Την ακύρωση, ως αντισυνταγματικής και παράνομης, της απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την οποία, της επιβλήθηκε πρόστιμο 50.000 ευρώ για τις κάμερες που ήταν τοποθετημένες εντός και εκτός των κτιριακών της εγκαταστάσεων, ζητά από το ΣτΕ η δικηγορική εταιρεία «Σιούφας και Συνεργάτες», η οποία λειτουργεί ως εισπρακτική εταιρεία και ανήκει στα παιδιά του πρώην προέδρου της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα.
Η εταιρεία προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η Αρχή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και παράλληλα παραβίασε τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς το πρόστιμο που της επιβλήθηκε (σ.σ. το μεγαλύτερο που έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα για τέτοιο λόγο) είναι δυσανάλογα μεγάλο με τις παραβάσεις που τις αποδίδονται.
Υπενθυμίζεται, ότι η Αρχή επέβαλε το συγκεκριμένο πρόστιμο καθώς σύμφωνα με το πόρισµα που συνέταξε, μετά από έλεγχο τον οποίο διενήργησε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας των αδελφών Σιούφα, διαπίστωσε ότι:
• Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου ή στο ταμείο, αλλά καλύπτει χώρους εργασίας όπου κινούνται σχεδόν αποκλειστικά εργαζόμενοι.
• Λαμβάνει εικόνα από τη δημόσια οδό, τα πεζοδρόμια, από απέναντι κτίρια και από την απέναντι κάθετη οδό και από εξωτερικά της κεντρικής εισόδου των εγκαταστάσεων της εταιρείας, χωρίς η λήψη να περιορίζεται σε χώρο κοντά στην είσοδο.
• Η εταιρεία έχει αναρτήσει μεν ενημερωτικές πινακίδες για την ύπαρξη των καμερών, αλλά μόνο στο εσωτερικό του χώρου.
• Η εταιρεία καθυστέρησε να γνωστοποιήσει τη λειτουργία του συστήματος βιντεοεπιτήρησης στην Αρχή.
Ο αντίλογος της εταιρείας
Για τις κάμερες στους χώρους εργασίας, η εταιρεία των αδελφών Σιούφα, μεταξύ των άλλων, υποστηρίζει στην αίτηση της προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι υπάρχει η έγγραφη συγκατάθεση των εργαζομένων για τη βιντεοεπιτήρηση, αλλά και εάν αυτή δεν υπήρχε, αυτή συνάγεται κατά τρόπο αναμφίλεκτο σιωπηρώς, κάτι που αίρει κατά νόμο κάθε παράβαση.
Ακόμα υποστηρίζει, ότι οι κάμερες δεν είναι στραμμένες στα πρόσωπα των εργαζομένων, τοποθετήθηκαν για την ασφάλεια και την σωματική ακεραιότητα τους, αλλά και για την προστασία των υψηλής αξίας επαγγελματικής χρήσης περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.
Η απόφαση της Αρχής – αντιτείνει η εταιρεία – δεν αναφέρει ποια είναι η συγκεκριμένη προσβολή των εργαζομένων που επέρχεται από τη βιντεοεπιτήρηση καθώς και ότι τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στο σύστημα βιντεοσκόπησης, δεν έχουν αρμοδιότητα ελέγχου και αξιολόγησης της συμπεριφοράς και απόδοσης των εργαζομένων.
Ως προς τις κάμερες που έχει τοποθετήσει η εταιρεία σε γειτονικά κτίρια, υποστηρίζει ότι αυτές αποσκοπούν στον έλεγχο και την ασφάλεια των γραφείων της, καθώς έχει δεχθεί δυο επιθέσεις κουκουλοφόρων, υπάρχου απειλές, αλλά και κινήσεις υπόπτων στους παρακείμενους δρόμους, όμως πλέον αυτών στα παρακείμενα κτίρια που έχουν τοποθετηθεί οι κάμερες δεν χρησιμοποιούνται από ανθρώπους ή εργαζόμενους.
Η «προέκταση» της βιντεοσκοπήσεως – καταλήγει η προσφεύγουσα εταιρεία – κρίνεται μέτρο πρόσφορο, συναφές και αναγκαίο για την ανίχνευση, διερεύνηση και πρόσληψη ποινικών αδικημάτων.