«Δεν πάω ποθές, δεν ξεσέρνω ποθές, επαέ θα μένω. Χρόνια ελέγαμε πως εμείς ήμασταν Κρητικοί. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα μέχρι που απόθανε ότι ήθελε να δει την Κρήτη. Πλέρωσα 1.500 δολάρια για να περάσω με τη φαμελιά μου από την Τουρκία στην Ελλάδα. Η βάρκα εξεφούσκωσε και πολύ εφοβήθηκα για τα παιδιά μου».
Αυτά δήλωνε πριν από ενάμιση περίπου χρόνο ο Αχμέτ Ταρζαλάκης σε τηλεοπτικό σταθμό των Χανίων. Μιλώντας άπταιστα την κρητική διάλεκτο, ήρθε στη χώρα μας έχοντας στις αποσκευές του τα ήθη και τα έθιμα της Κρήτης, μερικές αυτοσχέδιες μαντινάδες και πολλές ελπίδες για καλύτερες μέρες. Τόπος προέλευσης το Χαμιντιέ, μια μικρή κωμόπολη στα σύνορα Συρίας και Λιβάνου, που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα κατ’ εντολή του σουλτάνου και όπου εγκαταστάθηκαν εξισλαμισθέντες Κρητικοί οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το νησί όταν απέκτησε την αυτονομία του, φοβούμενοι πιθανά αντίποινα.
Κι όμως δεν είναι η μοναδική περίπτωση που η Συρία φιλοξένησε ;Eλληνες πρόσφυγες. Το 1922, 17.000 ξεριζωμένοι Μικρασιάτες κατέφυγαν στα εδάφη της και επέζησαν χάρη στη βοήθεια των ντόπιων κατοίκων και του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι αρκετοί απ’ αυτούς έμειναν στο πολύπαθο σήμερα Χαλέπι, όπως αποδεικνύει μια φωτογραφία που εντόπισε πρόσφατα στη βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κογκρέσου ο δημοσιογράφος Μακόν Ουλάντ στο πλαίσιο της έρευνάς του για το συριακό δράμα. Bρετανός ανταποκριτής περιγράφοντας την κατάσταση σημειώνει: «Η κατάστασις εχειροτέρευσεν, ιδίως λόγω της πολιτικής της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Οι Γάλλοι ουχί μόνον αρνούνται να επιτρέψουν εις αυτούς να παραμείνουν τουλάχιστον εις Συρίαν, αλλά αρνούνται και να τους δώσουν τροφήν. Ο εκεί ;Eλλην πρόξενος ζητεί εσπευσμένως χρήματα διά να σώση τους πληθυσμούς αυτούς εκ πείνης θανάτου»… Εκείνη την εποχή μάλιστα είχε δημοσιευθεί σε αθηναϊκό έντυπο ένα σκίτσο με προσωποποιημένες την Ιωνία και τη Συρία να συνομιλούν. Η Συρία όρθια, καλοντυμένη και υπεροπτική λέει στην καθισμένη, λυπημένη και κατακουρελιασμένη Ιωνία: «Ο δικός μου φίλος είναι μεγάλος και μου ορκίζεται πώς δεν θα με αφήσει ποτέ». Και η Ιωνία της απαντά: «Και οι δικοί μου φίλοι ήταν μεγάλοι κι έκαναν χίλιες φορές τον ίδιο όρκο αλλά μ’ άφησαν στους πέντε δρόμους».
Αν ξεφυλλίζουμε αυτές τις σελίδες της Ιστορίας είναι γιατί ξαναβρισκόμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Άνθρωποι που είχαν μάθει να συμβιώνουν και να συνυπάρχουν σε πολυφυλετικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες γίνονται άθυρμα στις ορέξεις και στα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Η λογική μετατρέπεται σε βαστάζο του παράδοξου. Τα κράτη της Ευρώπης, οι ΗΠΑ και η Ρωσία την ίδια ώρα που σχεδιάζουν στους υπολογιστές τις με χειρουργική ακρίβεια στρατιωτικές επεμβάσεις, υποτίθεται ότι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και αναρωτιούνται αν θα γίνουν δεκτές στο Παρίσι φοιτήτριες με τσαντόρ ή πόσα τζαμιά θα ανεγερθούν στη Ρώμη. Από τη μια εφαρμόζουν τη ρήση του Κλαούζεβιτς «πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και από την άλλη εκδηλώνουν έναν αλά καρτ ανθρωπισμό για τα ασυνόδευτα παιδιά και τα θύματα των αμάχων. Οσο εκείνοι που φορούν τα στρατιωτικά αμπέχονα και χτυπούν τα ψηφιοποιημένα πλήκτρα ασκούνται σε μια επίδειξη δύναμης τόσο θεριεύει η υποκρισία τους. Στα εξελιγμένα βιντεοπαιχνίδια που παίζουν υπάρχουν ειδικά φίλτρα υποκρισίας ώστε να μη φαίνεται το αίμα των αθώων που αχνίζει. Το να υποστηρίζουν ότι με τους βομβαρδισμούς προστατεύουν την ειρήνη ισοδυναμεί με το οξύμωρο πως με τη συνουσία διαφυλάσσουν την παρθενιά.