Οι τριµηνιαίες Εκθέσεις Ενισχυµένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (συνεπικουρούµενες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο) αξιολογούν την πορεία της ελληνικής οικονοµίας στο πλαίσιο της µεταµνηµονιακής επιτήρησης (από τον Αύγουστο του 2018).
Η 14η έκθεση (Μάιος του 2022) αποτιµά την πορεία των µεταρρυθµίσεων στους τοµείς: (i) της δηµοσιονοµικής πολιτικής, (ii) της κοινωνικής πρόνοιας, (iii) της χρηµατοπιστωτικής σταθερότητας, (iv) των αγορών εργασίας και προϊόντων, (v) των ιδιωτικοποιήσεων, και (vi) της δηµόσιας διοίκησης.
Οπως και οι προηγούµενες εκθέσεις έτσι και αυτή αποτιµά στην ουσία την πορεία της ελληνικής οικονοµίας στο πλαίσιο ακραίων ή λιγότερο ακραίων φιλελεύθερων µεταρρυθµίσεων. Για παράδειγµα, η έκθεση αξιολογεί την κλιµάκωση των ιδιωτικοποιήσεων, την αποµείωση των µη εξυπηρετούµενων δανείων των τραπεζών µε την πώλησή τους σε funds, τη λειτουργία του target model στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, την εφαρµοσµένη φορολογική πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκθέσεις εποπτείας δεν συνιστούν ουδέτερες αξιολογήσεις της πορείας µιας οικονοµίας αλλά αποτιµήσεις πάνω σε προκαθορισµένες (και συχνά µεταβαλλόµενες λόγω των συνθηκών) στοχεύσεις στο πλαίσιο συγκεκριµένων προτεραιοτήτων και προαπαιτούµενων.
Οµολογουµένως, βάσει των στοχεύσεων, η έκθεση αποτιµά θετικά την πορεία των µεταρρυθµίσεων, την απελευθέρωση των αγορών εργασίας και αγαθών και των ιδιωτικοποιήσεων. Καταρρίπτει συνεπώς ένα διαχρονικό µύθο για τη µη θεσµοθέτηση στην ελληνική οικονοµία των «κατάλληλων» διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων στην κατεύθυνση του ανοίγµατος των αγορών και εν γένει της απορρύθµισης.
Αναφορικά µε το δηµοσιονοµικό πλαίσιο, που καθορίζει σε µεγάλο βαθµό την αναπτυξιακή προοπτική µιας οικονοµίας, η έκθεση θέτει σηµαντικά νέα στοιχεία τα οποία δεν αναδεικνύονται επαρκώς, τουλάχιστον στη δηµοσιογραφική επισκόπηση των ηµερών.
Πρώτον, δεδοµένου του υψηλού επιπέδου χρέους, η ανάλυση βιωσιµότητάς του παρουσιάζει υψηλούς κινδύνους µεσοπρόθεσµα και απαιτεί δηµοσιονοµική πειθαρχία. Ανεξάρτητα από τα διαφορετικά σενάρια επιδιωκόµενων πλεονασµάτων που αποτυπώνονται στην έκθεση, οι αξιώσεις της ελληνικής οικονοµίας για πλεονάσµατα από το 2024 έως το 2060 αναθεωρούνται ανοδικά. Στο βασικό σενάριο εκτιµάται έλλειµµα 1,9% για το 2022, ωστόσο το πρωτογενές πλεόνασµα παραµένει στο 1,3% του ΑΕΠ το 2023. Το 2024 η απαίτηση πλεονάσµατος αυξάνεται σε σχέση µε την προηγουµένη µεθοδολογία από 2,2% σε 2,7%. Το 2025 η αξίωση προσδιορίζεται στο 3,4% σε σχέση µε 2,2% προηγουµένως. Ο µέσος όρος των ετήσιων πρωτογενών πλεονασµάτων των ετών 2023-2060 αυξάνεται κατά 0,4%, από 2,2% σε 2,6%, γεγονός το οποίο περιορίζει ακόµη περισσότερο τον βαθµό δηµοσιονοµικής ελευθερίας. Οπως επισηµαίνεται στην έκθεση, «η επίτευξη και η διατήρηση ενός µέσου πρωτογενούς ισοζυγίου 2,6% για σχεδόν 40 χρόνια είναι εξαιρετικά φιλόδοξη και θα απαιτούσε δηµοσιονοµική πειθαρχία».
∆εύτερον, αν και η γενική ρήτρα διαφυγής από το σύµφωνο σταθερότητας παραµένει ενεργή για το 2022 και η συνέχιση της γενικής ρήτρας διαφυγής για το 2023 φαίνεται πιθανή, η ελληνική κυβέρνηση δεσµεύτηκε στο πρόγραµµα σταθερότητας του Απριλίου του 2022 για πρωτογενές πλεόνασµα τουλάχιστον 1,1% το 2023. Πάνω σε αυτό, στην έκθεση αναφέρεται ότι το ελληνικό «Σχέδιο Προϋπολογισµού του 2023 θα αξιολογηθεί για τη συµµόρφωση µε το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης», αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόµενο για ακόµη σκληρότερη προσαρµογή.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι βάσει των διαµορφωµένων συνθηκών η περιοριστική δηµοσιονοµική πολιτική βρίσκεται προ των πυλών. Τα δίδυµα ελλείµµατα, η επιβάρυνση του εµπορικού ισοζυγίου, η υψηλή εισαγωγική ενεργειακή εξάρτηση, η αύξηση του κόστους δανεισµού και η εκτόξευσή τόσο του δηµόσιου όσο του ιδιωτικού χρέους σε συνδυασµό µε την επερχόµενη δηµοσιονοµική σύσφιξη συγκροτούν µια εξίσωση µε δύσκολη λύση για την ελληνική οικονοµική προοπτική.