Δριμύ κατηγορώ για τις πρακτικές που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση στο Αιγαίο αλλά και στον Εβρο σε σχέση με το μεταναστευτικό/προσφυγικό εξαπολύει ο απερχόμενος εκτελεστικός διευθυντής του Παρατηρητηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) Κένεθ (Κεν) Ροθ.
Σε αποκλειστική συνέντευξή του στο Documento, σε μία από τις τελευταίες από τη θέση αυτή καθώς στα τέλη Αυγούστου, ύστερα από 30 χρόνια προσφοράς, θα αποχωρήσει από το τιμόνι του Human Rights Watch, επιστρατεύει σκληρή γλώσσα στηλιτεύοντας τις «παράνομες πολιτικές επαναπροωθήσεων» μεταναστών και προσφύγων, γνωστότερες πλέον ως pushbacks. «Οταν υποστηρίζουν στην κυβέρνηση ότι δεν υπάρχουν απωθήσεις, λένε κατάφωρα ψέματα» τονίζει χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, σε άλλη αποστροφή του λόγου του, αναφερόμενος στην ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα λέει με νόημα: «Το Documento αξίζει βραβεία, όχι διώξεις».
Κατάφωρες παρανομίες σε στεριά και θάλασσα
Εν πρώτοις, αναφερόμενος στην ουσία του προσφυγικού ζητήματος, ο τιμηθείς με το Βραβείο Δημοκρατίας του Δήμου Αθηναίων στο Athens Democracy Forum το 2016 Κεν Ροθ υπογραμμίζει: «Οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα να έρθει στα σύνορα μιας χώρας και να ζητήσει άσυλο. Δεν έχουν κατ’ ανάγκη το δικαίωμα να μείνουν στη χώρα για πάντα, αλλά έχουν το δικαίωμα να ακούγεται δίκαια το αίτημα ασύλου» και καταλήγει: «Επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω ότι τα pushbacks είναι κατάφωρα παράνομα».
Εν συνεχεία κλιμακώνει την κριτική του σημειώνοντας πως το Human Rights Watch έχει τεκμηριώσει τέτοιες περιπτώσεις και στη στεριά και τη θάλασσα: «Το πρόβλημα με τις επαναπροωθήσεις είναι ότι στερεί από τους ανθρώπους αυτό το δικαίωμα. Λέει “όχι, δεν θα ακούσω το αίτημά σου, απλώς θα σε ωθήσω πίσω, από εκεί που ήρθες”, στην περίπτωση της Ελλάδας pushbacks προς την Τουρκία. Αρα αυτό είναι κατάφωρα παράνομο. Παραβιάζει το διεθνές προσφυγικό δίκαιο. Και είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική κυβέρνηση το κάνει ως πολιτική.
Το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έχει τεκμηριώσει πάρα πολλές περιπτώσεις αυτού του είδους παράνομων απωθήσεων. Και στη στεριά και τη θάλασσα. Μερικές φορές γίνεται από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές και σε κάποιες από αυτές χρησιμοποίησαν άτομα για να κάνουν την απώθηση. Αλλά καταλήγει στο ίδιο πράγμα. Η ελληνική κυβέρνηση είναι υπεύθυνη γι’ αυτές τις επαναπροωθήσεις. Οταν υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν απωθήσεις λένε κατάφωρα ψέματα. Είναι άρνηση της πραγματικότητας. Το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έχει τεκμηριώσει υποθέσεις παράνομων pushbacks καθώς η ελληνική κυβέρνηση αρνείται την πραγματικότητα, γιατί δεν έχει δικαιολογία γι’ αυτό που κάνει. Εάν παραδεχτεί ότι έκανε τις επαναπροωθήσεις, θα παραδεχτεί ότι παραβίασε τον νόμο. Δεν θέλει να το κάνει. Αρα είναι απλά ψέματα και λέει “δεν συμβαίνει”. Είναι λάθος, συμβαίνει» προσθέτει.
Η επίσημη και… ανεπίσημη γραμμή και ο Λετζερί
Οπως σημειώνει το HRW επιχείρησε να έχει επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση: «Το Human Rights Watch μίλησε με την κυβέρνηση γι’ αυτό. Και η επίσημη γραμμή είναι: “Αυτό δεν συμβαίνει”. Αυτό είναι κατάφωρο ψέμα. Η ανεπίσημη γραμμή είναι: “Kαλά, ίσως το κάνουμε αυτό, αλλά το θέλει η Ευρωπαϊκή Eνωση”. Κι αυτή δεν είναι αποδεκτή απάντηση. Πρωτίστως, η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει μεγαλύτερα δικαιώματα από την ελληνική κυβέρνηση ώστε να εμπλέκεται σε αυτή την παρανομία. Δεύτερον, όμως, η ελληνική κυβέρνηση παραδέχεται ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους αιτούντες άσυλο που έρχονται στην Ελλάδα τελικά μετακομίζουν σε άλλα μέρη της Ευρώπης, εν συγκρίσει με ελάχιστους που μένουν στην Ελλάδα. Και η άτυπη εξήγηση της ελληνικής κυβέρνησης είναι “καλά, αν επιτρέψουμε σε αυτούς τους ανθρώπους να έρθουν στην Ελλάδα, θα πάνε στη Γερμανία με άλλους τρόπους και αυτές οι κυβερνήσεις θα μας πιέσουν. Θα είμαστε δυσαρεστημένοι με αυτό”» αναφέρει.
Επιπροσθέτως, αναφέρθηκε στον πρώην επικεφαλής της Frontex, ο οποίος παραιτήθηκε πριν από λίγο καιρό: «Αυτό που βλέπουμε είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, υπό πίεση, πρόσφατα παραδέχτηκε ότι οι παράνομες απωθήσεις είναι λάθος. Οτι δεν πρέπει να είναι χαρούμενοι. Πράγματι, ο κ. Λετζερί, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Frontex, της υπηρεσίας φύλαξης συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αναγκάστηκε να παραιτηθεί εν μέρει επειδή έκλεινε τα μάτια του σε αυτές τις παράνομες απωθήσεις. Ετσι, ανεξάρτητα από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανεπίσημα ορισμένες από τις κυβερνήσεις της ΕΕ μπορεί κάλλιστα να θέλουν να συμβούν αυτές οι απωθήσεις γιατί δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, συμβαίνουν στην Πολωνία, την Αυστρία…» σημειώνει.
Ο επί 30 έτη εκτελεστικός διευθυντής του Παρατηρητηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων δεν άφησε ασχολίαστη την έρευνα των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για την Ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα εξισώνοντας τη χώρα μας με την Ουγγαρία του Ορμπάν: «Οταν είδα για πρώτη φορά την πρόσφατη κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα εξεπλάγην με το πόσο χαμηλά ήταν η Ελλάδα. Ηταν πίσω από την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία που συνήθως είναι στο χαμηλότερο επίπεδο για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ομως, μιλήσαμε με την ομάδα (σ.σ.: τους ΡΧΣ) και η εξήγησή τους ήταν ότι σε μέρη όπως η Ουγγαρία ο Ορμπάν ελέγχει τα ΜΜΕ, δυσκολεύει πολύ τις διαφορετικές φωνές να μιλήσουν, αλλά δεν συλλαμβάνει δημοσιογράφους και οι δημοσιογράφοι δεν σκοτώνονται. Και δυστυχώς, στην Ελλάδα εάν κάνετε τη δουλειά σας ως δημοσιογράφος, ιδιαίτερα εάν κάνετε ρεπορτάζ για διαφθορά και εάν αναφέρετε παράνομα pushbacks αιτούντων άσυλο, μπορεί να κατηγορηθείτε ποινικά και η ζωή σας μπορεί να κινδυνεύσει. Οπότε είναι κατανοητό γιατί η Ελλάδα βρίσκεται τώρα τόσο χαμηλά όσον αφορά την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, επειδή οι πολιτικές είναι de facto στο χαμηλότερο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
«Το Documento αξίζει βραβεία, όχι διώξεις»
Κινούμενος σε αυτό το μήκος κύματος και αναφερόμενος στα ελληνικά ΜΜΕ δήλωσε: «Είναι σημαντικό να πούμε ότι το Documento προσφέρει πολλά στην κοινωνία κάνοντας ρεπορτάζ για αυτά τα θέματα εμφανούς διαφθοράς. Οχι μόνο στο σκάνδαλο Novartis αλλά και στη λίστα Λαγκάρντ. Αυτό ακριβώς είναι το είδος της δουλειάς κατά της διαφθοράς που θέλουμε από ένα επαγγελματικό μέσο δημοσιογραφίας όπως το Documento. Και αξίζει βραβεία γι’ αυτό, όχι δίωξη. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση, προφανώς αμήχανη από αυτού του είδους τα ρεπορτάζ για τη διαφθορά και την αναφορά παράνομων απωθήσεων, διώκει το Documento και τους δημοσιογράφους του. Και αυτή η δίωξη παίρνει ποικίλες μορφές».
Εν συνεχεία αναφερόμενος στις «απειλές θανάτου» κατά δημοσιογράφων συνεχίζει λέγοντας πως «ακόμη δεν ξέρουμε από ποιον ακριβώς προέρχονται. Ωστόσο, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι είναι υπεύθυνη για τις ποινικές διώξεις. Ο ποινικός νόμος δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται εναντίον των δημοσιογράφων επειδή κάνουν τη δουλειά τους. Είναι παραβίαση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης. Εάν η κυβέρνηση είναι δυσαρεστημένη με τα ρεπορτάζ μπορεί πάντα να απαντήσει. Ο ποινικός νόμος δεν είναι ποτέ η σωστή απάντηση σε ένα δημοσιογράφο που απλώς κάνει τη δουλειά του. Κι αυτό έκανε η ελληνική κυβέρνηση, οι ελληνικές αρχές. Η ίδια η κυβέρνηση έχει την ευθύνη να σεβαστεί την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Και δεν πρέπει να καταφεύγει σε ποινικές διώξεις για να προσπαθήσει να φιμώσει τους δημοσιογράφους. Αυτή η ενέργεια είναι πράξη δικτατορίας, όχι δημοκρατίας» λέει.
Ερωτηθείς εάν βρέθηκε ποτέ σε αδιέξοδο όλα αυτά τα χρόνια, απαντά: «Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι κάτι είναι αδύνατο. Στο Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων είμαστε εντελώς συνηθισμένοι στις επιθέσεις από τις κυβερνήσεις. Συμβαίνει όλη την ώρα. Φυσικά κάνουμε τις κυβερνήσεις να σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή είναι η φύση της δουλειάς. Επειδή πολλές κυβερνήσεις μπαίνουν στον πειρασμό να παραβιάσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δουλειά του κινήματος είναι να αυξήσει την πίεση. Είναι μια σταθερή ισορροπία, είναι αυτή που δεν τελειώνει ποτέ. Δεν ενοχλούμαι γιατί ξέρω ότι η δουλειά μας είναι να διατηρήσουμε την πίεση. Μερικές φορές κερδίζουμε, μερικές φορές χάνουμε. Αλλά η πίεση αυτή στις κυβερνήσεις δυσκολεύει την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος που είμαστε εδώ. Δεν με ενοχλεί αυτό. Μου δίνει ενέργεια. Αυτός είναι ο αγώνας που πρέπει να δοθεί».
Οι κυρώσεις και το παράδειγμα της Κίνας
Ζητώντας από τον Κεν Ροθ να γίνει πιο συγκεκριμένος αναφορικά με την αντιμετώπιση που έχει από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Κίνας: «Το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων είναι πολύ ειλικρινές με την κινεζική κυβέρνηση. (…) Για παράδειγμα η προσπάθεια στη Σανγκάη να αναγκάσει ένα εκατομμύριο νόμιμους και άλλους Τούρκους μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τη θρησκεία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Αυτά είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ημασταν πολύ ειλικρινείς. Και η κυβέρνηση απαντά με άλλα πράγματα επιβάλλοντας κυρώσεις σε μένα αυτοπροσώπως. Αυτό δεν μου κάνει καμιά διαφορά. (…) Δεν πρόκειται να ταξιδέψω στην Κίνα» παραδέχεται με εμφανή διάθεση χιούμορ.
Και συνεχίζει: «Αυτό είναι ένα παράδειγμα απώθησης. Αλλά η κινεζική κυβέρνηση επικρίνει το HRW και προτάσσει μια πολύ επικίνδυνη εναλλακτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πιστεύουν ότι δεν πρέπει ποτέ να ασκείται πίεση σε μια κυβέρνηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θα πρέπει να κάνετε μόνο ευχάριστες συζητήσεις και να προσπαθήσετε να πείσετε, ξέρετε συζητήθηκαν διαφορετικές απόψεις».
Σε έναν ακραίο παραλληλισμό πρόσθεσε: «Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Δείχνουμε τις παράνομες απωθήσεις, η κυβέρνηση το αρνείται, κανείς δεν πιστεύει την κυβέρνηση».
Κληθείς τέλος να σχολιάσει την εξελικτική πορεία του κινήματος των ανθρώπινων δικαιωμάτων τις τελευταίες δεκαετίες ο απερχόμενος εκτελεστικός διευθυντής επισήμανε: «Είναι δύσκολο να μιλήσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Μερικές φορές τα πράγματα πάνε καλά, μερικές φορές υπάρχει πισωγύρισμα. Τα καλά νέα είναι το πολύ ισχυρότερο παγκόσμιο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Υπάρχουν ακτιβιστές σε οποιαδήποτε χώρα».
Η αποχώρηση και το βιβλίο
Σε λίγες μέρες ο Κένεθ Ροθ θα αποχωρήσει από το τιμόνι του Παρατηρητηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων αλλά όπως αποκαλύπτει δεν ετοιμάζεται να «συνταξιοδοτηθεί». Αντίθετα θα παραμείνει ενεργός, ενώ ετοιμάζεται και για την πρώτη συγγραφική του απόπειρα.
«Αρχικά σχεδιάζω μέσα σε ένα χρόνο να γράψω ένα βιβλίο που να περιγράφει βασικά τι κάνει το Human Rights Watch. Μακροπρόθεσμα θα προτιμούσα να διδάσκω, να γράφω, οτιδήποτε. Σκοπεύω πολύ να παραμείνω μέρος των ανθρώπινων δικαιωμάτων».
Ερωτηθείς εάν σε κάποιο κεφάλαιο του βιβλίου του θα αναφερθεί στην Ελλάδα σημείωσε: «Νομίζω ότι είναι πολύ πιθανό να μιλήσω για τα pushbacks».