Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων «Μπρούντζινος» του Δημήτρη Μανιάτη

Photo credit: Χριστίνα Καζαντζίδου

Η συλλογή διηγημάτων μικρής φόρμας «Μπρούντζινος» του Δημήτρη Μανιάτη κυκλοφορεί την Τρίτη 25 Μαίου από τις Εκδόσεις Μετρονόμος.

Ο Μπρους Λι. Η οδός Φυλής. Ένας νάνος που λέει τα κάλαντα. Ένας γυμνιστής που μένει έξω απ’ το σπίτι του. Ένας ακέφαλος περαστικός. Τενίστες που γλιτώνουν το λιντσάρισμα σε μια συναυλία. Μια στρίπερ. Ο νεκρός με τις μπότες. Μια άχρηστη εφημερίδα που τυλίγει ψάρια. Το Τροπάριο της Κασσιανής.

Ένα μπαλκόνι για οφθαλμόλουτρο. Ένας μπρούντζινος νάρκισσος στην Πανεπιστημίου. Η αυξητική γλουτών. Ένα παλιό σινεμά. Ο Λυκαβηττός. Δεκάξι διηγήματα μικρής φόρμας. Μικρές ιστορίες, σαν φέτες ζωής ή σαν μικρά όνειρα που καταγράφηκαν πυρετικά λίγο πριν τελειώσουν. Πικρά, αστεία, γλυκόπικρα, αδιάφορα, στιγμιότυπα μιας ζωής που χάνεται, μιας ζωής που ανατέλλει, μιας ζωής που δεν υπήρξε ποτέ ή απειλητική εδώ γύρω μας κυκλώνει.

Ακολουθεί το διήγημα «Μπρούντζινος» που εξασφάλισε σε προδημοσίευση το Documento.

Την Πέμπτη, στις 8 το απόγευμα, είχα ραντεβού με την Έμιλι στου Ζόναρ’ς στο Σύνταγμα, στο πρώτο τραπεζάκι στην γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου. Ξεκίνησα τις προετοιμασίες από την προηγούμενη εβδομάδα. Αποτρίχωση όλος. Σολάριουμ. Κούρεμα. Καινούργιο κοστούμι, ραμμένο από έναν παλιό ράφτη στην Ερμού. Πήρα και νέο άρωμα. Την Πέμπτη έκανα μπάνιο όλη μέρα με πράσινο σαπούνι. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη μου περίπου 70 φορές πριν με παραλάβει το ταξί από το σπίτι μου. Φορούσα μάσκα. Και είχα στην τσέπη δύο αντισηπτικά και τσίχλες. Είχα βουρτσίσει τα δόντια μου έξι φορές. Χτενίστηκα δύο ώρες πριν και έβαλα λίγο τζελ για να σταθούν τα μαλλιά μου. Τσέκαρα το κινητό μου τηλέφωνο, την ώρα. Απόγευμα.

Σουρούπωνε, ακόμη τέλη Σεπτεμβρίου. Ψιλοερημωμένοι οι δρόμοι, έβλεπα πίσω απ’ το τζάμι του ταξί. Καμιά ηλικιωμένη ξεπρόβαλλε από κάνα μαγαζάκι εμπορικάκι και με ταχύ βήμα επέστρεφε σπίτι. Τίποτε δεν με πτοούσε. Ακόμη και το ψιλόβροχο που άρχισε να θολώνει το παρμπρίζ του ταρίφα. Έτσι κι αλλιώς θα με άφηνε Σταδίου και Βουκουρεστίου. Θα περπατούσα για λίγα δευτερόλεπτα, κάτω από την στέγη της Στοάς Σπυρομήλιου. Δεν θα με ακουμπούσε τίποτε. Θα καθόμουν μερικά λεπτά πριν το ραντεβού στο τραπεζάκι. Θα τσέκαρα τον κατάλογο.

Παρότι πεινούσα αρκετά θα έτρωγα, και καλά, λιτά. Μια σαλάτα με πεπόνι. Στον καθρέφτη του Κλεμέντε, μερικά μέτρα πριν το Ζόναρ’ς, κοιτάχτηκα στην τζαμαρία. Ήμουν μαύρος. Ποιος; Εγώ! Ο λευκός! Που με κοκκίνιζε ο ήλιος με μισή ώρα έκθεση. Που είχα να μαυρίσω απ’ τα παιδικά μου χρόνια που ξημεροβραδιαζόμουν τα καλοκαίρια στον μόλο του Πλατύ Γιαλού στο νησί. Εκεί μου μπήχτηκε μια μέρα το αγκίστρι από το καλάμι ψαρέματος που είχα. Μου το ’βγαλε με τελετουργική κίνηση ένας λεμβούχος και από πάνω μου είχαν μαζευτεί παραθεριστές μεσόκοποι που κοιτούσαν την μπρουτάλ εγχείρηση. Μετά με πήγε ο πατέρας μου σε έναν Αμερικάνο γιατρό γιατί φοβήθηκε πως το αγκίστρι ήταν σκουριασμένο. Δεν ήταν. Το είχα αγοράσει μόλις το πρωί της ίδιας ημέρας από ένα μαγαζάκι του Γιαλού.

Θυμάμαι όμως πως το αγκίστρι είχε μπηχτεί, και άρα δεν έβγαινε τραβώντας το προς τα πίσω αλλά κάνοντας μια κυκλική κίνηση μέσα στο δάχτυλο του ποδιού. Σφάδαζα, αλλά πήρα μια γεύση πώς περνάνε τα ψάρια. Από τότε δεν ξαναψάρεψα, αλλά τώρα που περπατούσα στην Βουκουρεστίου για να φτάσω στο τραπεζάκι μου ένιωσα μια σουβλιά στο δάχτυλο του ποδιού. Μια μνήμη πόνου από εκείνη την ημέρα του Ιουλίου που το αγκίστρι είχε μπει μέσα μου. Ξαναστάθηκα στην μεγάλη είσοδο του Παλλάς. Ήμουν σε απόσταση αναπνοής από το Ζόναρ’ς.

Πάλι κοιτάχτηκα. Ρε συ, ήμουν όμορφος. Λευκό πουκάμισο ξεκούμπωτο. Με γιακά παχύ, που μου έφτιαχνε και μια γωνία στο πρόσωπο. Μαύρος εντελώς. Μπρούντζινος. Σαν άγαλμα ελεφάντινο. Άστραφτα. Όποιος με πλησίαζε έμενε για πάντα ακίνητος. Το κατάλαβα από την κοπέλα που καθόταν στο ταμείο του Παλλάς που μόλις με είδε πως είχα σταματήσει και κοιταζόμουν στην πόρτα του Θεάτρου, σηκώθηκε, βγήκε και πλησιάζοντάς με έμεινε ακίνητη. Έμοιαζε με κέρινη ξαφνικά.

Όπως στεκόταν ο Νταλί ακίνητος σε καφέ του Παρισίου και κοίταγε επίμονα τους γύρω. Ο χρόνος είχε παγώσει και την σύσπαση του προσώπου της όπου αποτυπωνόταν ένα χαμόγελο με μια δόση έκπληξης. Λογικό. Ήμουν κούκλος. Με τέτοια ερημιά, ήμουν και ο μόνος κούκλος στην πόλη. Ψηλός πολύ δεν ήμουν. Το κοστούμι όμως, μεσάτο και κομψό, κούμπωνε με το κορμί μου. Η ελαφριά κοιλίτσα είχε υποχωρήσει, αφού εδώ και δύο μήνες έκανα εντατικά γυμναστική σε έναν θάλαμο ιδρώτα με τρελούς κάθε πρωί. Η ελαφριά υποχώρηση στο μαλλί μου, πίσω, στην κορυφή του κρανίου, δεν φαινόταν ιδιαίτερα αφού η κομμώτρια με περίτεχνες κινήσεις είχε καλύψει το μικρό ξέφωτο κατευθύνοντας μερικές λωρίδες τρίχας προς το κέντρο του.

Μπροστά δεν είχα πρόβλημα. Περπατώντας προς το Ζόναρ’ς τσέκαρα τις κάλτσες ανασηκώνοντας το μπατζάκι του παντελονιού. Χρωματιστές σαν αυτές που φοράει ο Κόπολα. Μου είχε καρφωθεί η εικόνα του από ένα εξώφυλλο ενός περιοδικού όπου πόζαρε με τον Ντιν Ταβουλάρις, καθιστός σε ένα δωμάτιο με δρύινο δάπεδο. Σκηνοθετούμε τον εαυτό μας κάθε μέρα. Σήμερα, όμως, έκανα πρεμιέρα. Ήταν μια σημαντική στιγμή. Θα τρώγαμε με την Έμιλι. Μου άρεσε πολύ, αλλά όχι όσο άρεσα εγώ σε μένα. Είχα φτάσει στην τελειότητα. Μπρούντζινος. Ακτινοβολούσα.

Μύριζα υπέροχα, ένα κράμα λιβανιού και γιασεμιού. Το γένι μου χτενισμένο, τριμαρισμένο, περιποιημένο σαν να εφαρμοζόταν στο κατάχρυσο πρόσωπό μου. Κάθισα με χορευτικές κινήσεις. Σταυροπόδι. Κοιτούσα προς την Πανεπιστημίου. Οι λιγοστοί περαστικοί σταματούσαν και με κοιτούσαν. Έμεναν παγωμένοι στον χρόνο. Σαν τον Δρομέα. Παγώναν και οι εκφράσεις τους.

Συνήθως ο χρόνος τούς ακινητοποιούσε στο σημείο όπου η έκπληξη ζωγράφιζε το στόμα ανοιχτό. Ήμουν ένα χρυσό άγαλμα τελειότητας που καθόταν σαν έκθεμα συμμετρίας και γούστου στην Πανεπιστημίου, εν μέσω νέφους και μπετόν. Ήμουν μια κούκλα βιτρίνας, γύρω στα 42, από αυτές που χαζεύουν πλούσιες Ρωσίδες και ποθούν φτωχές Ελληνίδες. Τα χέρια μου, χρυσά σχεδόν, δεν μου ανήκαν, ανοιγόκλειναν τον κατάλογο ή μου έριχναν ανθρακούχο νερό στο ποτήρι με τα παγάκια. Η ώρα είχε πάει 8:30, ψιλοβράδιαζε, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου αν θα ερχόταν πλέον η Έμιλι.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Δημήτρης Μανιάτης γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία, Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία. Εργάζεται ως πολιτικός συντάκτης και χρονογράφος στην εφημερίδα Τα Νέα από το 2005 και συνεργάζεται με την εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής στο ελεύθερο πολιτικό ρεπορτάζ. Έχει γράψει κείμενα για επιθεωρήσεις («Όταν έχω εσένα» και «Μπεεεε» με τον Σταμάτη Κραουνάκη και την Σπείρα), θέατρο, μουσικές παραστάσεις («Με τα μάτια κλειστά» με τη Γιώτα Νέγκα, «Βασικά ευτυχές το… 1980» με την Έφη Οικονομάκη) και για την τηλεόραση. Έγραψε τον θεατρικό μονόλογο «Ο Ληστής» για το οποίο απέσπασε και βραβείο στο Φεστιβάλ Βαλκανικού Θεάτρου για την ερμηνεία του ο Πασχάλης Τσαρούχας. Έχει συνεργαστεί με πολλά έντυπα και Μέσα (Αθηνόραμα, Exodos, Vice, Unfollow, in.gr, Parapolitika.gr, News247, Δημοκρατική Φωνή της Ηπείρου).

Έχει υπάρξει ραδιοφωνικός παραγωγός (City, Βήμα, 247). Έργα του: «Πάνος Γαβαλάς: Μια φωνή όλο φως» (2018, Α.Α. Λιβάνη), «Τραμπ και Ζαμπέτας: Τα εναλλακτικά» (2018, Εύμαρος), «Εγώ είμαι ένας άλλος» (2014, Μετρονόμος), «Ληστής» (Carousel). Συμμετοχές με κείμενα στα: «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80» (Επίκεντρο), «Βασίλης Τσιτσάνης» (ΔΟΛ), «Μίκης Θεοδωράκης: Διάλογοι στο λυκόφως» (Ιανός), «Πάνος Γεραμάνης» (ΔΟΛ), «Λέων Τολστόι: Πόλεμος και Ειρήνη» – Διασκευή των Ιόλης Ανδρεάδη- Άρη Ασπρούλη (ΚΑΠΑ Εκδοτική).

Διήγημά του έχει μεταφραστεί στα γαλλικά. Έχει επιμεληθεί κείμενα για μουσικές παραστάσεις, για τον ετήσιο κατάλογο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, έχει εργαστεί ως σύμβουλος ιστορικών θεμάτων για το θέατρο (CIVIL 2 της Στ. Χριστοδουλοπούλου) κ.ά. Τηλεοπτικός παρουσιαστής επίσης με το νυχτερινό πολιτικό talk show One Talk στο One Channel αλλά και πολιτικός σχολιαστής στο Mega.

Info

Η συλλογή διηγημάτων μικρής φόρμας «Μπρούντζινος» του Δημήτρη Μανιάτη κυκλοφορεί την Τρίτη 25 Μαίου από τις Εκδόσεις Μετρονόμος.

 

 

Ετικέτες