Πρόεδρος των περιστάσεων

Οι δηλώσεις της προέδρου της ∆ηµοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου στη γιορτή για την επέτειο της δηµοκρατίας κατά πολλούς απέδειξαν ότι είναι κατώτερη των περιστάσεων. Η κ. Σακελλαροπούλου δεν είναι µια πρόεδρος κατώτερη των περιστάσεων αλλά µια πρόεδρος των περιστάσεων. ∆εν αναφέροµαι στο γεγονός ότι οι περιστάσεις την ανέδειξαν στο ύπατο πολιτειακό αξίωµα (µε όλους τους προέδρους λίγο πολύ το ίδιο συµβαίνει). Η κ. πρόεδρος έχει θέσει τον εαυτό της στη διάθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη και εξυπηρετεί συχνά και χωρίς αναστολές τις κατά περίσταση ανάγκες του πρωθυπουργού.

Αν αισθάνεται υποχρεωµένη για την τιµή που της έκανε να την προτείνει ως πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, τότε αυτό είναι προβληµατικό θεσµικά και θα έπρεπε να το γνωρίζει ως πρώην πρόεδρος του Συµβουλίου της Επικρατείας. Πολύ φοβάµαι όµως ότι δεν πρόκειται απλώς για αποδοχή µια προσωπικής υποχρέωσης, αλλά για συνειδητή συµπόρευση µε το σύστηµα που απειλεί τις δηµοκρατικές κατακτήσεις, των οποίων θεµατοφύλακας πρέπει να είναι κάθε πρόεδρος.

Από πολύ νωρίς η κ. πρόεδρος απέδειξε τι είναι γι’ αυτήν ο τίτλος της. Εκανε άκοµψες εµφανίσεις στο τείχος του Εβρου όταν ο Μητσοτάκης είχε ανάγκη να ταυτίσει την ασφάλεια της χώρας µε την απειλή των προσφύγων. ∆ήλωσε παρούσα στο µνηµόσυνο της Μαρφίν για να εξυπηρετήσει και πάλι επικοινωνιακά την άθλια φιέστα περί των θυµάτων που κάποιοι έκαψαν, υπονοώντας φυσικά ότι βρίσκονται κάπου στον χώρο της Αριστεράς. Το µνηµόσυνο βέβαια το έκαναν αυτοί που ήταν νοµικά και ηθικά υποχρεωµένοι αφενός να µην κάψουν τους ανθρώπους και στη συνέχεια να βρουν ποιοι ήταν οι εγκληµατίες. Η πρόεδρος προτίµησε να βάλει τη σφραγίδα της στην προβοκατόρικη φηµολογία αντί στην τήρηση της νοµιµότητας.

Στις επίσηµες συναντήσεις και εκδηλώσεις παραβιάζει συστηµατικά το πρωτόκολλο µετατρέποντας τον εαυτό της σε συνοδό του Μητσοτάκη και της συζύγου του. Το µόνο που δεν έχει κάνει (ακόµη) η πρόεδρος είναι να εµφανιστεί µε συνολάκι Zeus+Dione για να εµπεδώσουµε όλοι ποιου τελικά είναι πρόεδρος.

Οι επίσηµες τοποθετήσεις της είναι έµπλεες από δήθεν ενωτικές επικλήσεις, οι οποίες στην πραγµατικότητα υιοθετούν το αφήγηµα του Μητσοτάκη περί διχασµού που (αλίµονο) προκαλούν οι άλλοι. Στην πρόσφατη οµιλία της στην αυλή του προεδρικού µεγάρου είπε: «Ο διχαστικός λόγος αδικεί τη δηµόσια σφαίρα και δεν υπηρετεί τη δηµοκρατία µας». Τι σηµαίνει αυτό πρακτικά; Οτι στην προεδρική αντίληψη, όπως και τη µητσοτακική, πρέπει ο κόσµος να υποφέρει, να αδικείται, να κακοποιείται, αλλά να µη διαµαρτύρεται γιατί αυτό αποτελεί διχασµό. Η αδικία, η διαφθορά, οι ανισότητες, οι γενεσιουργές αιτίες της διαµαρτυρίας αθωώνονται και ενοχοποιείται η αντίδραση. Η πρόεδρος δεν έχει απλώς απαγορεύσει την πάλη των τάξεων, όπως έκανε ο µακαρίτης ο υπουργός της Ν∆ Κωνσταντίνος Λάσκαρης το 1976, αλλά καταργεί και το σύνταγµα, το οποίο οφείλει να διαφυλάττει και το οποίο µετά βεβαιότητας θεωρεί την αντίδραση συστατικό στοιχείο της δηµοκρατίας (µας).

Οι δηµόσιες τοποθετήσεις της προέδρου (εξαιρώ εκείνες του αυτοθαυµασµού και της αυτοαναφορικότητας περί του έργου της, για να µη γίνω αδυσώπητα σκληρός) είναι γεµάτες από κοινοτοπίες που απολογούνται στον κοινωνικό αυτοµατισµό και θυµίζουν έντονα τον πολιτικό λόγο του Σταύρου Θεοδωράκη. Θυµάστε εκείνες τις τοποθετήσεις τους για την Ελλάδα που «µοσχοβολάει λάδι και ζεστό ψωµί», που προσπαθούσαν να µας πείσουν τον καιρό των µνηµονίων ότι ακόµη και αν το χνότο των ανθρώπων βροµάει από την πείνα φταίνε οι ίδιοι που δεν το βλέπουν διαφορετικά και κυρίως ποιητικά.

Στις 24 Ιουλίου όµως η πρόεδρος χρησιµοποίησε τον θεσµό και την εξουσία της για να δηλώσει την προσωπική της στήριξη σε κάποιον που έχει καταδικαστεί πρωτόδικα για βιασµούς ανηλίκων: τον ∆ηµήτρη Λιγνάδη. ∆ήλωσε η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου στη συµβολική της οµιλία στην οποία έπρεπε να τοποθετεί το σύγχρονο περίγραµµα της δηµοκρατίας : «Η δικαιοσύνη δεν απονέµεται µε βάση το κοινό περί δικαίου αίσθηµα αλλά σύµφωνα µε το σύνταγµα και τους νόµους».

Γιατί η πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας και νοµικός είπε το αυτονόητο; Υπάρχει µόνο µία εξήγηση. Για να συµβαδίσει µε όλους εκείνους που προσπάθησαν να ενοχοποιήσουν την κοινωνική αντίδραση για τη µη φυλάκιση του Λιγνάδη. Και γιατί αλήθεια αντέδρασε η κοινωνία; Γιατί ήθελε να δικάσει η ίδια σε ένα λαϊκό δικαστήριο; Προφανώς και όχι. Αντέδρασε γιατί κάθε άλλος καταδικασµένος πρωτόδικα για βιασµό παιδιών ως σήµερα έχει µπει φυλακή. Γιατί ο Λιγνάδης µε απόφαση των οργάνων της ∆ικαιοσύνης είχε κριθεί επικίνδυνος προτού καν καταδικαστεί ως βιαστής. Γιατί στη δίκη, την οποία παρακολούθησε όλη η Ελλάδα διά της δηµοσιότητας, µερικοί λειτουργοί της ∆ικαιοσύνης πήραν ξεκάθαρα θέση κατά τη διαδικασία ενώ δεν έπρεπε. Ολα αυτά φυσικά µε δεδοµένη τη σχέση του Λιγνάδη µε τον Μητσοτάκη, µε επιφανείς της τέχνης και της πολιτικής, αλλά και µε την πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας . Η ίδια δεν έχει διαψεύσει δηµοσιεύµατα για τη σχέση της µε τον Λιγνάδη.

Οταν λοιπόν η Κατερίνα Σακελλαροπούλου αποφασίζει να κάνει µαθήµατα νοµικής και συνταγµατικού δικαίου στην επέτειο αποκατάστασης της δηµοκρατίας και ευθυγραµµίζεται µε τους υποστηρικτές του Λιγνάδη, οι οποίοι ανακάλυψαν τους κινδύνους για το κράτος δικαίου στην κοινωνική κατακραυγή, το κάνει για να στηρίξει τον Λιγνάδη και όχι το κράτος δικαίου. Αυτό απειλείται, όπως διατυπώνουν διεθνείς εκθέσεις, από την κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι στη θέση 108 σε θέµατα ελευθερίας του Τύπου. ∆εν µπορεί, κάτι θα έχει ακούσει η κ. πρόεδρος. Η χώρα καταγγέλλεται διεθνώς για παράνοµες επαναπροωθήσεις προσφύγων και καταδικάστηκε πρόσφατα για την υπόθεση στο Φαρµακονήσι. Αρχηγοί κοµµάτων και δηµοσιογράφοι παρακολουθούνται από κοριούς, ενώ η κυβέρνηση κάνει τον ψόφιο κοριό. ∆εν µπορεί να µην έχει ακούσει τίποτε η κ. πρόεδρος ή να µη θεωρεί τίποτε από όλα αυτά απειλή για τη δηµοκρατία και καθήκον της να την προασπίσει.

Αν δε ήθελε η πρόεδρος να µιλήσει για τη ∆ικαιοσύνη, γιατί έχει ιδιαίτερη ευαισθησία λόγω της επαγγελµατικής της προέλευσης, υπήρχε ένα σοβαρό θέµα στο οποίο η ∆ικαιοσύνη κλονίστηκε και εκτέθηκε διεθνώς. ∆ηµοσιογράφοι και συνάδελφοί της εισαγγελείς κατηγορήθηκαν άδικα, οδηγήθηκαν σε ανάκριση, συκοφαντήθηκαν, γιατί ένα κοµµάτι της ∆ικαιοσύνης εργαλειοποιήθηκε ή χρησιµοποιήθηκε από την κυβέρνηση. Οι πολίτες που πάλεψαν για να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο Novartis επιχειρήθηκε να µπουν φυλακή. Η κ. Σακελλαροπούλου γνωρίζει πολύ καλά πώς έγινε αυτό αλλά και πώς γίνεται γενικώς. Αν ήθελε να προσφέρει στη δηµοκρατία και να διαφυλάξει τη δικαιοσύνη, δεν θα προχωρούσε σε µια δήλωση έµµεσης στήριξης του Λιγνάδη (είτε επειδή τέτοια ήταν ή επειδή έτσι τη µετέφρασαν) αλλά µε το κύρος και το ύψος που της δίνει ο θεσµικός της ρόλος θα µπορούσε να ζητήσει από τη ∆ικαιοσύνη να κινείται ανεπηρέαστη και ανεξάρτητη από την πολιτική. ∆εν θα την παρεξηγούσε κανένας και όλοι θα καταλάβαιναν τη διάθεσή της να στηρίξει τη δηµοκρατία και όχι να τη δει να λάµπει στο αποτρόπαιο για την κοινωνία πρόσωπο του Λιγνάδη.

Η πρόεδρος ως νοµικός γνωρίζει ότι η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται µε το κοινό περί δικαίου αίσθηµα, αλλά όταν βρίσκεται συνεχώς σε αντιπαράθεση µε το κοινό περί δικαίου αίσθηµα τότε µπάζει νερά και υπάρχει κίνδυνος να βουλιάξει η δηµοκρατία. Γνωρίζει επίσης ότι η κοινωνική συνείδηση και αντίδραση είναι τα στοιχεία που οδηγούν στην αλλαγή των νόµων όταν παύουν να εξυπηρετούν και να εκφράζουν το δίκαιο. Στην ανώτερη έκφρασή τους δε αλλάζουν και τις κυβερνήσεις, πράγµα που είναι (ακόµη) απολύτως νόµιµο και συνταγµατικό. Επίσης, και πρέπει να το θυµάται, καθορίζουν ποιος ήταν καλός ή κακός πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, τοποθετώντας τον στην ιστορική του θέση. Αυτό δεν µπορεί να το κάνει ο Μητσοτάκης.

ΥΓ.: Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια που θα γίνει να χαρακτηριστεί το εν λόγω κείµενο ως χτύπηµα του θεσµού της Προεδρίας της ∆ηµοκρατίας να θυµίσω ότι η κριτική, η διαφάνεια και η ελεύθερη διατύπωση άποψης δεν αποτελούν χτύπηµα της δηµοκρατίας αλλά συστατικά της στοιχεία. Εκτός αν η κ. Σακελλαροπούλου δεν είναι πρόεδρος αυτής της ∆ηµοκρατίας