Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι -ένας εκ των οποίων είναι αρχιφύλακας- οι οποίοι δέχονται απειλές, οι ίδιοι και οι οικογένειες τους, όπως υποστηρίζουν, από άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου και ζητούν να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και παράνομη η απόφαση του διευθυντή φυλακής, η οποία αφορά τον ατομικό οπλισμό τους.
Οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι στην προσφυγή τους αναφέρουν ότι μετά από επεισόδιο που σημειώθηκε στη φυλακή το 2011, στοχοποιήθηκαν οι ίδιοι και τα μέλη των οικογενειών τους από κρατούμενο της φυλακής, αλλά και από μέλη αντιεξουσιαστικών οργανώσεων, ενώ σε τηλεοπτική εκπομπή τα ονόματα τους αναφέρθηκαν από πρώην κρατούμενο με απειλές κατά των ίδιων και των οικογενειών τους.
Μετά τα γεγονότα αυτά, ζήτησαν και έλαβαν από τις αρμόδιες αρχές (εισαγγελία και αστυνομία) άδεια οπλοφορίας, καθώς κρίθηκε ότι υφίσταται άμεσος, σταθερός και διαρκής κίνδυνος τόσο για τη ζωή τους όσο και των μελών των οικογενειών τους.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 2015 με ημερήσια διαταγή του διευθυντή της φυλακής είχαν την υποχρέωση να αφήνουν τον οπλισμό και τις σφαίρες, στο γραφείο του διοικητή της εξωτερικής φρουράς της φυλακής, μέσα σε ασφαλές οπλοκιβώτιο που κλείδωνε με κλειδωνιά ασφαλείας.
Όμως, τον Φεβρουάριο του 2019 ο διευθυντής της φυλακής ανακάλεσε την προηγούμενη ημερησία διαταγή του (του 2015) και διέταξε την απομάκρυνση του οπλοκιβώτιου το οποίο ήταν στο γραφείο του διοικητή της εξωτερικής φρουράς, με αποτέλεσμα οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι να μην μπορούν να ασφαλίζουν τα όπλα τους, πριν μπουν στο κατάστημα κράτησης.
Κατόπιν αυτού, αφού δεν υπάρχει χώρος ασφαλούς φύλαξης του οπλισμού τους, οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι, δεν μπορούν να έχουν, για την ατομική τους ασφάλεια, τον οπλισμό τους κατά την προσέλευση και αποχώρησή τους από τη φυλακή, όπως αναφέρουν.
Οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι, υποστηρίζουν ότι η αναιτιολόγητη απόφαση του διευθυντή της φυλακής, όπως τη χαρακτηρίζουν, δεν ελήφθη για λόγους δημοσίου συμφέροντος που έχουν σχέση με την τάξη και ασφάλεια του καταστήματος κράτησης, ενώ ταυτόχρονα παραβιάζει συνταγματικές αρχές, όπως είναι της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αναλογικότητας, του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως, κ.λπ.