Προφήτες, γάιδαροι και ποντίκια

Προφήτες, γάιδαροι και ποντίκια

Τον Ιούλιο του 1945 ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσόρτσιλ, αμέσως μετά την ανάδειξή του σε πρωτεργάτη της νίκης κατά των ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχασε τις εκλογές.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η εσωτερική ήττα του ακολούθησε την πλήρη επιβεβαίωσή του με την ήττα και συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας. Τον Νοέμβριο του 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχασε και αυτός τις εκλογές αμέσως μετά την επιτυχία του να μεγαλώσει γεωγραφικά την Ελλάδα. Η αναφορά στις δύο μεγάλες προσωπικότητες του 20ού αιώνα (οι οποίες επανήλθαν πανηγυρικά στην εξουσία υπό άλλες συνθήκες) δεν γίνεται για να συγκριθεί και πολύ περισσότερο για να δικαιολογηθεί η ήττα του Αλέξη Τσίπρα, αλλά για να κατανοηθεί πως η ζωή και η πολιτική δεν αγαπούν ιδιαίτερα τις ευθύγραμμες αναγνώσεις που καταλήγουν σε εύκολα και απλά συμπεράσματα.

Ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια περίοδο που ήταν υποθηκευμένη η πορεία της, κατεστραμμένη η οικονομία της και εξαθλιωμένοι οι άνθρωποί της. Εχασε τη μάχη για τις ευρωεκλογές 2019 έπειτα από τρεις αλλεπάλληλες νικηφόρες αναμετρήσεις, τον Ιανουάριο του 2015, τον Σεπτέμβριο του 2015 και φυσικά στο δημοψήφισμα (Ιούλιος 2015).

Από την επομένη των ευρωεκλογών έχουν περισσέψει οι προφήτες και οι προφητείες μετά Χριστόν που εξηγούν την ήττα και προτάσσουν την πολιτική τους διορατικότητα, την οποία ωστόσο κρατούσαν κρυφή. Φαντάζομαι, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου να ’ναι εκτός από προφήτες θα εμφανιστούν και τα ποντίκια με τη γνωστή ευελιξία και κινητικότητα.

Προφανώς είναι εξηγήσιμη η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς είναι πρωτίστως ευθύνη του Αλέξη Τσίπρα τα συμπεράσματα και η διαχείρισή της και φυσικά η πορεία προς τις εθνικές εκλογές. Θα προσπαθήσω να αποφύγω να γκαρίξω ως γάιδαρος προφήτης μετά Χριστόν αυτή την ώρα και θα περιοριστώ σε δύο επισημάνσεις που αφορούν ένα κόμμα το οποίο από το ελάχιστο τοις εκατό βρέθηκε στην εξουσία και έπρεπε να κυβερνήσει μια χώρα με απώλειες συνθηκών πολέμου.

Αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 2015 που επέφερε τον ιστορικό συμβιβασμό η κυβέρνηση μοιραία μπήκε στον ρόλο διαχείρισης της κρίσης και των διαπραγματεύσεων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και με την επίκλησή τους κρύφτηκαν κυβερνητικοί παράγοντες ανίκανοι, ανερμάτιστοι και κυρίως άσχετοι με την καθημερινότητα. Οι καθημερινές πιέσεις, οι οποίες τελικώς κατέληγαν ουσιαστικά στον ίδιο τον πρωθυπουργό, μορφοποίησαν τη διακυβέρνηση σε μια διαδικασία προσπάθειας ανάκτησης της κανονικότητας. Η πρώτη φορά Αριστερά άφησε τις οραματικές εξαγγελίες στην άκρη για να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια και την κρίση. 

Όπως όμως δεν θα περίμενε εύκολα κάποιος, μόλις επήλθε αυτή η κανονικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε ένα κομμάτι των ψηφοφόρων που επέλεξαν τη συντηρητική ΝΔ, η οποία μάλιστα είχε μεγάλο μερτικό στα όσα είχε υποστεί η χώρα. Η επίλυση αυτής της εξίσωσης του περίεργου αποτελέσματος δεν έχει μόνο πολιτικά στοιχεία αλλά ενδεχομένως και ψυχολογικά. Η κανονικότητα δεν πιστώθηκε σε αυτούς που την εξασφάλισαν αλλά σε εκείνους που την είχαν εξαφανίσει. Τα συντηρητικά αντανακλαστικά δεκαετιών, τα βιώματα που είχαν συνηθίσει να συνδέουν την κανονικότητα με συγκεκριμένες εκφράσεις και προσμονές έσβησαν ουσιαστικότερες πολιτικές πραγματικότητες. Αφού επιστρέψαμε στην κανονικότητα, μπορούν πλέον να την εγγυηθούν όσοι μιλάνε για ασφάλεια, για επιχειρήσεις, για τη μελλοντική ευμάρεια του νοικοκύρη ακόμη και αν δεν την αποδεικνύουν. Ο Τσίπρας ταυτίστηκε με την κρίση μέσω του πολέμου μαζί της και ίσως αυτήν τη στιγμή η αυταπάτη είναι πιο ευπρόσδεκτη από έναν πολεμιστή ή έναν ήρωα.

Η κατάληξη ωστόσο αυτή δεν ήταν νομοτελειακή πορεία. Θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το λάθος να μην μπολιάσει αυτή την κανονικότητα με κανένα από τα δικά του στοιχεία αλλά να μιλά με όρους παλαιάς κοπής και σύγκρισης. Από την κανονικότητα έλειπαν εκείνα τα στοιχεία αποφασιστικότητας που θα έκαναν τον κόσμο να καταλάβει διαφορετικά την επαναφορά στην αδιατάρακτη καθημερινότητα. Η αποφασιστικότητα που θα ταύτιζε την κανονικότητα με την επικράτηση της νομιμότητας, τις μεταρρυθμίσεις σε όλα τα μέτωπα της ζωής και την παραδειγματική τιμωρία όσων καταδίκασαν την κοινωνία. Τη λειτουργικότητα της κυβέρνησης μονοπώλησαν τα οικονομικά θέματα με μια έννοια διαχείρισης και διεκπεραίωσης.

Ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να αλλάξει ο ποινικός κώδικας ή γιατί δεν υπήρξαν θεσμικές αλλαγές στα πεδία εκείνα όπου ο πολίτης ταλαιπωρείται στην καθημερινότητά του και είναι ανεπηρέαστα από την οικονομία με τη στενή έννοια. Υπουργοί και παράγοντες της διοίκησης που μεταπήδησαν από την κομματική πραγματικότητα στη διακυβέρνηση βολεύονταν να πολιτικολογούν ή να αγανακτούν με τη διαφθορά αντί να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά δημιουργώντας τη δική τους διαφορετική και αναγκαία κανονικότητα.

Πολλά απ’ αυτά θα είχαν αποφευχθεί αν το κόμμα ήταν γειωμένο στην πραγματικότητα και δεν ζούσε στη δική του εικονικότητα με αναζητήσεις περί αριστεροσύνης και αποτιμήσεις καλού ή κακού πολιτικού χαρακτήρα. Ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε σε διάσταση από τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ, το κομμάτι της κοινωνίας δηλαδή που τον έφερε στην εξουσία, και συρρικνώθηκε μέσα στην ομφαλοσκόπηση του, στεγνός από ουσιαστικό, πρακτικό προβληματισμό. Δεν είναι τυχαίο που οι κομματικοί υποψήφιοι στην τοπική αυτοδιοίκηση όχι μόνο δεν πλησίασαν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές αλλά χάθηκαν μέσα στην κοινωνική απαξίωση.

Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που θεωρούν (όπως και πολλοί ξένοι συνάδελφοι και αξιωματούχοι) πως η μελλοντική πολιτική πορεία του Αλέξη Τσίπρα συνδέεται με το μέλλον της χώρας και αυτό δεν κρίνεται σε μία εκλογική μάχη αλλά ιστορικά. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με την οραματική διαδικασία και την αποφασιστικότητα που τον έφεραν στην εξουσία και φυσικά με αυτό που θέλει ως κόμμα. Ο ίδιος, όχι οι προφήτες-γάιδαροι ούτε όσοι μιλούν περί όνου σκιάς θεωρώντας πως μιλούν για όσα απασχολούν τη χώρα.

Documento Newsletter