Προσοχή, ο Αρειος Πάγος γλιστρά

Προσοχή, ο Αρειος Πάγος γλιστρά

Με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ισχύει ό,τι και με την προσωπική ευτυχία. Αν ακούς κάποιον να τη διαφημίζει πολύ, μάλλον περιγράφει το έλλειμμά της. Κανένας άνθρωπος πραγματικά

ευτυχισμένος δεν αισθάνεται την ανάγκη να δηλώνει πόσο ευτυχισμένος είναι. Ο ευτυχισμένος αισθάνεται απλώς την ανάγκη να ζήσει ευτυχισμένος αντί να κάνει δηλώσεις περί ευτυχίας.

Το ίδιο ισχύει και με τη Δικαιοσύνη: αν υπάρχει και λειτουργεί ανεξάρτητα, αυτό είναι ορατό από όλους. Δεν χρειάζονται ούτε οι ανακοινώσεις των συνδικαλιστικών οργάνων των παραγόντων της Δικαιοσύνης για να το διαβεβαιώσουν ούτε πονηρές πολιτικές δηλώσεις που το διαφημίζουν.

Η συνεχής επίκληση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι μια από τις αποδείξεις ότι δεν υπάρχει. Οπου ακούς πολλά κεράσια ρώτα να μάθεις ποιος πουλάει καλάθια. Οποιος επιμένει ότι η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και αυτό δεν χρειάζεται καμία απόδειξη επειδή είναι αξίωμα, κάτι σαν θεϊκή πρόβλεψη, προσφέρει στη Δικαιοσύνη τις χειρότερες υπηρεσίες. Ή μάλλον στη διαφθορά που υπάρχει στη Δικαιοσύνη και στους διεφθαρμένους. Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι ανεξάρτητη και οφείλει να το αποδεικνύει κάθε μέρα, όχι όποτε τη συμφέρει, μέσα από τη λειτουργία κάθε παράγοντά της.

Στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η δικαστική εξουσία είναι εξαρτημένη από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από τις στατιστικές που αφορούν την ατιμωρησία για τα εγκλήματα του λευκού κολάρου. Υπάρχει ακόμη μια σκοτεινή πλευρά. Η διάκριση των εξουσιών καταστρατηγείται όχι μόνο επειδή η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνει στη δικαστική κατά τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά επειδή έχει δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο πλέγμα, στο οποίο τμήμα της Δικαιοσύνης παίζει τον ρόλο του νομοθέτη και του λάθρα πολιτικού. Δηλαδή η δικαστική εξουσία αντί να ελέγχει για την τήρηση των νόμων, αναλαμβάνει η ίδια να νομοθετεί έμμεσα, να εμποδίζει την προώθηση πολιτικών αλλαγών ακυρώνοντας νόμους ή να μεταφράζει με πολιτική ερμηνεία όσα έχουν ψηφιστεί στη Βουλή.

Ο τρόπος που λειτουργεί το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι ίσως η πιο έκδηλη λειτουργία παραβίασης της διάκρισης των εξουσιών. Το ΣτΕ, επειδή στην Ελλάδα δεν υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο, έχει αναλάβει να αποφαίνεται έπειτα από προσφυγές για τη συνταγματικότητα νόμων και γενικότερα πολιτικών αποφάσεων. Καθ’ όλη τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το ΣτΕ ακύρωσε νόμους της κυβέρνησης και παρεμπόδισε πρακτικά το νομοθετικό έργο, κρύβοντας τις πολιτικές του προτιμήσεις και ότι εργαλειοποιείται υπέρ της ΝΔ ως βαριά συνταγματικότητα. Οπως έλεγε γλαφυρά σύμβουλος επικρατείας την εποχή που το δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό άρθρο του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες: «Εγώ είμαι το σύνταγμα γιατί εγώ μπορώ να το ερμηνεύω και να το παρερμηνεύω».

Φυσικά, δεν είναι μόνο το ΣτΕ σε τέτοιο ρόλο. Το έτερο ανώτατο δικαστήριο, ο Αρειος Πάγος, όλο και συχνότερα γίνεται ο έτερος νομοθέτης διά της ερμηνείας, φροντίζοντας να εξυπηρετεί την παρούσα κυβέρνηση όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση.

Οταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε για την ατιμωρησία των τραπεζιτών ψηφίζοντας νόμο που πρακτικά τους απάλλασσε από κάθε ευθύνη για το φαγοπότι του δημόσιου (τραπεζικού) χρήματος πολλά δικαστήρια έκριναν τον νόμο αντισυνταγματικό. Τότε ανέλαβε ο Αρειος Πάγος, παρά την καταφανή αντισυνταγματικότητα που προέβλεπε ατιμωρησία, να κρίνει τον νόμο συνταγματικό, παίρνοντας ουσιαστικά μια πολιτική απόφαση. Αν δεν το έκανε αυτό, τότε η Βουλή θα έπρεπε να νομοθετήσει διαφορετικά. Ετσι νομοθέτησε αντί της Βουλής ο Αρειος Πάγος, εξυπηρετώντας τον Μητσοτάκη και τους εγκληματίες με τα κουστούμια.

Τον περασμένο Δεκέμβριο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, αφού επιχείρησε να σταματήσει τον έλεγχο που έκανε η ΑΔΑΕ στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας για να διαπιστώσει αν υπήρχαν παρακολουθήσεις πολιτών, στη συνέχεια γνωμοδότησε για το παράνομο της έρευνας. Ανέλαβε και μάλιστα παράτυπα και προκλητικά να «νομοθετήσει» εξυπηρετώντας τον Μητσοτάκη. Η νομοθέτηση έγινε πάλι διά της ερμηνείας και παρερμηνείας των νόμων.

Πιο προκλητική όμως περίπτωση είναι η απόφαση της ολομέλειας του Αρειου Πάγου με την οποία το ανώτατο δικαστήριο δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσουν οι πλειστηριασμοί 700.000 ακινήτων. Ο Αρειος Πάγος κλήθηκε να απαντήσει αν είναι νόμιμο να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς τα funds μέσω των servicers, εταιρειών δηλαδή των οποίων αμφισβητούνταν η νομική υπόσταση στους συγκεκριμένους πλειστηριασμούς. Ο Αρειος Πάγος προχώρησε στην απόφαση βγάζοντας μια καθαρά πολιτική απόφαση. Απεφάνθη δηλαδή ότι αν δεν προχωρούσαν οι πλειστηριασμοί, τότε το δημοσιονομικό κόστος θα ήταν μεγάλο και θα οδηγούσε σε κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος «Ηρακλής». Κατά τη συζήτηση μάλιστα της υπόθεσης στην ολομέλεια ακούστηκαν επιχειρήματα περί τζαμπατζήδων και νέων μνημονίων.

Το ανώτατο δικαστήριο αντί να αποφασίσει τι ήταν νόμιμο και συνταγματικό, αποφάσισε τι είναι αποδεκτό πολιτικά. Αν υπήρχε απόφαση κατά των funds, έπρεπε η Βουλή να νομοθετήσει εκ νέου με ευθύνη της κυβέρνησης. Ο Αρειος Πάγος ανέλαβε ρόλο και νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, Βουλής και κυβέρνησης, για να εξυπηρετηθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Αυτά συμβαίνουν στις ανώτατες βαθμίδες της Δικαιοσύνης. Στις κάτω από αυτές λειτουργούν οι κλασικές μέθοδοι εξυπηρέτησης της πολιτικής, που οδηγούν και πάλι στην καταστρατήγηση της διάκρισης των εξουσιών. Πάρτε για παράδειγμα την Εισαγγελία Δίωξης του Οικονομικού Εγκλήματος, η οποία εξ αντικειμένου χειρίζεται τις μεγάλες υποθέσεις που εφάπτονται του «κυριλέ» εγκλήματος. Η συγκεκριμένη εισαγγελία αρχειοθέτησε τις έρευνες του Αδωνη Γεωργιάδη και του Δημήτρη Αβραμόπουλου για τη Novartis παρότι βρήκε εκατομμύρια ευρώ στους λογαριασμούς τους, χαρακτηρίζοντάς τα «αδιευκρίνιστα». Δεν είχαμε μια βολική ερμηνεία, αλλά μια εφεύρεση όρου σε συνεργασία με τους ελεγκτές που διενήργησαν τον έλεγχο. Αφού βάφτισαν αυτοί «αδιευκρίνιστα» τα ύποπτα, ήρθε η εισαγγελία για να αποδεχθεί τον όρο, αντί να ασκήσει διώξεις επειδή ακριβώς τα χρήματα ήταν αδιευκρίνιστα.

ΣτΕ, Αρειος Πάγος, Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος σε ένα επικίνδυνο πλέγμα αποφάσεων που εργαλειοποιούν τη Δικαιοσύνη ευνοώντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη και εγκληματίες του λευκού κολάρου: από την ατιμωρησία των τραπεζιτών και τους «αδιευκρίνιστους» της Novartis μέχρι τις παρεμβάσεις Ντογιάκου στην ΑΔΑΕ, την ολομέλεια υπέρ κοράκων στους πλειστηριασμούς και το εξυπηρετικό αφήγημα της Σοφίας Νικολάου

Η ίδια εισαγγελία εξυπηρέτησε και την ειδική επί των εις βάρος μας αναθέσεων Σοφία Νικολάου. Η κ. Νικολάου μετά την αποκάλυψη του πορίσματος του ΣΔΟΕ από το Documento, το οποίο επιβεβαιώνει ότι έκανε αναθέσεις που στοίχισαν 2 εκατ. ευρώ επιπλέον στο δημόσιο, χρησιμοποίησε την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος για να δημιουργήσει σύγχυση. Επισκέφθηκε τον επικεφαλής εισαγγελέα Χρήστο Μπαρδάκη και αφού εξήλθε της εισαγγελίας μετέφερε ότι ο εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει «πρώιμο» το πόρισμα του ΣΔΟΕ και άσκησε δίωξη εναντίον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ. Πώς χαρακτήρισε το πόρισμα ο εισαγγελέας δεν γνωρίζουμε, αλλά ήταν αδύνατο να ασκήσει δίωξη αμέσως μόλις κατέθεσε μήνυση η Νικολάου. Οπως και να ’χει, όμως, η Νικολάου χρησιμοποίησε την εισαγγελία για να δημιουργήσει εντυπώσεις αθωότητας. Και τι έκανε ο εισαγγελέας Μπαρδάκης, του οποίου το όνομα χρησιμοποιήθηκε και η εισαγγελία εκτέθηκε; Εξέδωσε ανακοίνωση; Ενημέρωσε τα μέσα ενημέρωσης ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα; Οχι, αντιθέτως άφησε να δημιουργηθεί το εξυπηρετικό αφήγημα από τη Νικολάου για πολιτική χρήση.

Επειδή ίσως κάποιοι πουν «μα δεν είναι δουλειά του εισαγγελέα να διαψεύδει», να διευκρινίσω ότι η Ελλάδα είναι «κατηγορούμενη» στην Ευρωπαϊκή Ενωση γιατί στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές δεν λειτουργούν τμήματα επίσημης ενημέρωσης των δημοσιογράφων. Οι εισαγγελίες είναι υποχρεωμένες να κάνουν επίσημη ενημέρωση και όχι να αφήνουν να δημιουργούνται ψευδείς εντυπώσεις από παραπληροφόρηση. Αλλά αυτά συμβαίνουν σε χώρες που οι εξουσίες είναι διακριτές και η δημοκρατία προστατευμένη.

Documento Newsletter