Αν είσαι αστυνομικός και εκτελέσεις με σφαίρα στο κεφάλι έναν ανήλικο Ρομά, η ελληνική Δικαιοσύνη σε αφήνει ελεύθερο επιβάλλοντάς σου μόνο τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Αν πάλι είσαι αναρχικός και κατηγορείσαι για επεισόδια με αστυνομικούς των ΜΑΤ και για την επίθεση στο Ιδρυμα Κων. Μητσοτάκη, χωρίς μάλιστα η δικογραφία να εμπεριέχει επαρκή στοιχεία που να δείχνουν την ενοχή σου, αφήνεσαι μεν ελεύθερος –δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς– και σου επιβάλλονται έως και εννιά (!) περιοριστικοί όροι.
Αυτό ακριβώς έχει συμβεί στους τέσσερις κατηγορούμενους για την υπόθεση «Σύντροφοι/Συντρόφισσες», η οποία αποτελεί ζωντανό παράδειγμα ότι όχι μόνο η Δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, αλλά είναι και εκδικητική.
Σημειώνεται ότι μέχρι και σήμερα δεν έχει προκύψει κανένα απτό στοιχείο ενοχής των τεσσάρων. Αυτό καταδεικνύεται από την πλήρως και για όλους απαλλακτική εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο ωστόσο δεν την υιοθέτησε και τους παρέπεμψε να δικαστούν στις 6 Φεβρουαρίου (σ.σ. η δίκη αναβλήθηκε λόγω κακοκαιρίας) για τρεις από τις 57 επιθέσεις του κατηγορητηρίου. Η δικογραφία αναφέρεται σε μια φερόμενη τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία «Σύντροφοι και Συντρόφισσες», προσφώνηση τόσο κοινότοπη που αν αναγνωριστεί ως τέτοια, το μέλλον για όποιον χρησιμοποιεί τη φράση προβλέπεται δυσοίωνο.
Εκδικητικότητα
Στους τέσσερις κατηγορούμενους επιβλήθηκαν εξοντωτικοί περιοριστικοί όροι οι οποίοι τους κρατούν σε ομηρία εδώ και περίπου τρία χρόνια. Ο ένας από τους τέσσερις είναι αντιμέτωπος με τον εξωφρενικό αριθμό των εννέα περιοριστικών όρων, μεταξύ των οποίων να μην οδηγεί, να μην ανεβαίνει σε μοτοσικλέτα και να μην εισέρχεται στην Αττική, αφού του έχει επιβληθεί υποχρεωτική μετεγκατάσταση από την Αθήνα στον χώρο καταγωγής του.
Η εκδικητικότητα αυτή φαίνεται και από τις συνεχείς απορρίψεις των αιτήσεων άρσης περιοριστικών όρων, με απαντήσεις που αναφέρονται στην… προσωπικότητα των κατηγορουμένων.
Και στους τέσσερις έχουν επιβληθεί οι περιοριστικοί όροι: α) της υποχρεωτικής εμφάνισης στο ΑΤ της περιοχής τους, β) της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, γ) της απαγόρευσης εισόδου και διαμονής στην περιοχή των Εξαρχείων, δ) της απαγόρευσης συμμετοχής σε οποιαδήποτε πορεία διαμαρτυρίας ή συγκέντρωση και ε) της απαγόρευσης επικοινωνίας μεταξύ τους.
Πέντε σκληροί περιοριστικοί όροι, οι οποίοι έχουν αποτέλεσμα καταρχάς την κοινωνική τους απομόνωση, την αποχή τους από τα κοινά αλλά και τον εξαντλητικό περιορισμό στις κινήσεις τους ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας, γεγονός που αναπόφευκτα επηρεάζει την καθημερινότητά τους. Η δε απαγόρευση επικοινωνίας μεταξύ τους –αν πάρουμε και ως δεδομένο ότι και οι τέσσερις διατηρούσαν χρόνια φιλικές σχέσεις– συμβάλλει αρνητικά στην ψυχολογία τους εδώ και τρία χρόνια.
Η αυστηρότητα των δικαστικών αρχών όμως δεν σταματάει εδώ, όσο παράλογο και αν φαίνεται. Στον ένα εκ των τεσσάρων, τον Γ.Ι., το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών επέβαλε επιπλέον τέσσερις περιοριστικούς όρους αναγκάζοντάς τον –χωρίς κανέναν προφανή λόγο– να εγκαταλείψει το σπίτι, τη ζωή του και τη δουλειά του στην Αθήνα και να επιστρέψει στο πατρικό του στην επαρχία. Την ίδια ώρα απαγορεύεται να κινηθεί εκτός των ορίων της επαρχιακής πόλης που βρίσκεται το πατρικό του για οποιονδήποτε λόγο εκτός από τις φορές που απαιτείται για δικαστικούς λόγους ή για σοβαρούς λόγους υγείας, μόνο όμως με τη συνοδεία κάποιου τρίτου και αφού πρώτα ενημερωθεί η κρατική ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει και για την είσοδό του στο λεκανοπέδιο Αττικής, που επίσης απαγορεύεται. Τέλος, του απαγορεύτηκε ακόμη και να οδηγεί τη μοτοσικλέτα του ή να ανέβει σε οποιοδήποτε δίκυκλο, χωρίς ωστόσο η χρήση της μηχανής να εμπλέκεται σε καμία έκνομη ενέργεια στο παραπεμπτικό βούλευμα.
«Διαλύουν ό,τι είσαι»
«Η μηχανή μου δεν αναφέρεται πουθενά στη δικογραφία. Είναι απλώς μια ευθεία στοχοποίηση, ένας ακόμη περιορισμός των κινήσεων εκεί που είσαι ήδη περιορισμένος. Δεν υπήρξε καμία αιτιολογία γιατί επιβλήθηκαν η μετεγκατάστασή μου και η διαμονή μου στο πατρικό μου σπίτι εκτός Αθηνών. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει μια επιχείρηση συνολικού εκτοπισμού μου από την Αθήνα» λέει ο Γ.Ι μιλώντας στο Documento και τονίζει ότι λόγω των όρων δεν είναι σε θέση καν να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο καθώς αυτό βρίσκεται στην Αθήνα: «Είμαι φοιτητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Στις αιτήσεις που έχω κάνει για την άρση περιοριστικών όρων –έχουν απορριφθεί– και ζητάω να ολοκληρώσω τις σπουδές μου οι απαντήσεις που παίρνω είναι είτε πως… δεν χρειάζεται να σπουδάσω είτε πως μπορώ να βρω κάποια άλλη σχολή στην πόλη όπου μένω τώρα».
Ο ίδιος κάνει λόγο για την επιβολή μιας «προποινής». «Διαλύουν κομμάτι κομμάτι τη ζωή σου. Διαλύουν ό,τι ήσουν πριν. Ησουν φοιτητής; Το διαλύουν. Δούλευες εκεί; Το διαλύουν. Το κοινωνικό σου περιβάλλον; Το διαλύουν. Ενα ένα τα πιάνουν και τα διαλύουν. Τα κάνουν κομματάκια. Στο τέλος δημιουργούν μια κατάσταση που είσαι ανάμεσα στη φυλακή και την ελευθερία. Γιατί ουσιαστικά είσαι εκτός φυλακής αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτε από όσα θα μπορούσες να κάνεις ως ελεύθερος» λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι όλο αυτό «αντιμετωπίζεται λίγο σαν ψυχιατρικοποίηση της ιδεολογίας. Δηλαδή, αυτοί οι εννέα περιοριστικοί όροι είναι σαν να σου λένε “έχεις κάποιο πρόβλημα, κάποια νόσο και εμείς θα τη γιατρέψουμε. Σου βάζουμε λοιπόν τους όρους με τους οποίους θα αποκλειστείς από παντού και έτσι θα καταφέρουμε να διαλύσουμε την όποια προσωπικότητα έχεις και να φτιάξουμε κάποια άλλη που θα σε αναγκάσουμε να τη φτιάξεις σε συγκεκριμένο περιβάλλον γιατί δεν μπορείς να φύγεις από αυτό”».
«Το κράτος δημιουργεί το περιθώριο»
Στη συνέχεια ο Γ.Ι. αναφέρεται στο περιθώριο το οποίο δημιουργείται από τις ίδιες τις αρχές. «Από την αρχή, μέσω των περιοριστικών όρων που μας επιβάλλονται δημιουργείται ένα περιθώριο μέσα στην ίδια τη ζωή μας, μία κατάσταση εξαίρεσης. Διαδίδουν πως αυτοί που έπιασαν είναι αναρχικοί, άρα κάποιοι ήδη καταδικασμένοι. Στην πορεία όμως, φαίνεται ότι έχουν συλλάβει τέσσερα άτομα εξαιτίας της ιδεολογίας τους και της επιλογής τους να αγωνίζονται ως αναρχικοί. Στη συνέχεια λοιπόν, οι ίδιοι, επιβάλλοντας εξοντωτικούς περιοριστικούς όρους δημιουργούν το ίδιο περιθώριο της εξαίρεσης από την κοινωνική ζωή που υποστηρίζουν ότι πολεμάνε. Ουσιαστικά ο κρατικός μηχανισμός εγγυάται τα “δικαιώματα” και τις “ελευθερίες” μόνο σε όσους και όσες στην αδικία και την εκμετάλλευση. Για όλους όσους και όσες βρίσκουν τον εαυτό τους στους αγώνες ενάντια στην καταπίεση, το κράτος δημιουργεί περιθώρια εξαίρεσης, καθεστώς ομηρίας, εγκλεισμό. Αυτό είναι το πραγματικό του πρόσωπο. Προφανώς, ακόμα και εκτός φυλακής, όταν δεν μπορείς να δεις τους φίλους και συντρόφους σου, να συμμετέχεις στους αγώνες, να σπουδάσεις, να εργαστείς, και να κάνεις οτιδήποτε, θα βρίσκεσαι εγκλωβισμένος στο περιθώριο της ίδιας σου της ζωής. Αλλά το κράτος είναι αυτό που δημιουργεί το συγκεκριμένο περιθώριο, την εξαίρεση, την ομηρία», λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει πως με το πάγωμα των τραπεζικών τους λογαριασμών δεν μπορούν ούτε να δουλέψουν ούτε να λάβουν επιδόματα που δικαιούνται με βάση την εργασία τους και την οικονομική τους κατάσταση.
Άννυ Παπαρούσου, συνήγορος υπεράσπισης Γ.Ι. «Η μεταχείριση αυτή αποτελεί ειδική πολιτική δίωξη»
Η επιμονή τήρησης ενός ειδικού καθεστώτος περιορισμών που έχει τεθεί ειδικά για τον εντολέα μου, προσιδιάζει ως προς τη φύση του και την έκταση των περιορισμών σε ατομικό διοικητικό μέτρο που είναι απαγορευμένο κατά το Σύνταγμα (ά. 54 παρ. 4).
Το πλέγμα των περιοριστικών όρων που του έχουν τεθεί, δεν τελεί σε παραδεκτή σχέση αναλογίας με τα σαθρά αποδεικτικά μέσα της δικογραφία. Η ιδιαίτερη ποινική μεταχείρισή του, δε βρίσκει έρεισμα στο νόμο, αλλά ούτε και στη νομολογιακή πρακτική και δημιουργεί ένα ειδικό καθεστώς που πλήττει ευθέως το τεκμήριο αθωότητάς του, εν όψει και της επερχόμενης δίκης του στις 06/02/2023.
Η συρροή περιορισμών που δεν έχουν λογικό χαρακτήρα (απαγόρευση οδήγησης δικύκλου, μετάβαση στα δικηγορικά γραφεία των συνηγόρων του συνοδεία τρίτων και μετά από προηγούμενη ειδοποίηση της Κρατικής Ασφάλειας), σε συνδυασμό με την απαγόρευση μετακίνησής του στην Αθήνα για τις σπουδές του και για τα μαθήματα στα οποία είναι επιβεβλημένη η φυσική παρουσία, δημιουργούν ένα παράδοξο καθεστώς ομηρίας το οποίο δεν είναι ανάλογο με τα αποδεικτικά δεδομένα αλλά ούτε και αντίστοιχο με την τρέχουσα δικαστική μεταχείριση των κατηγορουμένων.
Αυτό το καθεστώς εξαίρεσης που του έχει επιβληθεί είναι αντισυνταγματικό, διότι όχι μόνο περιορίζει υπέρμετρα την προσωπικότητά του (ά. 5Σ), αλλά του αποστερεί και το δικαίωμά του στη μόρφωση (ά. 16Σ) καθώς και το δικαίωμά του για εργασία (ά. 22Σ). Εξάλλου, η αναλογικότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 25 Συντάγματος, οφείλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα σταθμίσεως ατομικού και δημοσίου συμφέροντος, το μεν ατομικό με βάση την ένταση της προσβολής του δικαιώματος που πλήττεται (είδος, έκταση, διάρκεια της ποινικής δικονομικής προσβολής), το δε δημόσιο με βάση την αναμενόμενη ποινική κύρωση, τη βαρύτητα του εγκλήματος την αποδοτικότητα του μέτρου και την ένταση των υπονοιών ή ενδείξεων ενοχής.
Με άλλα λόγια, επιλέγεται μόνον εκείνο ή εκείνα τα μέτρα που είναι κατάλληλα για την επίτευξη των άνω σκοπών (αρχή προσφορότητας), αλλά και αναγκαία «απολύτως» κατ` άρ. 283 ΚΠΔ, είτε γιατί είναι τα μοναδικά προς επίτευξη τους, είτε γιατί είναι τα ηπιότερα από τα διατιθέμενα προς τούτο, απαγορευμένης της επιλογής του επαχθέστερου υπέρμετρου (αρχή της αναγκαιότητας) και εν τέλει βρίσκονται σε μια παραδεκτή λογική σχέση αναλογίας με την βαρύτητα της διωκόμενης αξιόποινης πράξης (αρχή της υπό στενή έννοια αναλογικότητας).
Από τη νομική αυτή αποτίμηση, προκύπτει ότι οι ευφάνταστοι αυτοί περιοριστικοί όροι αποτελούν στην πραγματικότητα επιβολή προκαταβολικής ποινής γιατί αποβλέπουν σε σωφρονισμό που μόνο η ποινή μπορεί να επιδιώξει. Η μεταχείριση αυτή αποτελεί ειδική πολιτική δίωξη και είναι πλήρως αναντίστοιχη προς τα πραγματικά δεδομένα της δικογραφίας, γεγονός που αποτιμήθηκε πλήρως από την απαλλακτική εισαγγελική πρόταση.