Προς… εξαφάνιση οι αναισθησιολόγοι από το ΕΣΥ

Οι συνθήκες εργασίας σε συνάρτηση με τις αμοιβές αποτελούν αντικίνητρα που τους ωθούν στις ιδιωτικές κλινικές.

Ειδικότητα προς εξαφάνιση από το Εθνικό Σύστημα Υγείας χαρακτηρίζουν νοσοκομειακοί γιατροί αυτήν του αναισθησιολόγου, καθώς τόσο το ύψος της αμοιβής όσο και οι εξαντλητικές ανάγκες που καλείται να καλύψει, λόγω των τραγικών ελλείψεων, αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα ώστε να μη θέλει ένας γιατρός αυτής της ειδικότητας να εργαστεί για το ΕΣΥ. Αντιθέτως, όλο και περισσότεροι αναισθησιολόγοι προτιμούν να πάνε στον ιδιωτικό τομέα με αμοιβές που «δεν έχουν ταβάνι» –όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι γιατροί–, ενώ πολλοί φεύγουν και για το εξωτερικό προκειμένου να βρουν καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας.

Την ίδια ώρα λόγω του γερασμένου προσωπικού αυξάνονται οι αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης αλλά και οι παραιτήσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ακόμη περισσότερα κενά που κατ’ επέκταση προκαλούν ακυρώσεις χειρουργείων, ακόμη και μεταμοσχεύσεων, όπως συνέβη πρόσφατα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Γιατροί που έχουν βιώσει τις τραγικές συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εξηγούν στο Documento ότι τα κίνητρα που δίνει η κυβέρνηση ώστε να φέρει στο δημόσιο σύστημα υγείας αναισθησιολόγους σε σύγκριση με τα αντικίνητρα είναι ο μόνιμος λόγος ώστε να μην υπάρχει ενδιαφέρον από τους αναισθησιολόγους να υπηρετήσουν το εγκαταλειμμένο δημόσιο σύστημα υγείας.

Γιατί αρνούνται να ενταχθούν στο ΕΣΥ

Η σοκαριστική είδηση της ακύρωσης μεταμόσχευσης στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης αλλά και η ακύρωση χειρουργείων στο ίδιο νοσοκομείο λόγω της έλλειψης αναισθησιολόγων ήταν γροθιά στο στομάχι, με τις κενές θέσεις να μην έχουν ακόμη καλυφθεί.

«Το παράδειγμά του Ιπποκράτειου είναι χαρακτηριστικό. Για 27 οργανικές θέσεις που υπάρχουν στον οργανισμό αυτήν τη στιγμή υπηρετούν οκτώ γιατροί και η προκήρυξη αφορούσε τέσσερις θέσεις. Άρα ο συνάδελφος που θα έκανε τα χαρτιά του γνώριζε απευθείας ότι θα είναι λιγότεροι από τους μισούς ακόμη κι αν ο ίδιος ξεκινούσε να δουλεύει εκεί. Γνώριζε επίσης ότι θα έχει τουλάχιστον το διπλάσιο βάρος από αυτό που θα έπρεπε να έχει αν είχαν καλυφθεί όλες οι θέσεις και επίσης ότι θα κάνει 15 εφημερίες, που τις μισές από αυτές ή δεν θα τις πληρωθεί καθόλου ή θα τις πληρωθεί ύστερα από έξι επτά μήνες γιατί είμαστε πίσω ένα εξάμηνο στην καταβολή των πρόσθετων εφημεριών. Οπότε είναι πολύ λογικό και ανθρώπινο πως αν ξέρει ότι θα είναι 15 μέρες μέσα στο νοσοκομείο, δεν θα κάνει τα χαρτιά του» εξηγεί στο Documento ο πρόεδρος της ΕΝΙΘ Χρήστος Καραχρήστος αναφερόμενος στις άγονες προκηρύξεις για αναισθησιολόγους.

Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο της Πάτρας, που η προκήρυξη για την κάλυψη των κενών θέσεων αναισθησιολόγων βγήκε άγονη. «Ουσιαστικά απαξιώθηκε ένα ολόκληρο νοσοκομείο, προκηρύχθηκαν μόνο δύο θέσεις από τέσσερις που είναι οι οργανικές και αυτό σημαίνει ότι αν αποφάσιζαν να βάλουν οι συνάδελφοι για δύο θέσεις αναισθησιολόγων, θα έκαναν από 15 εφημερίες τουλάχιστον ο καθένας, χωρίς να έχουν δικαίωμα να αρρωστήσουν. Αρα γι’ αυτό βγήκε και άγονη η προκήρυξη» περιγράφει ο Στέλιος Τσόχατζης, γραμματέας της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αχαΐας (ΕΙΝΑ).

Οι ελλείψεις φέρνουν μετακινήσεις

Πέρα από την υπερεφημέρευση, ακόμη ένα αγκάθι που αποτελεί αντικίνητρο ώστε να επιλέξει ένας αναισθησιολόγος είτε να μπει στο ΕΣΥ είτε να παραμείνει σε αυτό είναι οι μετακινήσεις. Πλέον για πολλούς αποτελεί καθημερινότητα να μετακινούνται από πόλη σε πόλη για να καλύψουν τα τεράστια κενά. Με λίγα λόγια, ένας αναισθησιολόγος (όπως και πολλές άλλες ειδικότητες) γνωρίζει ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να βρεθεί σε μια άλλη πόλη ή στη νησιωτική Ελλάδα τους καλοκαιρινούς μήνες για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. «Αναισθησιολόγος στη Χίο κάνει 13 εφημερίες τον μήνα. Αυτό σημαίνει σχεδόν μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο. Είναι αυτό περιβάλλον θελκτικό για ένα συνάδελφο;» αναρωτιέται το μέλος της εκτελεστικής γραμματείας της ΟΕΝΓΕ Γιάννης Γαλανόπουλος. «Για να έρθει κάποιος πίσω είτε από το εξωτερικό είτε από τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να του εξασφαλίσεις τις στοιχειώδεις αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες. Να του εξασφαλίζεται κάποιος καλός μισθός, να μπορεί να προγραμματίσει τη ζωή του, να ξέρει ότι θα κάνει για παράδειγμα τρεις ή τέσσερις εφημερίες και όχι 15. Να μη βγαίνει κάθε μέρα ένα φύλλο πορείας και να τον στέλνει σε άλλο μέρος της Ελλάδας να πάει να κάνει εφημερία. Να ξέρει ότι το καλοκαίρι δεν θα τον κάνει μετακίνηση στα νησιά. Αυτό συμβαίνει καθημερινά και τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί» καταλήγει ο Γ. Γαλανόπουλος.

Οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα

Οι συνθήκες εργασίας και οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα είναι οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους γιατροί με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας αποχωρούν από το δημόσιο σύστημα υγείας, παίρνοντας μαζί τις γνώσεις και την πείρα τους για να ενταχθούν στο δυναμικό κάποιας ιδιωτικής κλινικής. «Για παράδειγμα υπήρχε πολύ έμπειρος συνάδελφος που κρατούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια και επί Covid όλο το νοσοκομείο, παραιτήθηκε και πήγε στην Κύπρο με τριπλάσιο μισθό. Επίσης ο πρώην διευθυντής του Νοσοκομείου “Αγιος Ανδρέας” παραιτήθηκε και πήγε στον ιδιωτικό τομέα με τουλάχιστον διπλάσιο μισθό. Εμπειροι συνάδελφοι, καταξιωμένοι, που θα μπορούσαν να προσφέρουν πάρα πολλά, λόγω αυτών των συνθηκών αναγκάστηκαν να παραιτηθούν και να πάνε στον ιδιωτικό τομέα ή στο εξωτερικό» περιγράφει ο Στ. Τσόχατζης. O ίδιος εξηγεί ότι «υπάρχει μια αυξητική τάση –τουλάχιστον στην περιοχή της Αχαΐας– σε ειδικευόμενους στο τμήμα της αναισθησιολογίας. Το πανεπιστημιακό νοσοκομείο, εκεί που δεν υπήρχε ούτε ένας ειδικευόμενος, πλέον είναι γεμάτο. Αυτό σημαίνει ότι θα βγουν ύστερα από τέσσερα, πέντε, έξι χρόνια». Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο αυτά τα νέα παιδιά θα επιλέξουν να παραμείνουν στο ΕΣΥ. «Ένας νέος αναισθησιολόγος που έχει πρωτοδιοριστεί στο ΕΣΥ παίρνει όσο παίρνουν και όλοι οι υπόλοιποι γιατροί, περίπου 1.200 ευρώ τον μήνα. Δεν υπάρχουν στάνταρ μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, αλλά θα πάρει τουλάχιστον τα διπλάσια, με άλλες συνθήκες εργασίας και χωρίς να έχει τον βούρδουλα του “εντέλλεσθε”». Στις οικονομικές αποδοχές που μπορεί να φτάσει κάποιος γιατρός στον ιδιωτικό τομέα αναφέρεται και ο Γ. Γαλανόπουλος: «Η αναισθησιολογία είναι δύσκολη ειδικότητα, εννοώ έχει ελλείψεις. Αντίστοιχες ελλείψεις υπάρχουν και στον ιδιωτικό τομέα, άρα κάποιος μπορεί στον ιδιωτικό τομέα, να κάνει και δέκα δουλειές και να βγάζει πολλαπλάσια χρήματα».

«Ο λόγος που δεν επιλέγουν οι αναισθησιολόγοι τα δημόσια νοσοκομεία είναι οι εξευτελιστικές αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας. Δεν θα πας σε ένα τμήμα βαθιά υποστελεχωμένο, επειδή αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να πάρεις ούτε άδεια ούτε ρεπό» εξηγεί η αναισθησιολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου Πολύμνια Γαλανού και συνεχίζει λέγοντας ότι «ένας γιατρός με τον βαθμό του διευθυντή παίρνει περίπου 2.800 ευρώ, ενώ ένας ιδιώτης μπορεί να ξεπεράσει τις 10.000 τον μήνα χωρίς τις ίδιες συνθήκες εργασίας και χωρίς να διαχειρίζεται ίδιας βαρύτητας περιστατικά».

Η ίδια περιγράφει περιπτώσεις συναδέλφων της που εργάζονται στο εξωτερικό. «Στο Βέλγιο συνάδελφός μου παίρνει χωρίς εφημερίες 8.000 τον μήνα. Πριν από λίγα χρόνια είχε έρθει άλλη συνάδελφος στην Ελλάδα από το Λονδίνο για να δουλέψει. Αντεξε έξι μήνες και παραιτήθηκε λέγοντας ότι αν νομίζουν ότι θα φέρουν γιατρούς από το εξωτερικό με αυτές τις συνθήκες, κάνουν λάθος».

Από την άνοδο στην εγκατάλειψη

Η καθοδική πορεία του νοσοκομείου της Ρόδου την τελευταία εικοσαετία αποτελεί μια από τις δεκάδες περιπτώσεις δημόσιων νοσοκομείων που στο παρελθόν λειτουργούσαν με τις οργανικές τους θέσεις καλυμμένες ενώ σήμερα ψυχορραγούν.

«Όταν ξεκίνησα πριν από 19 χρόνια ήταν εννέα αναισθησιολόγοι με δέκα οργανικές θέσεις. Στα χρόνια τα οποία μεσολάβησαν κάποιοι συνταξιοδοτήθηκαν, κάποιοι έφυγαν και πήγαν Αθήνα και άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό και στον ιδιωτικό τομέα» περιγράφει η Πολ. Γαλανού και τονίζει: «Πλέον στο νοσοκομείο της Ρόδου υπάρχουν τρεις οργανικές θέσεις καλυμμένες, αλλά οι δύο αναισθησιολόγοι βρίσκονται σε άδεια ανατροφής τέκνων».

Η ίδια ξεκαθαρίζει ότι «στην ιδιωτική κλινική δεν αντιμετωπίζεις πρόβλημα έλλειψης αναισθησιολόγων» και συνεχίζει: «Το νοσοκομείο της Ρόδου έχει δυναμική περίπου 380 κλινών αλλά πέρα από τα χειρουργεία, που είναι εξαιρετικά πολλά, οι ανάγκες που καλούνται να καλύψουν οι αναισθησιολόγοι αφορούν όλο το νοσοκομείο .Ταυτόχρονα η Ρόδος δέχεται και διακομιδές από τα διπλανά νησιά, ενώ παράλληλα ο όγκος δουλειάς τους καλοκαιρινούς μήνες εκτοξεύεται».

Από την τακτική των μετακινήσεων δεν έχει εξαιρεθεί ούτε η Ρόδος. «Ενώ πέρυσι είχαν μετακινηθεί από την Αττική δύο συνάδελφοι, φέτος δεν έχει μετακινηθεί κανείς. Αντιθέτως, έχει μετακινηθεί δύο φορές από την Κω ένας συνάδελφος και άλλες δύο φορές ένας άλλος από την Κάλυμνο» τονίζει και διευκρινίζει ότι ακόμη και αυτές οι μετακινήσεις έχουν διάρκεια μιας εβδομάδας: «Η μετακίνηση είναι μιας εβδομάδας, δεν έρχεται για ένα δίμηνο. Αυτό σημαίνει ότι τώρα που λείπω εγώ με άδεια εξυπηρετούνται μόνο τα επείγοντα περιστατικά».

Την ώρα λοιπόν που οι ανάγκες καλύπτονται με μπαλώματα οι απαιτήσεις αυξάνονται κατακόρυφα: «Μέχρι τον Ιούνιο είχαν γίνει 2.000 χειρουργεία. Αναγκαζόμαστε πολλές φορές να ανοίγουμε δύο χειρουργικές αίθουσες και αν έχουμε ένα τροχαίο, μπορεί να ανοίξει και τρίτη αίθουσα. Εκεί γίνεται πανικός και βέβαια δεν μιλάμε για τον αριθμό εφημεριών μου, που φτάνουν γύρω στις 15 κατά μέσο όρο τον μήνα».

Η ίδια ξεκαθαρίζει ότι δεν τηρούνται οι όροι ασφαλείας. «Τα όρια ασφαλείας που ορίζουν ότι πρέπει να υπάρχει ένας αναισθησιολόγος σε κάθε χειρουργικό κρεβάτι και ένας έξω για να καλύπτει τις υπόλοιπες ανάγκες του νοσοκομείου έχουν καταπατηθεί βιαίως στο νοσοκομείο μας. Ένας ίσον κανένας» καταλήγει.