Αναφορά Μιχάλη Σάλλα στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου κατά των οικονομικών εισαγγελέων που τόλμησαν να παραγγείλουν ποινική δίωξη σε βάρος του για κακουργηματικές πράξεις σχετικές με τα πεπραγμένα του στην Τράπεζα Πειραιώς.
Κατηγορεί τους εισαγγελείς που ζήτησαν τις ποινικές διώξεις αλλά και το Documento που τις αποκάλυψε για παραβίαση… ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του.
Οταν ένας ισχυρός παράγοντας της οικονομικής και πολιτικής ζωής έχει συνηθίσει επί 25 χρόνια να λύνει και να δένει και έχει μάθει να μας κουνάει το δάκτυλο, είναι κατανοητό ότι δεν ανέχεται να του ασκούνται διώξεις σε βαθμό κακουργήματος και πολύ περισσότερο να γίνονται γνωστές μέσω του Τύπου. Είναι κατανοητό αλλά επιεικώς απαράδεκτο, για να μην ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε.
Στην αναφορά «μνημείο αλαζονείας» ο μεγαλοτραπεζίτης όχι μόνο κουνάει απειλητικά το δάχτυλο στους τρεις εισαγγελείς σε βάρος των οποίων επέλεξε να στραφεί ζητώντας την τιμωρία τους, αλλά περιγράφει και τη Δικαιοσύνη και τη δημοσιογραφία που του είναι αρεστές. Αυτές που δεν τον αγγίζουν…
Εφευρίσκοντας μια νέα αποδεικτική διαδικασία (αυτή που οφείλει να τον αθωώνει με συνοπτικές διαδικασίες) και μια δημοσιογραφία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ισχυρών, ο Μιχάλης Σάλλας θεωρεί ότι ο Τύπος οφείλει να λογοκρίνει τις ειδήσεις. Να αγνοεί δηλαδή την είδηση ότι διώκεται ο μεγαλοτραπεζίτης της χώρας και να γράφει μόνο τη δική του θέση… Να αναπαράγει κι ακόμη καλύτερα να υιοθετεί ως απόλυτη αλήθεια τη δήλωσή του για τη αθωότητά του.
Αρκεί μία και μόνο φράση από την αναφορά του σε βάρος των εισαγγελέων Παναγιώτη Αθανασίου (επικεφαλής της Οικονομικής Εισαγγελίας), Γαληνού Μπρη και Ελένης Μιχαλοπούλου για να καταλάβει κανείς πώς αντιλαμβάνεται ο κ. Σάλλας τη Δικαιοσύνη και τη δημοσιογραφία.
«Η σε βάρος μου –τονίζει– και των άλλων στελεχών της Τράπεζας μεθόδευση έγινε άμεσα αντιληπτή από τον εγχώριο Τύπο ώστε καμία εφημερίδα και κανένα άλλο σοβαρό μέσο του διαδικτύου δεν αναπαρήγαγαν ούτε καν την είδηση, ευχερώς αντιλαμβανόμενοι ότι είναι αντίθετο προς την κοινή λογική ένας άνθρωπος που έχει διαχειριστεί ως πρόεδρος τράπεζας εκατοντάδες δισεκατομμύρια, καθώς και τα στελέχη της Τράπεζάς του που όλοι μαζί την γιγάντωσαν να είναι τόσο ευτελείς ώστε να κάνουν “παιχνίδι” με ακίνητα. Αντίθετα όλα τα μέσα φιλοξένησαν και αναπαρήγαγαν τη δική μου δήλωση της 19.04.2017».
Αλογοι λοιπόν και όχι μόνον –κατά τον κ. Σάλλα– οι εισαγγελείς που παρήγγειλαν τη δίωξη, πρωταγωνιστές… μεθόδευσης σε βάρος του, από κοινού με τους δημοσιογράφους που δεν την έκρυψαν… Κι έχει ανακαλύψει και το… κίνητρο, το οποίο είναι «η δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων προς το πρόσωπό του και η διακινδύνευση των νέων επιχειρηματικών κινήσεων που προσφάτως ανακοίνωσε». Μένει ακόμη να ανακαλύψει και τους «σκοτεινούς υποκινητές».
Η αναφορά
Επειδή λοιπόν, κατά τον κ. Σάλλα, οι τραπεζίτες αυτής της χώρας δεν… παρανομούν ποτέ, ούτε βουλιάζουν τα δικαστήρια από υποθέσεις με βασικούς εμπλεκόμενους τραπεζίτες, στελέχη τους και λοιπούς οικονομικούς παράγοντες, ας δούμε γιατί η Δικαιοσύνη «παρέβη το καθήκον της», όπως κατηγορεί στην αναφορά του τους εισαγγελείς, και γιατί οι δημοσιογράφοι «παρανόμησαν», όπως κατηγορεί εμάς.
Ο κ. Σάλλας επικαλείται πορίσματα της Τράπεζας της Ελλάδας, «η οποία ήδη από το 2012, είχε ερευνήσει και είχε αντικρούσει τις υπό διερεύνηση καταγγελίες». Παρ’ όλα αυτά, διαμαρτύρεται, η δικογραφία παρέμενε στους οικονομικούς εισαγγελείς, οι οποίοι (άκουσον άκουσον) ιδίως από το 2014 και μετά εκδήλωναν «διαδικαστικά παραλλάσσουσα συμπεριφορά, ζητώντας κάθε φορά και διαφορετικές αποδείξεις για την ανυπαρξία ζημίας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις βεβαιώσεις των αρμοδίων υπηρεσιών της Τράπεζας Πειραιώς (των δικών του δηλαδή υπαλλήλων) ότι οι ερευνώμενες συναλλαγές απέφεραν και κέρδη στην Τράπεζα».
Οι εισαγγελείς όμως «όχι μόνο ενήργησαν άδικα αλλά υπερέβησαν και τα εύλογα όρια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, με αποτέλεσμα όχι μόνο την άσκηση δύο προδήλως αβάσιμων ποινικών διώξεων αλλά και την διαρροή στον Τύπο ευαίσθητων προσωπικών μου δεδομένων και στοιχείων δικογραφίας».
Κι επειδή προφανώς οι δημοσιογράφοι του φιλικού του περιβάλλοντος είτε δεν τον έχουν ενημερώσει πόσο χρόνο χρειάζεται ένας έμπειρος συντάκτης για να επεξεργαστεί, να διασταυρώσει και να καταγράψει πληροφορίες, είτε κρίνοντας… εξ ιδίων τα αλλότρια τον έχουν παραπλανήσει, συνάγει και το εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η συντάκτρια των δημοσιευμάτων γνώριζε στοιχεία της δικογραφίας ενόσω αυτή βρισκόταν στην υπηρεσία των οικονομικών εισαγγελέων, επειδή όπως υποστηρίζει η επεξεργασία τους απαιτούσε… πολύ χρόνο.
Η πρωτοβουλία του επιθεωρητή
Επί της ουσίας όμως της υπόθεσης σημαντικό είναι και το στοιχείο που ο ίδιος ο κ. Σάλλας εισφέρει με την αναφορά του προκειμένου να καταδείξει την ανυπαρξία ζημίας της Τράπεζας Πειραιώς.
Αν και στη σχετική δήλωσή του για τη δίωξη για τα ακίνητα επικαλούνταν πόρισμα της ΤτΕ, στην αναφορά του επικαλείται ένα υπόμνημα –και όχι πόρισμα της ΤτΕ– που είχε υποβάλει στις 18.06.2015 ο επιθεωρητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Πάσχας, δηλαδή της εποπτεύουσας αρχής, «που επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρχε ζημία της Πειραιώς».
Σύμφωνα όμως με πληροφορίες του Documento το αθωωτικό αυτό υπόμνημα, που δεν είναι πόρισμα, πράγματι κατατέθηκε στη δικογραφία, δεν είχε όμως ποτέ παραγγελθεί από τους εισαγγελείς που διενεργούσαν την έρευνα, αλλά προσκομίστηκε –χωρίς να του έχει ζητηθεί– αυτοβούλως από τον κ. Πάσχα.
Το μέγεθος της υπόθεσης
Στην αναφορά του ο Μιχ. Σάλλας δεν αμφισβητεί την ακρίβεια των πληροφοριών του Documento, που στηρίζονται σε σειρά ενδείξεων με βάση τις οποίες παραγγέλθηκε η ποινική δίωξη, αντιθέτως επισημαίνει το γεγονός ότι και στα δύο σχετικά δημοσιεύματα για τις δύο δικογραφίες που έχουν σχηματιστεί σε βάρος του και βρίσκονται πλέον στο στάδιο της ανάκρισης εκθέτουμε –όπως οφείλαμε– και τους προβληθέντες ισχυρισμούς της τράπεζας αλλά και την αντίκρουσή τους από τους εισαγγελείς.
Τονίζει βέβαια συνεχώς ότι δεν «νομιμοποιούμαστε» να έχουμε στοιχεία της δικογραφίας, ενώ ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο. Οτι δηλαδή ποτέ άλλοτε ο Τύπος δεν έχει δημοσιεύσει αποσπάσματα από πορίσματα, ανακριτικές πράξεις ή βουλεύματα, ακόμη και σε υποθέσεις βαριάς διαφθοράς ή σοβαρού δημόσιου συμφέροντος. Προφανώς ο κ. Σάλλας δεν διαβάζει Τύπο και δεν παρακολουθεί δελτία ειδήσεων, αλλά και δεν γνωρίζει δικαστικές αποφάσεις που νομιμοποιούν ως αναφαίρετο δικαίωμα αλλά και καθήκον τη δημοσίευση από τους δημοσιογράφους στοιχείων από δικογραφίες για υποθέσεις μείζονος δημόσιου συμφέροντος. Δεν άκουσε και δεν διάβασε ποτέ το περιεχόμενο δικογραφιών για υποθέσεις που αφορούν τραπεζίτες, όπως αυτές του Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, του Βίκτωρα Ρέστη, του Ανδρέα Βγενόπουλου, του Ανδρ. Φιλιππίδη και τόσες άλλες.
Και χωρίς βεβαίως να συνδέουμε τις δικογραφίες –στις οποίες αναφερόμαστε ενδεικτικά– ως προς το περιεχόμενό τους αλλά και ως προς την κατάληξή τους, αναρωτιόμαστε τι άλλο άραγε από υποθέσεις μείζονος δημόσιου συμφέροντος μπορούν να χαρακτηριστούν και οι επίμαχες ποινικές διώξεις, όπως τουλάχιστον περιγράφονται στα εισαγγελικά πορίσματα που θα κριθούν περαιτέρω από τους ανακριτές;
Οι χαρακτηρισμοί και το… μάθημα δικονομίας
Στην αναφορά ενώπιον της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από την οποία ζητά να διενεργήσει τα νόμιμα κατά των εισαγγελέων του οικονομικού εγκλήματος, ο κ. Σάλλας που μονοπωλεί το δικαίωμα στην κριτική και στους σχολιασμούς, για τα οποία ελέγχει και μέμφεται τον ανεξάρτητο Τύπο, όχι μόνο δεν φείδεται υποτιμητικών χαρακτηρισμών σε βάρος των «υπόλογων» λειτουργών της Θέμιδας, αλλά τους παραδίδει και μαθήματα δικονομίας.
Επικαλούμενος άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αλλά και νομολογία κάνει ολόκληρη ανάλυση προκειμένου να καταδείξει ότι στην περίπτωσή του δεν τηρήθηκε η αρχή της νομιμότητας, ενώ σε πολλά σημεία επισημαίνει το γεγονός ότι η βασική καταγγέλλουσα και έχει καταδικαστεί για σοβαρές πράξεις σε βάρος της τράπεζας (πρώην διευθύντρια υποκαταστήματος της Πειραιώς) και ανακάλεσε στην πορεία τις καταγγελίες της. Αφορμή όμως για την πολύχρονη έρευνα δεν στάθηκαν μόνο οι καταγγελίες τής εν λόγω μάρτυρα, που δεν είχε αναφερθεί σε όλα τα σκέλη της υπόθεσης (ένα κομμάτι άλλωστε της δικογραφίες αρχειοθετήθηκε), αλλά και ρεπορτάζ σχετικό με την υπόθεση των ακινήτων του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters.
Μιλά για «αστοχία της ουσιαστικής κρίσης» των εισαγγελέων και τους κατηγορεί ότι «δεν μπορούν να διακρίνουν ποιος προέβη σε πράξη ή παράλειψη ή εάν υπήρξε ζημία», καθώς όπως τονίζει «στράφηκαν και εναντίον μου, χωρίς εγώ να έχω εμπλοκή στη μία ή στην άλλη διαδικασία, στοιχείο που με πολλά αποδεικτικά μέσα είχα αποδείξει κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης».
Τους κατηγορεί ακόμη ότι «δεν πείθονται από κανόνες απλώς μαθηματικών», αναφερόμενος στην εκτίμηση που έκαναν σε στοιχεία τα οποία προσκόμισε η Τράπεζα Πειραιώς, καθώς και για «έλλειψη ευθυκρισίας».
Μάλιστα σχετικά με τη δεύτερη ποινική δίωξη για την υπόθεση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων όπου κατηγορείται για ηθική αυτουργία σε απιστία, η οποία αποδίδεται στον τότε διοικητή της ΤτΕ Γιώργο Προβόπουλου, ναι μεν λέει ότι και εκεί δεν υπάρχει τεκμηρίωση, πλην όμως κρατάει και απόσταση από την υπόθεση τονίζοντας ότι «η ποινική δίωξη ούτε καν μνημονεύει ότι εγώ προσωπικά υπό την ιδιότητά μου ως εκτελεστικό μέλος του ΔΣ της Τράπεζας Πειραιώς είχα οποιαδήποτε γνώση ή και συμμετοχή στην απόφαση και εκτέλεση τρεχουσών, καθημερινών συναλλαγών της Τράπεζας για τις αγορές και πωλήσεις προϊόντων των οποίων δεν λαμβάνει καν γνώση το Διοικητικό Συμβούλιο».
Σημειώνει ότι η παρατήρηση αυτή δεν αφορά μόνον τον ίδιο αλλά όλα τα στελέχη ή τους εργαζομένους που κατηγορούνται σχετικά, καθώς αυτό που τον ενόχλησε περισσότερο «είναι η δίωξη απλών εργαζόμενων».
Τέλος, κατακεραυνώνει τους εισαγγελείς γιατί, κατά την εκτίμησή του, σε σχέση με τη δίωξη για ζημία που υπέστη το Κοινό Κεφάλαιο (αποθεματικά ταμείων) από τις συναλλαγές Πειραιώς και ΤτΕ κινήθηκαν με βάση το… συναίσθημα.
«Αντιλαμβάνομαι», ισχυρίζεται, «την ανάγκη των εισαγγελικών λειτουργών να λάβουν υπόψη την αγωνία και την αδικία που ένιωσαν οι καταθέτες από την απώλεια των διαθεσίμων τους λόγω του PSI, δεν μπορεί όμως το συναίσθημα να είναι ο μοναδικός οδηγός της δικαστικής κρίσης και να υπερβαίνει απροκάλυπτα την κοινή λογική». Καθώς «κανένας εισαγγελικός λειτουργός με εμπειρία δεν μπορεί ευπρόσωπα να συνάγει ενδείξεις ενοχής και να παραπέμπει σε δίωξη 14 ανθρώπους με το σκεπτικό ότι η ΤτΕ ήταν σε θέση να γνωρίζει το 2009 ότι τρία χρόνια αργότερα θα ακολουθούσε PSI και θα κουρεύονταν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου καθώς είχε πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες και γνώση για την οικονομική κατάσταση της χώρας».