Δύο οικογένειες από το Αφγανιστάν «εκτελεί» με απέλαση η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που υλοποιεί κυνικά πολιτικές κόλασης για τους πρόσφυγες
Τις συγκλονιστικές ιστορίες δύο οικογενειών από το Αφγανιστάν που σώθηκαν από τους Ταλιμπάν αλλά πλέον με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν χωράνε στην Ελλάδα δημοσιεύει σήμερα το Documento. Είναι γονείς και μικρά παιδιά που κυνηγήθηκαν από τους Ταλιμπάν, έχασαν συγγενείς τους και κινδύνεψαν να σκοτωθούν προσπαθώντας να φτάσουν στην Τουρκία και μετά στην Ελλάδα.
Τώρα είναι ένα βήμα προτού επιστρέψουν στην κόλαση. Χιλιάδες άλλοι βρίσκονται στη θέση τους. Η κυβέρνηση ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή τον στόχο της: οι πρόσφυγες θα υποφέρουν και οι περισσότεροι θα απελαύνονται. Στο πλαίσιο αυτό ψήφισε ακροδεξιά νομοσχέδια που δυσχεραίνουν κατά πολύ τις διαδικασίες παροχής ασύλου, κατά παράβαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Ενδεικτικό παράδειγμα η ΚΥΑ που ψηφίστηκε στις αρχές του περασμένου Ιουνίου, βάσει της οποίας η Τουρκία χαρακτηρίστηκε «ασφαλής τρίτη χώρα» παρά την πληθώρα στοιχείων που αποδεικνύουν ότι κάθε άλλο παρά ασφαλής είναι για πρόσφυγες από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Μπανγκλαντές, το Πακιστάν και τη Σομαλία. Η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε συνειδητά να αλλάξει δραματικά τη διαδικασία παροχής ασύλου για περίπου το 70% των προσφύγων που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας. Αφέθηκαν να περιμένουν χρόνια τη συνέντευξή τους κι ύστερα από αυτή την απάνθρωπη αναμονή το αίτημα των περισσότερων δεν θα εξεταστεί. Θα κριθεί απαράδεκτο και θα σταλούν ξανά στην «ασφαλή» Τουρκία.
Οι φωνές του Ισλαμουντίν, του Μοχάμαντ και της Ζαϊνάμπ που μιλούν σήμερα στο Documento δεν φτάνουν στα αυτιά της κυβέρνησης. Γιατί αντιμετωπίζονται ως απειλή. Αλλωστε μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν η κυβέρνηση ολοκλήρωσε την κατασκευή του φράχτη στον Εβρο προκειμένου να αποτραπούν μελλοντικές «μαζικές μεταναστευτικές ροές». Η επιχείρηση της… προστασίας από τους κατατρεγμένους υποστηρίζεται από τη Frontex, που λαμβάνει πακτωλό χρημάτων από την ΕΕ προκειμένου να αποτρέπει την είσοδο στους… εισβολείς.
Κάποιοι βέβαια κατάφεραν να… παρεισφρήσουν. Οπως κάποτε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η οικογένειά του, που αντιμετωπίζονταν από το κράτος ως αλλοδαποί μέχρι ο Γιάννης να φτάσει στο NBA και να πολιτογραφηθεί Ελληνας, όπως η μάνα και ο μικρός αδερφός του. Οσοι δεν είναι όμως Αντετοκούνμπο δεν έχουν την ίδια τύχη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα παιδιά που φοιτούν σε νηπιαγωγείο της Αθήνας, τα ονόματα των οποίων δημοσίευσε η ιστοσελίδα της συζύγου του βουλευτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Μπογδάνου. Δημοσίευμα που ανήρτησε και ο ίδιος ο βουλευτής, αλλά μπροστά στην κοινωνική κατακραυγή δήλωσε ότι οφείλεται σε «λάθος». Το μόνο λάθος βέβαια σε μια χώρα που στοχοποιεί ακόμη και νήπια είναι ότι κάποιοι τάσσονται συνειδητά στο στρατόπεδο που οδηγεί στον θάνατο και στην απόγνωση χιλιάδες ανθρώπους. Μια εξ αυτών και η 16άχρονη Ζαϊνάμπ, που αναρωτιέται: «Πόση αδικία να αντέξω ακόμη;».
Δεν χωράνε στην Ελλάδα
Εδώ και είκοσι χρόνια οι ζωές του Αφγανού Ισλαμουντίν Αμίν και της οικογένειάς του κινδυνεύουν. Οι Ταλιμπάν τους κυνηγούν από το 1999. Υστερα από πολλές αποτυχημένες απόπειρες που παραλίγο να τους στοιχίσουν τη ζωή έφτασαν στην Ελλάδα το 2018. Ακόμη και σήμερα όμως κινδυνεύουν, αφού απειλούνται με απέλαση στην Τουρκία. Αν συμβεί, θα ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Για την κυβέρνηση αυτό δεν έχει καμία σημασία, αφού προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι «δεν χωράει ούτε ένας Αφγανός παραπάνω» δεν διστάζει να παρακάμπτει τον νόμο.
Την 1η Ιουλίου πραγματοποιήθηκε το πρώτο σκέλος της συνέντευξης του Ισλαμουντίν και των δύο παιδιών του για να τους χορηγηθεί άσυλο. Επειτα από ημέρες ενημερώθηκαν ότι η αίτησή τους κρίθηκε παραδεκτή και πως πρέπει να προγραμματιστεί νέα συνέντευξη, που προγραμματίστηκε για τις 30 Αυγούστου. Η συνέντευξη όμως ακυρώθηκε με την πρόφαση της μη επίδοσης της απόφασης στους αιτούντες, η οποία δεν είναι απαραίτητη όταν η αίτηση κρίνεται παραδεκτή.
Το κραυγαλέο της υπόθεσης όμως σύμφωνα με τη δικηγόρο Βικτώρια Πλατή, είναι πως –μολονότι αυτό δεν συμβαίνει– εκδόθηκαν δύο αποφάσεις, μία στις 10.8.2021 από έναν υπάλληλο που δεν είχε καμία σχέση με την εν λόγω συνέντευξη και μία στις 14.8.2021 από τη χειρίστρια της υπόθεσης, η οποία την έκρινε παραδεκτή. Οπως κατήγγειλε στον Συνήγορο του Πολίτη η δικηγόρος, η προϊσταμένη του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου του Πειραιά Κατερίνα Μωυσιάδου επέλεξε αυθαιρέτως την προγενέστερη, αρνητική απόφαση.
Ο ματωμένος αρραβώνας
Η ζωή του Ισλαμουντίν, όπως την αφηγήθηκε στο Documento, άλλαξε βίαια το 1999, όταν αρραβωνιάστηκε μια κοπέλα που έμενε σε ένα χωριό του Αφγανιστάν. Σύντομα κατάλαβε ότι η οικογένειά της ήταν «κοντά στην ιδεολογία των Ταλιμπάν». Ετσι, ζήτησε από την οικογένεια της κοπέλας να παντρευτούν και να μείνουν στην Καμπούλ. Εκείνοι ήταν ανένδοτοι και ο Ισλαμουντίν αποφάσισε να σπάσει τον αρραβώνα. Ούτε αυτό έγινε δεκτό όμως από την οικογένεια των Ταλιμπάν.
Οπως του διεμήνυσαν, για να διαλυθεί ο αρραβώνας θα έπρεπε να τους δώσει μια γυναίκα από την οικογένειά του. Η μόνη ανύπαντρη ήταν η δεκάχρονη ανιψιά του, που ήθελαν να την παντρέψουν με τον 25άχρονο αδερφό της πρώην αρραβωνιαστικιάς του. Η οικογένειά του αρνήθηκε. Τότε άρχισαν τα δεινά.
Επειτα από λίγες ημέρες ο αδερφός της πρώην αρραβωνιαστικιάς του Ισλαμουντίν πήγε στο σπίτι του αδελφού του. «Είπε “επειδή δεν δώσατε την κόρη σας, θα σας σκοτώσω όλους”. Πέταξε μια βόμβα. Η νύφη μου σκοτώθηκε και ο αδερφός μου έμεινε ανάπηρος» αναφέρει.
«Τελευταία προειδοποίηση»
Υστερα από αυτό ο Ισλαμουντίν πήγε με την οικογένειά του στην Καμπούλ. Λίγο καιρό μετά όμως ο άλλος αδερφός του πήγε στο χωριό της οικογένειας των Ταλιμπάν. «Βρήκε τον αδερφό του ανθρώπου που πέταξε τη βόμβα και τον σκότωσε» μας αφηγείται ο Ισλαμουντίν, τονίζοντας ότι η υπόλοιπη οικογένεια δεν ήξερε τι σκόπευε να κάνει ο αδερφός του και ήταν αντίθετη.
Η ζωή του Ισλαμουντίν στην Καμπούλ άρχισε να ομαλοποιείται. Βρήκε δουλειά, παντρεύτηκε. Η σύζυγός του έμεινε έγκυος και αποφάσισαν να ζήσουν σε ένα χωριό. Πέρασαν χρόνια. Η σταδιακή ενδυνάμωση των Ταλιμπάν όμως έφερε ξανά στο προσκήνιο το τρομακτικό παρελθόν. «Μας βρήκε ο άνθρωπος που πέταξε τη βόμβα. Είπε ότι θέλει μια από τις κόρες μου» λέει ο Ισλαμουντίν, που έκανε μήνυση, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ενα βράδυ, εξιστορεί, «μου τηλεφώνησε και περιέγραψε τι φορούσαν οι κόρες μου στο σχολείο. Με ενημέρωσε ότι ήταν η τελευταία προειδοποίηση, αλλιώς θα μου απήγαγε το παιδί. Φύγαμε στην Καμπούλ κι από εκεί στο Ιράν. Περπατούσαμε δύο εβδομάδες για να φτάσουμε: εγώ, η γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μας».
«Πίστεψα ότι θα πεθάνω»
Επειτα προσπάθησαν να περάσουν στην Τουρκία. Τρεις φορές η αστυνομία τους γύρισε πίσω. Σε μια από αυτές τις απόπειρες προσπάθησαν να διασχίσουν ένα ποτάμι. «Η στάθμη του νερού ήταν πολύ ψηλά. Πίστεψα ότι θα πεθάνω» λέει. «Ευτυχώς ένας συμπατριώτης μου έσωσε τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Με κάποιον τρόπο σώθηκα κι εγώ». Την τέταρτη φορά τα κατάφεραν.
Εφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. «Βρήκαμε έναν διακινητή. Ξεκινήσαμε προς Ελλάδα αλλά μας έπιασαν. Μας έβαλαν σε καμπ στην Τουρκία. Ηταν πολύ δύσκολα εκεί. Ο Ταλιμπάν που έριξε τη βόμβα μού τηλεφώνησε και με απειλούσε. Μπορούσαν να μας βρουν ανά πάσα στιγμή. Είχα κρατήσει τα απειλητικά μηνύματα, αλλά την πρώτη φορά που έφτασα Ελλάδα η αστυνομία πέταξε τα κινητά μας στο ποτάμι» αναφέρει και συνεχίζει: «Ο αστυνομικός ούρλιαζε τόσο πολύ στην κόρη μου για να παραδώσει το κινητό –που δεν είχε– που αυτή έβαλε τα κλάματα».
Τελικά, όπως λέει, «ο διακινητής μας έβαλε σε ένα βαρκάκι με ακόμη 30 άτομα. Εδειξαν σε έναν από εμάς πώς να το οδηγούμε και μας άφησαν. Εμπαινε νερό. Τα παιδιά έκλαιγαν. Υστερα από τρεις ώρες μας εντόπισε το λιμενικό. Παραλίγο να μας ντεραπάρει. Μας πήγαν στην Αλεξανδρούπολη, σε ένα μέρος που θύμιζε φυλακή. Μας έδωσαν να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι θέλουμε να μείνουμε Ελλάδα. Μας απείλησαν ότι αν δεν υπογράψουμε θα μας στείλουν πίσω. Το υπογράψαμε. Δύο εβδομάδες μετά μας έστειλαν στην Αθήνα».
«Μας είπαν ναι και το πήραν πίσω»
«Πήραμε τον διακινητή να μας πάει Γερμανία» συνεχίζει ο Ισλαμουντίν. «Μπήκαμε 50 άτομα σε ένα φορτηγό. Μας πήγαινε στη Βόρεια Μακεδονία. Μας βρήκε η αστυνομία. Ο διακινητής γκάζωσε, πολλοί έπεσαν στον δρόμο. Βρήκα όλη την οικογένειά μου εκτός από τον γιο μου. Είχε μείνει στο φορτηγό. Κρυφτήκαμε για μέρες στο δάσος και είπαμε να πάμε Αθήνα, μη χάσουμε και τα άλλα μας παιδιά».
Ενα μήνα μετά, αναφέρει, «μου τηλεφώνησε ο γιος μου. Ηταν Γερμανία. Μου είπε ότι η αστυνομία εκεί μας αναζητούσε». Επειτα «πήγαμε στον Ελαιώνα. Η γυναίκα μου ήταν χάλια ψυχολογικά επειδή έλειπε ο γιος μας. Κανόνισε μόνη της να πάει Γερμανία. Τα κατάφερε. Εστειλα και τη μικρή μας κόρη και έμεινα Ελλάδα με τα άλλα δύο κορίτσια μου. Είναι πλέον 15 και 16 χρόνων».
Υστερα από τέσσερα «πολύ δύσκολα χρόνια, μας είπαν ότι τα αποτελέσματα της συνέντευξης για τη χορήγηση ασύλου ήταν θετικά και ότι περάσαμε στο δεύτερο σκέλος. Σε λίγους μήνες –σκεφτόμασταν– θα παίρναμε τα χαρτιά μας και θα βλέπαμε τη γυναίκα μου». Ολα άλλαξαν όμως: «Οταν πήγαμε για τη δεύτερη συνέντευξη μας είπαν ότι δεν ισχύει η θετική απάντηση. Μας είπαν ναι και το πήραν πίσω» καταλήγει.
«Πόση αδικία να αντέξω τόσο μικρή;»
Η Ζαϊνάμπ, η 16άχρονη κόρη του Ισλαμουντίν, διαγνώστηκε με κατάθλιψη. Δέχτηκε σεξουαλική παρενόχληση από τους διακινητές στην Τουρκία και νιώθει ότι δεν αντέχει άλλη αδικία. Καθισμένη σε μια σπαστή καρέκλα κουζίνας και κρατώντας ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίζει τα δάκρυά της, αφηγήθηκε στο Documento ανάμεσα σε λυγμούς τη σκληρή ζωή της: «Στην Τουρκία μέναμε στο σπίτι του διακινητή. Δεν μας φέρονταν καλά. Είχε μόνο άντρες. Ενας Αφγανός μου έλεγε ότι αν δεν κάνω αυτά που θέλει θα φύγουμε οικογενειακώς. Πήγαινα στην τουαλέτα με τη μάνα και την αδερφή μου. Μας πείραζαν και τις τρεις. Μου έλεγε να πηγαίνω με κάποιους γνωστούς του, αλλιώς δεν θα περάσουμε καλά. Μου έκανε τη ζωή κόλαση. Δεν θα ξεχάσω ότι παραλίγο να πνιγώ στο ποτάμι όταν θέλαμε να μπούμε Τουρκία, χάθηκα μέσα στο νερό. Και στο δάσος που κρυβόμασταν στην Ελλάδα πίστεψα ότι θα πεθάνω».
Οταν τελικά έφτασαν στην Αθήνα, συνεχίζει, «ξεκινήσαμε να ζούμε σαν οικογένεια, όμως έφυγε η μάνα. Δεν άντεξα άλλο. Απέκτησα ψυχολογικά ζητήματα. Ακόμη έχω. Οταν μάθαμε ότι θα πάρουμε τα χαρτιά άναψε ένα φως στη ζωή μας. Ηταν η τελευταία ελπίδα. Οταν άκουσα ότι μας απέρριψαν ένιωσα ότι κουράστηκα. Πόση αδικία να αντέξω τόσο μικρή; Μια φορά ένα καλό πράγμα δεν μπορεί να γίνει;».
«Η Κυβέρνηση προσπαθεί να τους ξεφορτωθεί με κάθε τρόπο»
«Η διαχείριση της υπόθεσης ασύλου της οικογένειας Amin από το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου του Πειραιά, εκτός του ότι παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της Δημόσιας Διοίκησης, στην ουσία συνιστά και ένα τεράστιο εμπαιγμό προς το πρόσωπο αυτών των ανθρώπων. Πλέον είναι ξεκάθαρο πως η Ελληνική Κυβέρνηση προσπαθεί να τους ξεφορτωθεί με κάθε τρόπο. Είτε είναι δια μέσου των παράνομων επαναπροωθήσεων στο Αιγαίο, είτε στήνοντας ‘’διοικητικές τρικλοποδιές’’ σε αιτούντες ασύλου με σκοπό να απορριφθεί το αίτημά τους για να φύγουν από την χώρα. Όμως, οφείλω να τονίσω πως η προσφυγική πολιτική που εφαρμόζεται από την Κυβέρνηση ταιριάζει περισσότερο σε φασιστικού τύπου καθεστώτα, παρά σε κράτη που σέβονται την Αρχή του Κράτους Δικαίου και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα», σημειώνει στο Documento η δικηγόρος της οικογένειας Βικτώρια Πλατή και επιφυλάσσεται ότι θα κινηθεί νομικά κατά παντός υπευθύνου.
Ο θάνατος περιμένει τον Mohammad στο Αφγανιστάν
Η υπόθεση της οικογένειας Amin δεν είναι η μόνη η οποία στερείται τα νόμιμα δικαιώματά της από το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου του Πειραιά. Ο Mohammad Massih Nezami, κινδυνεύει να σταλεί πίσω στο Αφγανιστάν την ώρα που ο θάνατός του σε περίπτωση απέλασης είναι δεδομένος. Ο ίδιος έχει στοιχεία που αποδεικνύουν την επικινδυνότητα της κατάστασης, τα οποία όμως αγνοήθηκαν και δεν εξετάστηκαν ποτέ. Παρότι η δικηγόρος του τα απέστειλε εμπρόθεσμα, δεν έλαβε ποτέ αριθμό πρωτοκόλλου για αυτά. Αποτέλεσμα ήταν να εκδοθεί απορριπτική απόφαση.
«Προσπάθησαν να με σκοτώσουν»
Ο 32χρονος Mohammad Massih Nezami από το Αφγανιστάν ζούσε στην Καμπούλ σχεδόν όλη του τη ζωή. Επί οκτώ χρόνια εργαζόταν ως υπεύθυνος ασφαλείας υφυπουργού της κυβέρνησης. Ο ίδιος ως αστυνομικός, ήταν μεταξύ άλλων επικεφαλής της ομάδας που εντόπιζε και απωθούσε τους Ταλιμπάν. Πολέμησε τους Ταλιμπάν μαζί με τον αμερικανικό στρατό για περίπου δύο χρόνια και του απονεμήθηκαν τρία μετάλλια.
Ο Mohammad, παντρεύτηκε μία συνάδελφό του, γεγονός που εξόργισε την οικογένειά του, αφού θεωρούσαν ανήθικο το γεγονός ότι εκείνη δούλευε: «Μου είπαν ότι πρέπει να πεθάνω γιατί τους ντροπιάζω», λέει αφηγούμενος τη ζωή του στο Documento.
Ο 32χρονος από το Αφγανιστάν, σήμερα είναι στην Αθήνα. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του, όταν οι Ταλιμπάν άρχισαν να ανακάμπτουν. Δεν ήταν απλός αστυνομικός. Ήταν γνωστός εχθρός των τρομοκρατών που προσπάθησαν να τον σκοτώσουν επτά φορές «επειδή δούλευα για την κυβέρνηση».
Στην τελευταία απόπειρα δολοφονίας του, επέβαινε μαζί με συναδέλφους του σε αυτοκίνητο, το οποίο «αφού ανατίναξαν, άρχισαν να μας πυροβολούν. Μόνο εγώ γλίτωσα. Έχασα τέσσερα δόντια, το κεφάλι μου σε ένα σημείο είναι μαλακό, χωρίς κόκκαλα. Τα πόδια μου σακατεύτηκαν από τις βόμβες και τους πυροβολισμούς. Με πήγαν στο νοσοκομείο. Έκατσα σαράντα μέρες ξαπλωμένος, ζούσα με ορό. Φοβόμουν πολύ ότι θα με σκοτώσουν», αφηγείται και στα μάτια του διακρίνεται ένας απόκοσμος τρόμος.
«”Τελείωσες” μου είπαν στο τηλέφωνο»
Οι Ταλιμπάν τον πήραν τηλέφωνο και του είπαν: «σκοτώσαμε τη γυναίκα σου και έχουμε το 8 μηνών παιδί σου. Θα το σκοτώσουμε. Μόλις βγεις από το νοσοκομείο θα σκοτώσουμε κι εσένα. Τελείωσες». Τελικά, όπως αναφέρει «η γυναίκα μου δεν είχε πεθάνει. Ήταν τραυματισμένη στο νοσοκομείο μετά από βόμβα που της έβαλαν οι Ταλιμπάν. Το παιδί το πήραν οι Ταλιμπάν και το έδωσαν σε γυναίκες που κρατούσαν αιχμάλωτες. Εκεί ήταν κι άλλα παιδιά που είχαν απαγάγει, ώστε οι γονείς τους να παραδοθούν. Η αστυνομία της κυβέρνησης οργάνωσε μία επιχείρηση και ελευθέρωσε τα παιδιά. Έφεραν το παιδί μου στο νοσοκομείο, ενώ εντόπισα και τη γυναίκα μου», σημειώνει δείχνοντας μία φωτογραφία του τότε 8μηνών παιδιού του.
Έπειτα ο Mohammad μαζί με τη γυναίκα και το παιδί του, έφυγαν «κρυφά για το Πακιστάν και από εκεί προς το Ιράν, όπου μας έπιασε η αστυνομία και μας γύρισε πίσω. Τελικά καταφέραμε να φτάσουμε στην Τουρκία». Η περιπέτεια όμως δεν τελείωσε. «Οι Ταλιμπάν μας εντόπισαν. Μας έπαιρναν τηλέφωνο. Μας απειλούσαν. Μια ημέρα μου είπαν ότι ξέρουν τη διεύθυνση μου. Με απείλησαν ότι έχουν άτομα στην Τουρκία και ότι δεν είμαι ασφαλής. Αποφάσισα να φύγουμε από την Τουρκία».
«Ο διακινητής μας πήρε 11.000 ευρώ. Συμφωνήσαμε να μας πάει Γερμανία. Μείναμε στο φορτηγό τρείς ημέρες. Όταν κατεβήκαμε μας είπαν πως φτάσαμε στη Γερμανία. Μια σερβιτόρα όμως μας είπε πως είμαστε στην πλατεία Βικτωρίας. Καλύτερα να πέθαινα παρά αυτό που άκουσα. Δεν είχαμε άλλα λεφτά», λέει τονίζοντας την απελπισία που ένιωσε εκείνη τη στιγμή.
«Μην με κάνει το ελληνικό κράτος να αυτοκτονήσω»
Λίγο καιρό μετά, στις 20 Μαΐου του 2017, «πήραμε την προσωρινή κάρτα ασύλου. Λίγους μήνες μετά η γυναίκα που έμεινε έγκυος, πήγε με το παιδί μου στη Γερμανία. Έδωσα στους διακινητές 9.500 ευρώ που δανείστηκα για να πάνε».
Ο ίδιος δεν πήγε μαζί τους, γιατί όπως λέει «δεν βρήκαμε λεφτά για όλους. Εγώ ως άνθρωπος τελείωσα. Μεγάλωσα, έχασα τη δουλειά μου, τη ζωή μου. Όχι όμως και τα παιδιά μου. Θέλαμε να μεγαλώσουν σε ένα μέρος που ο κόσμος είναι ανοιχτόμυαλος». Δύο φορές έκαναν αίτημα επανένωσης. Η απάντηση δεν ήταν ούτε θετική ούτε αρνητική. Ο Mohammad έκανε την πολυπόθητη συνέντευξη για να πάρει άσυλο στην Ελλάδα και αυτό απορρίφθηκε. «Όταν το αίτημά μου απορρίφθηκε ένιωσα όπως όταν με βομβαρδίζανε στο Αφγανιστάν. Με πήγαν στο νοσοκομείο, πήγα να πεθάνω. Από τότε η ομιλία μου αλλοιώθηκε. Λόγω μετατραυματικού στρες, όταν κατάλαβα ότι είμαι σε νοσοκομείο, έπαθα πανικό. Ήταν σαν να ήμουν πίσω στην Καμπούλ μετά τους βομβαρδισμούς».
«Θέλω να μείνω εδώ, δεν θέλω να πάω στην Γερμανία, γιατί η γυναίκα μου, μου ζήτησε διαζύγιο. Αν πάρω άσυλο όμως θα μπορώ να δω τα παιδιά μου», λέει και με δάκρια στα μάτια που προκαλούν ντροπή ακόμα και σε κάποιον που δεν ευθύνεται για την κατάσταση του προσθέτει:
«Αυτό που ζητάω από το ελληνικό κράτος είναι να μην με κάνει να αυτοκτονήσω».
Καταστρατηγούνται τα δικαιώματα με πρόσχημα την πανδημία
«Μου ζητήθηκε να αποστείλω το υπόμνημα της συνέντευξης του εντολέα μου με e-mail, λόγω κορονοϊού και έτσι έπραξα. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, δεν έχω λάβει αριθμό πρωτοκόλλου της κατάθεσης του υπομνήματος και των υπολοίπων εγγράφων που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του Nezami για την κατάστασή του στο Αφγανιστάν. Συνέπεια όλων αυτών, είναι να έχει εκδοθεί απορριπτική απόφαση χωρίς να έχουν τηρηθεί στην πράξη από την Υπηρεσία τα δικαιώματα του εντολέα μου», σημειώνει η δικηγόρος του Βικτώρια Πλατή.