Έχουν μνήμη η γη, ο τόπος, η θάλασσα. Τόση που αν λιγάκι σκάψεις, ίσως λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο, μπορεί να ακούσεις κάτι από τα ουρλιαχτά των λύκων που τα ’κρυβε το χώμα όταν ούρλιαζαν οι άνθρωποι.
Τόση που αν λιγάκι πιεις, ίσως από λίγο πιο βαθιά από το συνηθισμένο, μπορεί να νιώσεις το νερό ελαφρώς πιο αλμυρό με μια αλλόκοτη επίγευση σιδήρου.
Το καραβάκι άφησε το λιμάνι του Λαυρίου στις 09.30 ακριβώς και είκοσι δύο λεπτά μετά, στις 09.52, δέσαμε στο Μακρονήσι.
Ξερότοπος. Αγκαθωτός.
Είκοσι δύο λεπτά. Μόνο.
Είναι παράξενο να τα πατάς αυτά τα χώματα με μπάκπακ στην πλάτη, γυαλιά ηλίου και φωτογραφική μηχανή.
Είναι παράξενο να αντικρίζεις τον πετρωμένο Δεσμώτη Μακρονησιώτη κι αυτός τόση ζωή να ’χει που να κάνει τα μάτια σου να τσούζουν από δέος.
Κι είναι παράξενο να ξέρεις ότι οι ψηλές κορυφές του νησιού γίνονταν τα μάτια των σκοπευτών όταν αποφάσιζαν να βάψουν τα γαλανά νερά κόκκινα.
Τότε. Οχι και τόσο παλιά πάντως.
Τότε.
Προσπαθεί η φαντασία να συμπληρώσει την πραγματικότητα.
Δώδεκα χιλιάδες κρατούμενοι.
Εφταναν και έβλεπαν κτίρια με επιγραφές που ακόμη στέκουν.
«[TA]ΓΜΑ ΣΚΑΠΑΝ[EΩΝ]», «ΑΡΤΟΚΛΙΒΑΝΟΙ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ».
Τι να σκέφτονταν την ώρα που πάταγαν το πόδι τους; Τι να πέρναγε από το μυαλό του καθενός;
Δώδεκα χιλιάδες κρατούμενοι. Δώδεκα χιλιάδες μυαλά. Δώδεκα χιλιάδες ζευγάρια μάτια. Δώδεκα χιλιάδες ζωές.
Εφταναν εκεί, είκοσι δύο λεπτά μακριά από την ελευθερία και δεν ήξεραν πότε και αν.
Εφταναν εκεί και…
Φοβόντουσαν άραγε;
Λυπόντουσαν άραγε;
Εκνευρίζονταν άραγε;
Ωρες ώρες μετάνιωναν μήπως;
Σκέφτονταν και ξανασκέφτονταν τι έκαναν λάθος;
Οτι αν ήταν πιο προσεκτικοί μπορεί να είχαν ξεφύγει;
Οτι έπρεπε να είχαν κρυφτεί καλύτερα;
Πόσες φορές άραγε να σκέφτηκαν και να ξανασκέφτηκαν τη στιγμή της σύλληψης;
Και πότε ήρθε η στιγμή που πείσμωσαν τόσο που δεν την ξανασκέφτηκαν;
Ηρθε ποτέ αυτή η στιγμή;
Κι όταν έβλεπαν τα φώτα του Λαυρίου, τα φώτα της ελευθερίας, τι σκέφτονταν;
Ή μήπως απλώς δεν σκέφτονταν;
Δεν σκέφτονταν για να αντέξουν την τόση βία;
Την τόση βία που τους πείσμωσε, τους ατσάλωσε, τους μεγάλωσε, τους έκανε άγαλμα με γροθιά που άγγιξε τον ουρανό;
Σήμερα φτάνεις και βλέπεις χαλάσματα από κτίρια με επιγραφές που δεν σου λένε και πολλά.
«[TA]ΓΜΑ ΣΚΑΠΑΝ[EΩΝ]», «ΑΡΤΟΚΛΙΒΑΝΟΙ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ».
Μπαίνεις μέσα, σε ό,τι έχει απομείνει από αυτά, προσεκτικά, μην πατήσεις τα σπασμένα γυαλιά ή τα σκουριασμένα σίδερα.
Μην πατήσεις τις μνήμες.
Αντικρίζεις τα πολυβολεία βιαστικά γιατί ξέρεις πως σ’ αυτά οφείλεται η γεύση του σιδήρου που έχει αποκτήσει το νερό.
Οδηγείσαι στη μεγάλη εκκλησία, που στέκει ακόμη όρθια.
Καταλαβαίνεις πως εκεί «σωφρονίζονταν θρησκευτικά» οι κρατούμενοι. Βασανίζονταν θρησκευτικά οι κρατούμενοι.
Οι κρατούμενοι. Οι ήρωες της Αντίστασης. Οι νικητές.
Οι νικητές που ήταν εκεί και βασανίστηκαν και πολλοί άντεξαν και άλλοι τρελάθηκαν και άλλοι υπέγραψαν και άλλοι υποχρεώθηκαν να βασανίσουν οι ίδιοι τους συντρόφους τους και άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι έζησαν και άλλοι παρέδωσαν τα παιδιά τους και άλλοι…
Οι νικητές. Που είναι όλοι ακόμη εκεί και ζουν σ’ αυτά τα χώματα κουβαλώντας υπομονετικά την πέτρα τους, προσπαθώντας ανώφελα να ενώσουν το Λαύριο με το Μακρονήσι, να φτιάξουν γέφυρα που να ενώνει το δίκιο με το άδικο, τη ζωή με τον θάνατο.
Γίνεται;
Ακόμη και σήμερα, την εποχή του μπάκπακ, της φωτογραφικής μηχανής και της θέας, γίνεται;
Η Βένια Σταματιάδη είναι ηθοποιός