Το βιβλίο «Κενά μνήμης» της Λίζα Γκρέι κυκλοφορεί στα περίπτερα στις Οκτωβρίου, από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση της Μαρίας Παπανδρέου.
Το πρώτο βιβλίο της, το Αγνοούμενη (εκδόθηκε στη σειρά BELL Best Seller το 2021), χάρισε στιγμιαία παγκόσμια αναγνώριση στη Lisa Gray, καθώς έγινε #1 bestseller στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από κοινό και δημοσιογράφους.
Το πολυαναμενόμενο Κενά Μνήμης είναι το δεύτερο βιβλίο της Gray με ηρωίδα την ντετέκτιβ Τζέσικα Σο, ένα ανατρεπτικό θρίλερ μυστηρίου που έρχεται για να καθιερώσει τη συγγραφέα και να την τοποθετήσει ψηλά στη λίστα με τους καλύτερους σύγχρονους συγγραφείς της λογοτεχνίας του εγκλήματος.
Η ιδιωτική ντετέκτιβ Τζέσικα Σο περνά τις μέρες της ήσυχα σε μια μικρή πόλη στην έρημο της Καλιφόρνιας, ερευνώντας απλές υποθέσεις. Όμως όταν μια παλιά κάτοικος της πόλης ζητά από την Τζέσικα να βοηθήσει την αδερφή της, τη Ρου Χάντερ –μια καταδικασμένη δολοφόνο που θα εκτελεστεί σε λίγες μέρες– η Τζέσικα δεν μπορεί να αρνηθεί.
Η Ρου δε θυμάται τι συνέβη το βράδυ που βρέθηκαν νεκρά δύο παιδιά από το σχολείο της τριάντα χρόνια πριν, όμως όλη η πόλη τη θεωρεί ένοχη. Και ενώ η Τζέσικα ψάχνει για απαντήσεις, διαπιστώνει ότι οι φήμες δείχνουν προς μία κατεύθυνση αλλά τα στοιχεία προς μια άλλη, και κανείς δε θέλει να δει την αλήθεια. Στο μεταξύ, η Τζέσικα έχει την αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθεί –και τώρα περισσότερο από ποτέ, ξέρει ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν.
Σκάβοντας βαθύτερα, ανακαλύπτει παλιά μυστικά στα πιο απίθανα μέρη –ακόμα και στους κόλπους της αστυνομίας. Όμως ο χρόνος πιέζει, και η Τζέσικα πρέπει να φτάσει γρήγορα στην αλήθεια –διαφορετικά τα κενά μνήμης της Ρου θα μπορούσαν να οδηγήσουν και τις δύο στο θάνατο.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το όνειρο είναι πάντα το ίδιο.
Κατακαλόκαιρο, και η ζέστη της νύχτας είναι τόσο πηχτή που μπορείς να της καρφώσεις ένα μαχαίρι. Η Ρου είναι ευγνώμων για τη δροσιά που βγαίνει από τους αεραγωγούς του αυτοκινήτου, στεγνώνοντας τον ιδρώτα πάνω στο μαυρισμένο δέρμα της. Ένα μπρελόκ – τετράφυλλο τριφύλλι κρέμεται από τον καθρέφτη και λικνίζεται στο τεχνητό αεράκι που στέλνει το ερκοντίσιον. Το φόρεμά της έχει γλιστρήσει ψηλά στους μηρούς της, και τα ξυπόλυτα πόδια της ακουμπάνε στο ταμπλό. Τα νύχια της είναι βαμμένα στο ροζ της τσιχλόφουσκας, ασορτί με τα νύχια των χεριών της.
Τα πόδια της χτυπάνε στο ρυθμό του τραγουδιού που παίζει το ραδιόφωνο. Κάποιο βρετανικό συγκρότημα. Μια ροκ μπαλάντα. Ήταν νούμερο ένα πριν κάτι μήνες κι ακούγεται ακόμα πολύ. Κάτι για κάποιον που πέθανε απόψε σε μια αγκαλιά. Της αρέσει. Ρίχνει πίσω το κεφάλι και τραγουδάει κι εκείνη.
Γελάνε και οι δύο με τις παραφωνίες της. Η Ρου τραβάει άλλη μια τζούρα από τον μπάφο και φυσάει τον καπνό σε δαχτυλίδια. Η γλυκιά μυρωδιά της μαριχουάνας γεμίζει το αυτοκίνητο. Η Ρου πίνει την τελευταία γουλιά της μπίρας της και πετάει το άδειο μπουκάλι στο δάπεδο της θέσης του συνοδηγού, κι αυτό προσγειώνεται μ’ ένα γδούπο δίπλα στα πέδιλά της. Σκουπίζει τα υγρά χείλη της με τη ράχη του χεριού της και ξαναρχίζει να τραγουδάει.
Είναι μεθυσμένη, μαστουρωμένη κι ευτυχισμένη, ανυπομονεί για τη συνέχεια της βραδιάς. 4η Ιουλίου. Ημέρα της Ανεξαρτησίας. Ο κόσμος γιορτάζει. Από κάπου μακριά ακούγεται ένα σφύριγμα, ένας κρότος και κάτι σαν έκρηξη.
Πυροτεχνήματα.
Το αυτοκίνητο παίρνει μια απότομη στροφή κι αρχίζει να τραντάζεται. Η Ρου νιώθει το δρόμο ν’ αλλάζει από κάτω της, τη λεία άσφαλτο να δίνει τη θέση της σε χωματόδρομο. Τώρα τινάζεται πέρα-δώθε στο κάθισμα καθώς οι ρόδες σκαρφαλώνουν σε ανώμαλο έδαφος. Είναι πιο σκοτεινά τώρα. Η καύτρα του μπάφου αχνοφέγγει στο σκοτάδι. Τα φώτα του αυτοκινητόδρομου γίνονται όλο και πιο μικρά πίσω τους, ώσπου τα καταπίνει τελείως η νύχτα. Οι προβολείς του αυτοκινήτου ανάβουν ξαφνικά στη μεγάλη σκάλα, και η Ρου ανοιγοκλείνει τα μάτια. Της παίρνει μερικά δευτερόλεπτα να προσαρμοστεί, αλλά και πάλι το μόνο που βλέπει δεξιά κι αριστερά της στο χωματόδρομο είναι το σκούρο περίγραμμα των δέντρων Τζόσουα με τα χοντρά κλαδιά τους να υψώνονται στον γκρίζο ουρανό σαν χέρια αλλόκοτων τεράτων.
Το τραγούδι παίζει ακόμα.
Η διάθεση αλλάζει.
Το όνειρο γίνεται εφιάλτης.
Η Ρου πρώτα τους ακούει και μετά τους βλέπει.
Βογκάνε και κλαψουρίζουν. Βαριανασαίνουν και αναστενάζουν. Η Ρου δε θέλει να δει τι κάνουν. Δε θέλει να έρθει αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Ξέρει όμως ότι πρέπει.
Το τρεμάμενο χέρι της ανοίγει την πόρτα.
Πρώτα έρχεται η μυρωδιά.
Ιδρώτας, μπίρα και… κάτι άλλο.
Και τότε τους βλέπει.
Ο άντρας έχει τη γυναίκα από κάτω του. Το πουκάμισό του τεντώνεται πάνω στην πλάτη του. Ασπρόμαυρο καρό. Κυκλικοί λεκέδες ποτίζουν τις μασχάλες του. Το τζιν του είναι κατεβασμένο στα γόνατά του. Το ασπριδερό δέρμα του πισινού του είναι σοκαριστικά εκτεθειμένο. Ένα χλομό, λεπτό χέρι προβάλλει από κάτω του και αρπάζει τα ιδρωμένα μαλλιά του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
Στην αρχή η Ρου δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς βλέπει.
Και μετά καταλαβαίνει.
Αυτό είναι λάθος, είναι θυμωμένη, ξέρει ότι πρέπει να το σταματήσει.
Δε θυμάται να παίρνει το μαχαίρι.
Ούτε να πηγαίνει προς το μέρος τους.
Ούτε να μπήγει τη λάμα στην απαλή σάρκα ξανά και ξανά.
Θυμάται όμως το αίμα.
Και θυμάται τα ουρλιαχτά.
***
Η Ρου Χάντερ άνοιξε τα μάτια της.
Μουσκεμένες τούφες μαλλιών είχαν κολλήσει στο μέτωπό της, και ο ιδρώτας κυλούσε ανάμεσα στα στήθη της κάτω από το βαμβακερό νυχτικό. Το σαγόνι και τα δόντια της πονούσαν από το σφίξιμο. Ανέπνεε με δυσκολία, και η καρδιά της σφυροκοπούσε το θώρακά της.
Ρούφηξε όσο αέρα μπορούσαν να χωρέσουν τα πνευμόνια της. Τον άφησε να βγει αργά. Εισπνοή, εκπνοή. Εισπνοή, εκπνοή. Το όνειρο ξεθώριασε, η αναπνοή της σταθεροποιήθηκε, και η καρδιά της ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθμό.
Όμως τα ουρλιαχτά δε σταμάτησαν.
Ποτέ δε σταματούσαν.
Ουρλιαχτά, γοερές κραυγές, φωνές και βρισιές αντηχούσαν ολόγυρά της, αντιλαλούσαν στους άδειους διαδρόμους. Η μουσική υπόκρουση των καταδικασμένων. Είκοσι μία γυναίκες που, όπως η Ρου Χάντερ, περίμεναν να πεθάνουν.
Το φως της αυγής τρύπωσε από το μικροσκοπικό παράθυρο απέναντί της και φώτισε αχνά τον μικρό χώρο γύρω της: τη μονή κουκέτα όπου ήταν ξαπλωμένη· τη λεκάνη και το νιπτήρα από ανοξείδωτο ατσάλι στη γωνία· το τραπέζι με τα λιγοστά χιλιοδιαβασμένα χαρτόδετα βιβλία· τους γυμνούς άσπρους τοίχους, χωρίς ούτε μία αφίσα ή οικογενειακή φωτογραφία.
Η Ρου πέταξε από πάνω της το λεπτό σεντόνι και κατέβασε αργά τα πόδια της από την κουκέτα. Τα γυμνά πέλματά της ακούμπησαν στο κρύο τσιμεντένιο δάπεδο. Με τρεις δρασκελιές έφτασε στην απέναντι πλευρά του δύο επί τριάμισι κελιού της.
Σήκωσε τα χέρια της ψηλά, προς το φως που έμπαινε από το παράθυρο. Δεν υπήρχαν ξεραμένα καφεκόκκινα υπολείμματα κάτω από τα νύχια της. Τίποτα άλικο δεν είχε βάψει τις ζάρες των αρθρώσεων ή τις μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλά της. Κανένα πηχτό βυσσινί υγρό δεν κυλούσε προς τους καρπούς της σαν καυτό, ματωμένο δάκρυ. Η Ρου κατέβασε τα χέρια της και τα έσφιξε σε γροθιές, κλείνοντας σφιχτά τα δάχτυλά της ώσπου τα κοντά νύχια χώθηκαν στις παλάμες της.
Κοίταξε έξω από το καγκελόφραχτο παράθυρο καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα. Ήξερε ότι ήταν μετρημένες οι φορές που θα έβλεπε τον ήλιο να ανατέλλει ή να δύει από κει που στεκόταν.
Σε δέκα μέρες θα ήταν νεκρή.
Δεμένη σ’ ένα φορείο, ανοιχτό πράσινο σαν παγωτό φιστίκι. Με τα χέρια ανοιγμένα, σαν να πετούσε. Μπροστά σε θεατές διψασμένους για αίμα, καθισμένους πίσω από παράθυρα σε τρεις πλευρές. Ένα αναλογικό ρολόι πάνω από το κεφάλι της θα μετρούσε τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα καθώς τα φάρμακα θα κυλούσαν στις φλέβες της. Πρώτα θα ερχόταν η αναισθησία, μετά η μυϊκή παράλυση και η αναπνευστική ανακοπή, και τέλος η καρδιά της θα σταματούσε να χτυπάει.
Δε φοβόταν το θάνατο.
Της ήταν πολύ πιο δύσκολο να προσπαθεί να ζήσει σ’ αυτό το μέρος.
Φοβόταν όμως ότι δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια.
Δε θα μάθαινε ποτέ τι πραγματικά είχε συμβεί εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα τόσα χρόνια πριν.
Η Ρου Χάντερ έπρεπε να μάθει αν πραγματικά είχε βάψει τα χέρια της με αίμα.
Και είχε λιγότερες από δέκα μέρες καιρό.