυχιόταν ο Γιάννης πως στέλνει φωτογραφίες χωρίς να χρειάζεται να τις στείλουμε με κάποιον αγγελιοφόρο, εγώ το έριξα κάτω. Ο Γιάννης τρελάθηκε, υποσχέθηκε πως αν είχε χαλάσει θα με σκότωνε ή θα με έστελνε στον UCK και εγώ τον πίστεψα, έτσι εκτός εαυτού που ήταν. Ευτυχώς λίγο αργότερα έστελνε τις εξαιρετικές του φωτογραφίες από το λάπτοπ την ώρα που εγώ έπινα ένα καφάσι μπίρες για να συνέλθω.
Η δεύτερη ιστορία είναι αυτή με την οποία θα θυμάμαι τον Γιάννη, αν και υπάρχουν πολλές άλλες επικίνδυνες και συγκλονιστικές. Εκατοντάδες πρόσφυγες περπατάνε στις πράσινες εκτάσεις στο Μπαγιαμτσούρ της βόρειας Αλβανίας και σταματάνε σε ένα συρματόπλεγμα που μπαίνει εμπόδιο. Ο Γιάννης φωτογραφίζει συνεπαρμένος με μανία, μέχρι που φτάνουν στο συρματόπλεγμα δύο οικογένειες με μωρά. Ο Γιάννης απομακρύνει τη φωτογραφική μηχανή από το μάτι για να δει την πραγματική εικόνα, την αφήνει να πέσει στο στήθος του, ορμάει στο συρματόπλεγμα και αρχίζει να περνάει τα παιδιά απ’ την άλλη πλευρά. Με την ίδια μανία που φωτογράφιζε.
Το «γεια» είναι τυπικό και μάλλον και λίγο ενοχικό για τα «γεια» που δεν είπαμε τα τελευταία χρόνια, παρασυρμένοι από την κωλοδουλειά που τελικά μας σκοτώνει. Γεια σου, ρε φίλε. Τη δική σου φωτογραφία, αυτή που τράβηξα εγώ, την έχω μέσα μου. Την καλύτερη. Γεια σου.
Το κείμενο αναρτήθηκε στο site www.documentonews.gr
Αριστοτέλης Σαρρηκώστας – φωτορεπόρτερ
«Ποτέ δεν χρειάστηκε μέντορα»
Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε το 1988 όταν πρωτοπήγε στο Reuters. Εγώ είχα ήδη κλείσει 24 χρόνια στο Associated Press και στο πρόσωπό μου βρήκε έναν συνάδελφο με τον οποίο μπορούσε να μοιραστεί τις σκέψεις του και να μάθει μυστικά του επαγγέλματος. Στα πρώτα του βήματα μου είχε θυμίσει πολύ τον εαυτό μου όταν πρωτοξεκινούσα. Στην επικοινωνία μας υπήρχε πάντα βαθύς σεβασμός, είχαμε πολύ μεγάλη φιλία στην οποία δεν χωρούσαν ανταγωνισμοί. Δεν θυμάμαι ποτέ να είπε κάτι που να με έφερε σε δύσκολη θέση. Τελευταία φορά τον συνάντησα πριν από λίγους μήνες σε μια ομιλία που είχε κάνει στο γήπεδο τάε κβον ντο στο Φάληρο, όπου είχα πάει για να τον παρακολουθήσω. Κάποια στιγμή με πήρε το μάτι του που καθόμουν ανάμεσα στο κοινό και με κάλεσε δύο φορές από το μικρόφωνο να πάω κοντά του. Του είπα ότι δεν χρειαζόταν. Εκείνος επέμενε. Μόλις τον πλησίασα με αγκάλιασε με πολλή ζεστασιά και θυμάμαι ότι είπε στον κόσμο «αυτός που βλέπετε εδώ είναι ο Τέλης, ο μέντοράς μου». Του είπα τότε –και το πιστεύω βαθιά– ότι εκείνος ποτέ δεν χρειάστηκε μέντορα, ήταν τόσο καλός από την αρχή ώστε κατάφερε να κερδίσει την ανώτερη αναγνώριση για έναν φωτορεπόρτερ, το βραβείο Πούλιτζερ. Ο Γιάννης δεν έφυγε, είναι εδώ και θα είναι πάντα εδώ μέσα από τις φωτογραφίες του.
Σάκης Παπαδόπουλος – πρώην φωτορεπόρτερ
«Δεν θέλω να το πεις ούτε στα παιδιά σου»
Ηταν καλοκαίρι του 2014 και βρισκόμουν τρία χρόνια άνεργος, είχαν φροντίσει γι’ αυτό οι μνημονιακές κυβερνήσεις, ζώντας στη φτώχεια και την ανέχεια, όταν χτύπησε το κινητό μου και είδα το όνομα του Γιάννη. «Φίλε, είμαι στο Λαύριο και πολύ γουστάρω να βρεθούμε και να πιούμε έναν καφέ» μου είπε.
Λίγο αργότερα βρεθήκαμε σε ένα καφέ της πόλης και τα λέγαμε, σαν να είχαμε να βρεθούμε από την προηγούμενη μέρα.
Φεύγοντας ο Γιάννης μου έδωσε έναν φάκελο, λέγοντάς μου ότι περιέχει κάποιες φωτογραφίες του που θα ήθελε να τις κρατήσω.
Στο σπίτι μου άνοιξα τον φάκελο και και είδα ότι μέσα υπήρχαν απίστευτες φωτογραφίες του από διάφορα ρεπορτάζ σε όλο τον κόσμο και ανάμεσά τους τυλιγμένα και αρκετά 50ευρα.
Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχε «βρεθεί στο Λαύριο» ο Γιάννης, αλλά είχε κάνει το ταξίδι από την Αθήνα μόνο γι’ αυτό τον λόγο. Να με βοηθήσει και να με στηρίξει με απόλυτη ευγένεια και διακριτικότητα.
Τον πήρα ευθύς τηλέφωνο για να του ζητήσω… εξηγήσεις.
«Φίλε, εάν επιχειρούσα να σ’ τα δώσω χέρι με χέρι, ξέρω ότι δύσκολα θα τα δεχόσουν. Γι’ αυτό σκέφτηκα τον φάκελο με τις φωτογραφίες. Σε παρακαλώ, όμως, δεν θέλω να το πεις ούτε στα παιδιά σου».
Αυτός είναι ο Γιάννης…
Tατιάνα Μπόλαρη – φωτορεπόρτερ
«Καλός φωτορεπόρτερ είναι αυτός που μπορεί να γίνεται αόρατος»
Νιώθω τυχερή γιατί στα χρόνια που κάνω αυτήν τη δουλειά έχω συναντήσει ανθρώπους ξεχωριστούς. Ανθρώπους που ξέρεις από την πρώτη στιγμή που τους βλέπεις πως δεν είναι συνηθισμένοι. Ενας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν ο Γιάννης Μπεχράκης.
Τίποτε του Γιάννη δεν ήταν συνηθισμένο: το βλέμμα του, το χαμόγελό του, το πείσμα του, η τσατίλα του, η επιμονή του, το χιούμορ του. Δύσκολος χαρακτήρας –όλα στα άκρα–, έτσι όπως είχε επιλέξει να είναι και η ζωή του.
Ομως αυτό που σου έδειχνε, αυτό και ήταν, χωρίς να κρύβει τίποτε απολύτως. Γι’ αυτό και τον δεχόσουν, του τα συγχωρούσες όλα και τον αγαπούσες γι’ αυτό ακριβώς που ήταν!
Ο φόβος του έμενε πίσω από τη φωτογραφική του μηχανή. Μπροστά από τον φακό του μόνο η είδηση, που πρέπει με κάθε τρόπο να φτάσει στα μάτια όλου του κόσμου. «Γιατί όποιος σου πει ότι δεν φοβάται θα σου πει ψέματα. Μόνο μην αφήσεις τον φόβο σου να σε εμποδίσει σε αυτό που αγαπάς» μου είχε πει κάποτε και ήταν μεγάλη αλήθεια.
Το κράτησα αυτό που μου είπε και στη δουλειά μου και στη ζωή μου. Αυτό έκανε και ο ίδιος, μαχητής με ήθος και αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος.
«Καλός φωτορεπόρτερ είναι αυτός που μπορεί να γίνεται αόρατος» έλεγες, Γιάννη.
Ξέρω πως πάντα θα είσαι δίπλα μας, «αόρατος», γιατί ήσουν από τους καλύτερους!
Αντίο, μέχρι…
Πέτρος Γιαννακούρης – φωτορεπόρτερ
«Έφυγε, αλλά οι εικόνες του θα μείνουν για πάντα»
Ο Γιάννης είναι μια διεθνής προσωπικότητα. Έφυγε, αλλά οι εικόνες του θα μείνουν για πάντα. Άσκησε το επάγγελμά του με τον καλύτερο τρόπο, και στο μέγιστο βαθμό, καλύπτοντας ως επι το πλείστον πολέμους, την υψηλότερη βαθμίδα του φωτορεπορτάζ, σε πολλά σημεία του πλανήτη. Εκεί, έβαλε πολλές φορές σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία του, σωματική και πνευματική. Ήταν και θα είναι ο εμπνευστής πολλών γενεών φωτοειδησεογράφων που ασχολούνται η θα ασχοληθούν με αυτό το δύσκολο επάγγελμα. Με την αφοσίωση του, τον εκρηκτικό του χαρακτήρα και το πάθος του, με πάρα πολλή δουλειά και το προφανές ταλέντο του, κατάφερε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους καλύτερους φωτορεπόρτερ της γενιάς του παγκοσμίως. Οι φωτογραφίες του έχουν ένταση και πληθώρα συναισθημάτων. Διάβαζε το φως και το εκμεταλλευόταν με το καλύτερο τρόπο δημιουργώντας εικόνες με υψηλή αισθητική. Όλα αυτά συνήθως σε δύσκολες καταστάσεις που πολλές φορές ο φόβος ή οι ασύμμετροι παράγοντες δεν σε αφήνουν να δουλέψεις όπως θέλεις. «Έχω ζήσει 10 ζωές …» έλεγε, τόσο γεμάτος άνθρωπος ήταν.
Η απίστευτη ιστορία της λογοκρισίας στο Facebook
Το Facebook αφαίρεσε προσωρινά την ιστορική φωτογραφία του Γιάννη Μπεχράκη από τη Σομαλία που είχε τραβήξει για το πρακτορείο Reuters, με το επιχείρημα ότι «παραβιάζει τους όρους της κοινότητας για το γυμνό». Η εικόνα δείχνει μια γυναίκα να κρατάει ένα μεγάλο δοχείο και να δίνει από αυτό νερό σε ένα παιδί που λιμοκτονεί. Ωστόσο μετά τις χιλιάδες κοινοποιήσεις της το Facebook απέσυρε τον χαρακτηρισμό και τη λογοκρισία.
INFΟ
Το φωτογραφικό υλικό είχε διατεθεί από το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος για τις ανάγκες της έκθεσης με φωτογραφίες του Γιάννη Μπεχράκη που διοργάνωσε στους χώρους του από την 1η Φεβρουαρίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2017