Προσφυγικό: Τύφλα να ‘χει ο Σαλβίνι με τα νομικά τερτίπια

Προσφυγικό: Τύφλα να ‘χει ο Σαλβίνι με τα νομικά τερτίπια

Καταγγελίες και από διεθνείς οργανώσεις για τη διαδικασία χορήγησης ασύλου που εφαρμόζεται με τον νέο νόμο

Επαναπροώθηση, φύλαξη των συνόρων, επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου και κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα. Οι τέσσερις άξονες που θα αφορούν το μεταναστευτικό σχέδιο της κυβέρνησης και συνόδευσαν την κυβερνητική ανακοίνωση σχετικά με την επανίδρυση του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου –η ίδια κυβέρνηση Μητσοτάκη το είχε καταργήσει με την ανάληψη καθηκόντων της– αποτελούν μια κυνική παραδοχή.

Πιστή στα πρότυπα του Σαλβίνι, η κυβέρνηση αδιαφορεί για την προστασία δεκάδων χιλιάδων ευάλωτων αιτούντων άσυλο, στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνο στη δημιουργία απάνθρωπων συνθηκών κράτησης και επαναπροώθησης. Ολα αυτά ενώ υπόσχεται ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων (απώθηση βαρκών;) σε ένα Αιγαίο όπου εξακολουθούν να πνίγονται άνθρωποι που προκειμένου να διασωθούν περνάνε μέσα από πολύνεκρα θαλάσσια περάσματα.

Δεν είναι βέβαια καινούργια εξέλιξη. Είχε προηγηθεί η ψήφιση του νομοσχεδίου σχετικά με τις διαδικασίες ασύλου –εφαρμόζεται ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2020– το οποίο είναι σχεδιασμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να κρατάει φυλακισμένους χιλιάδες ανθρώπους σε κέντρα κράτησης και ταυτοποίησης, δυσκολεύοντας και επιταχύνοντας τις διαδικασίες κατά την αίτηση ασύλου. Το ακόμη χειρότερο όμως είναι ότι στην πράξη το επίμαχο νομοσχέδιο καταργεί τη διαδικασία ασύλου, κατά παράβαση του εγχώριου και διεθνούς δικαίου.

Συνθήκες ακόμη πιο ασφυκτικές

Οπως προκύπτει από ενημερωτικό έγγραφο που δημοσιοποίησε προ ολίγων ημερών το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες μαζί με την Oxfam, οι συνθήκες για τους αιτούντες άσυλο έχουν γίνει ακόμη πιο ασφυκτικές λόγω της τεράστιας έλλειψης δωρεάν νομικής συνδρομής. Και παρότι δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική και δίκαιη διαδικασία ασύλου χωρίς νομική συνδρομή, το νέο νομοσχέδιο εξαναγκάζει χιλιάδες πρόσφυγες που θα προσφύγουν εναντίον της πρώτης απορριπτικής απόφασης να υποβάλουν ένα υπόμνημα γραμμένο στα ελληνικά μέσα σε επτά έως δέκα ημέρες στο οποίο θα εξηγούν τους λόγους προσφυγής. Κάτι που χωρίς την ύπαρξη δικηγόρου είναι αδύνατο.

Σύμφωνα με την επίμαχη μελέτη, αυτήν τη στιγμή στα ελληνικά νησιά, όπου βρίσκονται περίπου 40.000 αιτούντες άσυλο, μόλις δύο στους εκατό ανθρώπους έχουν πρόσβαση σε δωρεάν νομική συνδρομή για να προσφύγουν κατά της απορριπτικής απόφασης. Παράλληλα, «το 2018 από τις 15.355 προσφυγές που υποβλήθηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα κατά της απορριπτικής απόφασης σε πρώτο βαθμό, μόνο το 21% των αιτούντων άσυλο επωφελήθηκε από δωρεάν νομική συνδρομή από το κράτος». Στη Λέσβο «για το μεγαλύτερο διάστημα του 2018 δεν υπήρχαν διορισμένοι από το κράτος δικηγόροι για το στάδιο της προσφυγής, ενώ από το 2019 και μέχρι σήμερα υπάρχει μόνο ένας. Επισημαίνεται ότι κάθε μήνα περίπου 50 έως 60 αιτούντες άσυλο, που απορρίπτονται σε πρώτο βαθμό, χρειάζονται νομική συνδρομή στο στάδιο της προσφυγής. Ομως, σύμφωνα με τα ισχύοντα, σε κάθε δικηγόρο που έχει διοριστεί από το κράτος αναλογούν το πολύ 10 έως 17 υποθέσεις ανά μήνα».

Και παρά αυτή την τρομακτική έλλειψη νομικής συνδρομής, σύμφωνα με το νέο νομοσχέδιο «οι αιτούντες άσυλο στα hotspots των νησιών θα έχουν μόλις επτά ημέρες να ασκήσουν προσφυγή κατά μιας απορριπτικής απόφασης σε α΄ βαθμό, εντός των οποίων θα πρέπει να βρουν δικηγόρο και να υποβάλουν τους συγκεκριμένους λόγους και αιτίες αυτής της προσφυγής σε υπόμνημα στα ελληνικά». Δεδομένου όμως ότι στη Λέσβο «εργάζεται μόνο ένας διορισμένος από το κράτος δικηγόρος και ότι οι δικηγόροι των ΜΚΟ δεν επαρκούν για να εκπροσωπήσουν όλους όσοι υποβάλλουν προσφυγές, η σύνταξη ενός υπομνήματος στα ελληνικά εντός επτά ημερών θα είναι πρακτικά αδύνατη για τη συντριπτική πλειονότητα των αιτούντων άσυλο».

«Αποτελεί πάγια υποχρέωση»

Χιλιάδες ανθρώπους φυλακισμένους σε κέντρα κράτησης και ταυτοποίησης κρατάει έτσι όπως είναι σχεδιασμένος ο νόμος για τις διαδικασίες ασύλου που εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2020

«Συνεπώς», όπως ανέφερε στο Documento ο Σπύρος-Βλαντ Οικονόμου, υπεύθυνος προάσπισης θέσεων του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και εκ των συντακτών του επίμαχου εγγράφου, «πρακτικά και ανεξαρτήτως των χρονικών περιθωρίων, ένας άνθρωπος που δεν έχει δικηγόρο δεν έχει πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου στον δεύτερο βαθμό. Μιλάμε αν όχι για κατάργηση της διαδικασίας ασύλου στην πράξη, τουλάχιστον για σημαντικό περιορισμό των ανθρώπων που θα μπορέσουν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν, κατά παράβαση του εθνικού και διεθνούς δικαίου.

Η νομική υποστήριξη –στον δεύτερο βαθμό πάντα, δηλαδή στη διαδικασία της προσφυγής κατά της πρώτης απορριπτικής απόφασης– είναι υποχρέωση κάθε κράτους-μέλους της ΕΕ.

Επομένως δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του αν η πολιτεία θα το εφαρμόσει ούτε κάποιας ιδιαιτερότητας του συστήματος ασύλου στην Ελλάδα. Αποτελεί πάγια υποχρέωση βάσει εθνικού και διεθνούς δικαίου» υπογράμμισε ο κ. Οικονόμου. «Οποιοσδήποτε αιτών ανά πάσα στιγμή θέλει να υποβάλει μια προσφυγή κατά της απόφασης του πρώτου βαθμού, η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει ώστε να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο και νομική υποστήριξη. Είναι νομικό προαπαιτούμενο».

Καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον της Ελλάδας

Αλλωστε η χώρα μας, σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου, «στην απόφαση MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας είχε καταδικαστεί μεταξύ άλλων επειδή δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την πρόσβαση σε νομική υποστήριξη του προσφεύγοντος αιτούντος άσυλο. Παρότι υπάρχουν πολλές σχετικές αποφάσεις η συγκεκριμένη έχει συμβολικό χαρακτήρα, οδήγησε ουσιαστικά στη δόμηση του συστήματος ασύλου στην Ελλάδα. Το 2019, σε άλλη υπόθεση, ολλανδικό δικαστήριο απέρριψε την επιστροφή του αιτούντος άσυλο στην Ελλάδα στο πλαίσιο του κανονισμού του Δουβλίνου, επειδή δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα μπορούσε στην Ελλάδα να συνεχίσει ουσιαστικά τη διαδικασία ασύλου, καθώς δεν μπορούσε να διασφαλιστεί πως θα είχε πρόσβαση σε δικηγόρο».

Στο έγγραφο αναφέρεται ότι οι πολιτικές και οι πρακτικές σχετικά με τη διαδικασία ασύλου «χαρακτηρίζονται από αδιαφάνεια και ασυνέπεια κατά την εφαρμογή τους και οι αιτούντες άσυλο δυσκολεύονται ιδιαίτερα να κατανοήσουν το πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου καθώς και τα σχετικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους αν δεν έχουν ουσιαστική πρόσβαση σε νομική συνδρομή και πληροφορίες που να παρέχονται στη γλώσσα που κατανοούν».

Προκειμένου να αναδειχτεί η ψυχολογική κατάσταση των αιτούντων άσυλο και πόσο επιβαρύνει την ψυχολογία τους η διαδικασία ασύλου, ο κ. Οικονόμου σχολίασε ότι «ένας άνθρωπος που έχει διαφύγει από όποιον κίνδυνο έχει διαφύγει, έχοντας περάσει και ένα επικίνδυνο ταξίδι από τη Μεσόγειο, βρίσκεται απομονωμένος σε ένα ελληνικό νησί. Πολλές φορές οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν φτάσει στη Γερμανία. Μπορεί να τύχει να λάβουν ένα έγγραφο της αστυνομίας που λέει ότι πρέπει να φύγουν εντός 30 ημερών από την Ελλάδα αλλά αυτοί να θεωρούν ότι είναι αποδεικτικό ότι έχουν λάβει άσυλο».

«Οπισθοδρόμηση σε εγγυήσεις — δικαιώματα»

«Οι αιτούντες πρέπει να κατανοήσουν τόσο ποια είναι τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας όσο και οι υποχρεώσεις. Είναι δεδομένο ότι ειδικά με τον νέο νόμο αυτές οι υποχρεώσεις μπορεί να οδηγήσουν δυνητικά ακόμη και σε απόρριψη των αιτημάτων χωρίς να υπάρξει ουσιαστική εξέτασή τους» εξηγεί ο κ. Οικονόμου. Οι άνθρωποι που φτάνουν στην Ελλάδα όχι μόνο δεν γνωρίζουν από σύστημα ασύλου στην Ευρώπη, αλλά «ούτε τι πάει να πει δίωξη» που θα ενισχύσει την αίτηση ασύλου. «Πολλές γυναίκες από τη Νιγηρία έχουν υποστεί κλειτοριδεκτομή, δηλαδή έναν πολύ βασικό λόγο δίωξης. Οι γυναίκες αυτές όμως, αν δεν τους εξηγήσει κάποιος ότι η κλειτοριδεκτομή είναι βασικός λόγος δίωξης, είναι πολύ πιθανό να μην αναφέρουν ούτε στη συνέντευξη αυτήν τη μορφή δίωξης που έχουν υποστεί και τα αιτήματά τους να απορριφθούν».

Ενδεικτικό της έλλειψης ενημέρωσης που έχει η πλειονότητα των αιτούντων σχετικά με τη διαδικασία ασύλου είναι ότι, όπως υπογράμμισε ο κ. Οικονόμου, «έως και πέρσι ένα 30% των ανθρώπων είχε καταλάβει κατά προσέγγιση τι απαιτείται από αυτούς και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό ότι εάν το επιθυμεί έχει τη δυνατότητα να συμβουλευθεί δικηγόρο».

«Παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης»

Σε συνολικότερο επίπεδο, όπως λέει ο κ. Οικονόμου, «το νομοσχέδιο σίγουρα αποτελεί οπισθοδρόμηση σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των αιτούντων. Αν δεν απατώμαι, το 2017 ο τωρινός υπουργός Προστασίας του Πολίτη είχε τότε αποδεχτεί και ο ίδιος ότι πρόκειται περί ανθρωπιστικής κρίσης και όχι κάτι παραπάνω». Σχετικά με τη συνέντευξη αιτούντων που συγκαταλέγονται σε ευάλωτες ομάδες, ο κ. Οικονόμου τόνισε ότι «ένας άνθρωπος πολύ δύσκολα μπορεί να μιλήσει για ένα σοβαρό τραύμα που έχει υποστεί στο παρελθόν, ειδικά όταν δεν έχει ούτε τον κατάλληλο χρόνο για να προετοιμαστεί ούτε την κατάλληλη υποστήριξη προκειμένου να νιώσει άνετα και να μοιραστεί με ανθρώπους που βλέπει πρώτη φορά στη ζωή του αυτές τις πτυχές της ζωής του. Πολλές φορές στις αποφάσεις πρώτου βαθμού δεν λαμβάνονται υπόψη ισχυρισμοί των αιτούντων περί ευαλωτότητας, ακόμη κι αν αυτοί αφορούν παλαιές περιπτώσεις θυματοποίησης στο πλαίσιο βασανιστηρίων. Σε άλλες περιπτώσεις ισχυρισμοί των αιτούντων δεν έχουν καν συμπεριληφθεί, δεν έχουν απαντηθεί ή έχουν κριθεί αναξιόπιστοι, χωρίς όμως κάποια αιτιολόγηση. Συνδυαστικά όλα αυτά τα επίπεδα καθιστούν τη διαδικασία προβληματική».

«Θα συνεχίσουμε να έχουμε νεκρούς»

Σχετικά με το ζήτημα των ταχύρρυθμων διαδικασιών –κατ’ εξαίρεση μόνο οι ευάλωτες περιπτώσεις έχουν δικαίωμα τριών ημερών προκειμένου να προετοιμαστούν για τη συνέντευξη– ο κ. Οικονόμου τόνισε ότι «πρόκειται για ζήτημα που συγκαταλέγεται σε μια ευρύτερη και κυρίαρχη πολιτική όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο που λέει ότι η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου μπορεί να γίνει μόνο μέσω της επιτάχυνσης των διαδικασιών, ανεξαρτήτως του κόστους που αυτό φαίνεται να επιφέρει αναφορικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Κάτι που γίνεται κατά παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Είναι λυπηρό ότι μια Ευρώπη 500 εκατομμυρίων πολιτών, με κάποιες από τις πλουσιότερες χώρες παγκοσμίως, αντί να στραφεί στη φιλοξενία ενός πληθυσμού που εκ των πραγμάτων έχει ανάγκη από προστασία, επιλέγει αυτό τον τρόπο διαχείρισης». «Πρέπει να σκεφτούμε ότι μιλάμε για ανθρώπους που διαφεύγουν από τον θάνατο και πριν φτάσουν στην Ελλάδα χρειάζεται να περάσουν ένα πολύνεκρο θαλάσσιο πέρασμα» υπογραμμίζει. «Εχουμε νεκρούς και θα συνεχίσουμε να έχουμε νεκρούς όσο δεν υπάρχουν ασφαλείς δίοδοι ώστε άνθρωποι που χρήζουν προστασίας να μπορούν να φτάνουν με ασφάλεια στην Ευρώπη».

Documento Newsletter